Macro

Νίκος Ξυδάκης: Πού πάει το τραγούδι σαν τραγουδηθεί;

Ο Ρώσος στοχαστής Αλεξάντρ Χέρτσεν ρώτησε κάποτε: «Πού βρίσκεται το τραγούδι πριν τραγουδηθεί;». «Πουθενά», είναι η απάντηση. το τραγούδι δημιουργείται όταν κάποιος το τραγουδάει, το συνθέτει.
 
Ο ιστορικός των ιδεών Αϊζάια Μπερλίν παραθέτει τον προσφιλή του Χέρτσεν για να εξηγήσει την πρωτοτυπία και το βάθος του ρομαντισμού (Η διανοητική διαδρομή μου, εκδ. Αντίποδες). Μα η αιφνιδίως αφελής ερώτηση, μαζί με τη θαυμαστή απάντηση, εμένα με οδήγησε να πλαισιώσω, να στηρίξω, να κατανοήσω βαθύτερα την αισθητική απόλαυση και την ευφροσύνη που μου πρόσφεραν τα τραγούδια των τελευταίων εβδομάδων.
 
Πού ήταν τα τραγούδια αυτά, που ανάβλυζαν ρυάκια μέσ’ από τις αχανείς ψηφιακές στέρνες; Ηταν εδώ. Ηταν η ευφρόσυνη συνάντηση με τα «μικρά» έργα τέχνης, του καιρού μας! Ακουγα τα τραγούδια του Γιώργου Κωστογιώργη, άκουγα τα τραγούδια του Αντώνη Απέργη ερμηνευμένα από τη Νεφέλη Φασούλη, άκουγα τα χορικά των παιδιών του περίφημου 5ου Λυκείου Νίκαιας στην πρόσφατη παράστασή τους.
 
Είπα «μικρά»: ναι, κατά τον επικοινωνιακό θόρυβο που παράγουν, σχεδόν μηδενικό· κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα, σαν πολύτιμα μυστικά. Αλλά είναι μεγάλα όταν πλημμυρίζουν το πνεύμα του ακροατή-θεατή, μεγάλα όταν διαμορφώνουν τα υπόγεια ρεύματα του ουσιώδους πολιτισμού μας, μεγάλα καθώς αποκαλύπτουν λανθάνουσες δυνάμεις της κατσιασμένης κοινωνίας μας. Μικρά το δέμας, λοιπόν, μικρά στη φόρμα κάποτε, μεγάλα στην επίδραση.
 
Ενα κοινό χαρακτηριστικό: η ανεξάρτητη, η αυτόνομη παραγωγή, οι μικρές κυκλοφορίες, οι λιγοστές πολύτιμες παραστάσεις, η άμεση ανόθευτη επαφή με το κοινό. Οι δίσκοι του Κωστογιώργη και της Φασούλη είναι δικές τους παραγωγές, καμωμένες με υψηλά στάνταρντ, κυκλοφορούν σε 300 CD και 100 βινύλια. Πρόκειται για χειροτεχνήματα, φτιαγμένα με τους καλύτερους τεχνίτες και τα πολυτιμότερα υλικά: εκτελεστές, στούντιο, πακετάρισμα.
 
Στην περίπτωση του Κωστογιώργη, άλλη μία έκπληξη: και στους δύο δίσκους («Το καλοκαίρι πέρασε σα ρίγος», «Τα άνανθα χρόνια μου») μελοποιεί παλιούς ποιητές, τους ελάσσονες λυρικούς του Μεσοπολέμου! Σπουδαίους λυρικούς, όπως ο γνωστότερος Ναπολέων Λαπαθιώτης (τι έξοχη η μελοποίηση των Μπερντέδων!), ο Τέλλος Αγρας, οι λησμονημένοι Μήτσος Παπανικολάου, Ρήγας Γκόλφης, Ρώμος Φιλύρας, αλλά και ένα μονάκριβο σονέτο του Κων. Θεοτόκη, και Εμιλι Ντίκινσον κ.λπ.
 
Οι ελάσσονες ποιητές παρέμειναν άσβεστοι για καμπόσες δεκαετίες χάρη στον Κώστα Στεργιόπουλο και τον Τάσο Κόρφη, στις εκδοτικές τους δουλειές· αργότερα και μέσω της ανθολογίας«Χαμηλή φωνή» του Μανόλη Αναγνωστάκη. Και τώρα ξαναδίνουν τη φωνή τους από το «πουθενά». Ο νεαρός Κωστογιώργης υπό αναλογίες επαναλαμβάνει την τρίπτυχη Ανθολογία (1967-1975) του Γιάννη Σπανού, μισό αιώνα αργότερα, και προεκτείνει τον σκοτεινό λυρισμό των Διάφανων Κρίνων και του Θάνου Ανεστόπουλου. Με σπάνια λεπταισθησία, με ακρίβεια, με ευθραυστότητα και σφρίγος μαζί.
 
Η Νεφέλη Φασούλη, αγαπητή στο κοινό των συναυλιών, την πρωτάκουσα σαν φρέσκια ερμηνεύτρια τραγουδιών του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου· εν συνεχεία δυναμική πρωταγωνίστρια στις συναυλίες του Φοίβου Δεληβοριά. Και τώρα σαν φιλέρευνη ερμηνεύτρια τραγουδιών («Ο Κήπος») του σπουδαίου Αντώνη Απέργη, με τον μοναδικό ήχο του, μείγμα Ανατολής, τζαζ, γκρουβ, κυματιστής υπόκωφης μελωδίας, που τυπώνεται και ταξιδεύει μες στον νου. Τι τραγούδια, τι αίσθημα! Η Νεφέλη Φασούλη δεν τραγούδησε μόνο, δεν έβαλε την τέχνη της και την ψυχή της, έφερε εις πέρας την παραγωγή, ανέλαβε το ρίσκο και τον κόπο της άχαρης, μη δημιουργικής δουλειάς. Επαινος για όλα!
 
Δυο λόγια για το 5ο Λύκειο Νίκαιας. Δουλεύουν είκοσι χρόνια! Κάθε χρόνο και ένα έργο. Εχουν ανεβάσει δύσκολα έργα του ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου, έχουν βραβευτεί και επαινεθεί. Φέτος ανέβασαν μια δραματουργική σύνθεση, «Μην είδατε την αγάπη μου; Καντάτα για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης», βασισμένη στο Μαουτχάουζεν του Ιάκ. Καμπανέλλη, στην Ανάκριση του Πέτερ Βάις, σε κείμενα του Πρίμο Λέβι. Χορικά και πρόζες, βίντεο και ηχογραφήματα, από το πρόσφατο παρελθόν και από το ανησυχητικό παρόν. Εδώ, πέρα από την αισθητική απόλαυση, μαζί με την απέραντη εγκαρδίωση, αναβλύζει μια σκέψη: Αυτό είναι το δημόσιο σχολείο, σε μια ορεινή συνοικία, που σμίγει ευτυχισμένα τον υψηλό πολιτισμό με τη λαϊκή περηφάνια. Αυτό είναι το κοινωνικό κύτταρο που στέκει αντίκρυ στα ιδιωτικά των βορείων προαστίων, αυτά που γιορτάζουν Thanksgiving και Halloween, αυτό είναι το σχολείο που βρίσκεται σε εγκατάλειψη και διωγμό. Είναι όρθιο, ολοζώντανο, ασπαίρον.
 
Αυτός ο πολιτισμός, του συνοικιακού Λυκείου, του λεπταίσθητου Καβαλιώτη Κωστογιώργη, της Νεφέλης Φασούλη και του (Νικαιώτη, νομίζω) Αντώνη Απέργη, είναι οι πυγολαμπίδες και οι φαρίσκοι, τραγούδια που καταργούν το «πουθενά» της μαζικής χαύνωσης, την αβανγκάρντ ξιπασιά των ιδρυμάτων με τα πολλά λεφτά και τη λαιμαργία της χειραγώγησης, φανοί που σχίζουν τα σκοτάδια του κιτσαριού των λουμπεναρίστων.
 
Πού πάει το τραγούδι σαν τραγουδηθεί: Στις ψυχές μας.
Νίκος Ξυδάκης