Συνεντεύξεις

Νίκος Βούτσης: Για μια πολιτική ευθύνης, ριζοσπαστισμού και ρεαλισμού της Αριστεράς

Για να ηττηθεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη.

«Είναι υποχρεωμένες όλες οι δυνάμεις του προοδευτικού τόξου να πολιτευθούν, να συζητήσουν, να συνθέσουν και βέβαια να ενθαρρύνουν τις κοινωνικές κινητοποιήσεις που ωριμάζουν στην ίδια κατεύθυνση.

Με σαφή ριζοσπαστική προγραμματική διάθεση για τα μεγάλα διεθνή προβλήματα που ανατροφοδοτούνται με τις εστίες των προγραμματικών συγκρούσεων στη χώρα μας. Αλλά και ταυτόχρονα με την ανταπόκριση στο ώριμο αίτημα της κοινωνικής πλειοψηφίας για να ηττηθεί η πολιτική και να πέσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη».

Τα παραπάνω τονίζει με συνέντευξή του ο Νίκος Βούτσης στην έρευνα του Dnews για το εάν σήμερα υπάρχει εναλλακτική κυβερνητική πρόταση στη χώρα.

Ο πρώην πρόεδρος της Βουλής αναφέρεται στα υπαρκτά προβλήματα που υπάρχουν μεταξύ των κομμάτων του προοδευτικού χώρου ταυτόχρονα όμως σημειώνει με νόημα: «Τα παραπάνω όταν οδηγούν εντέλει σε αποκλεισμό κάθε συνεργασίας προσιδιάζουν σε μια Αριστερά «μικρών προσδοκιών» και «περιορισμένης ευθύνης». Στο όνομα πάντοτε μιας αυτοαναφορικής προσέγγισης». «Η ενωτική ανασύνθεση αποτέλεσε πάντοτε στοιχείο της ταυτότητας και της παράδοσης της δικιάς μας Αριστεράς, υπογραμμίζει ο Ν. Βούτσης, ενώ αναφέρεται στο ενδεχόμενο συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ-Νέας Αριστεράς, το ενδεχόμενο επιστροφής του Αλέξη Τσίπρα στην κεντρική πολιτική σκηνή, ενώ είναι επικριτικός έναντι της Ζωής Κωνσταντοπούλου. «Η Πλεύση Ελευθερίας έχει επιλέξει και καλλιεργεί από κοινού με τον κ. Μητσοτάκη, ως ένα νέο «συγκρουσιακό», απολύτως συστημικό δίπολο που εντέλει στοχεύει στο να μην υπάρξει εναλλακτική προοδευτική λύση», τονίζει ο πρώην πρόεδρος της Βουλής.

Κύριε Πρόεδρε θα ήθελα καταρχάς να μου περιγράψετε την κατάσταση στο χώρο της Αριστεράς και της λεγόμενης κεντροαριστεράς στη χώρα μας. Κατά κοινή ομολογία είναι κρισιακή, είναι όμως αναστρέψιμη σε αυτή τη φάση;

Οι πολιτικές δυνάμεις, ιδιαίτερα η Αριστερά που βρίσκεται σε υποχώρηση διεθνώς, κρίνονται μέσα στο γενικό πλαίσιο των επίδικων και των συσχετισμών σε κάθε ιστορική φάση. Εν προκειμένω η αναζήτηση για την αναθεμελίωση της Αριστεράς προσδιορίζεται από τη σαφή διακριτότητα και τη συγκρουσιακή επιλογή με τις νεοφιλελεύθερες απόψεις, με τις πολεμικές επιλογές και απειλές, με τη γενοκτονία της Γάζας, με την απάνθρωπη μεταχείριση των μεταναστών, με την έκρηξη των ανισοτήτων. Ιδιαίτερα μάλιστα με την ακροδεξιά λαίλαπα, την αμφισβήτηση και συρρίκνωση των δικαιωμάτων επ΄αφορμή και της προεδρίας Τραμπ.

Δεν είναι λοιπόν μόνο το ζήτημα της «εσωστρέφειας» ένα υπαρκτό βεβαίως πρόβλημα για τις δυνάμεις της εγχώριας Αριστεράς σε όλες τις εκδοχές, της πολιτικής οικολογίας και της σοσιαλδημοκρατίας. Είναι και το ζήτημα του ορίζοντα που θέτει κάθε πολιτική δύναμη – ιδιαίτερα στο πλαίσιο της Ε.Ε. -για να αναμετρηθεί με τις μεγάλες προκλήσεις που εγκυμονούν μια ριζική και επικίνδυνη, ιστορικής κλίμακας, αναδίπλωση για την ανθρωπότητα.

Βεβαίως οποιαδήποτε συζήτηση για τις πολιτικές εξελίξεις ξεκινάει από τη διαπίστωση ότι η κυβέρνηση της ΝΔ αμφισβητείται, υποχωρεί σημαντικά, δοκιμάζεται δεινά αλλά δεν κινδυνεύει. Πόσω μάλλον να πέσει «προς τα αριστερά» κάτω από την πίεση μιας ρωμαλέας εναλλακτικής πολιτικής οντότητας. Μιας νέας πλειοψηφίας με επίκεντρο την επείγουσα ανάγκη για αποκαθήλωση ενός καθεστώτος που δημιουργεί συνεχώς πλήγματα στο κράτος δικαίου ενώ ταυτόχρονα υπονομεύει με ακραίες νεοφιλελεύθερες επιλογές το κοινωνικό κράτος, τα εργασιακά δικαιώματα και το εισόδημα μεγάλης μερίδας της κοινωνίας.

Τι πρέπει λοιπόν να γίνει;

Σε αυτήν τη διπλή συνθήκη λοιπόν, είναι υποχρεωμένες όλες οι δυνάμεις του προοδευτικού τόξου να πολιτευθούν, να συζητήσουν, να συνθέσουν και βέβαια να ενθαρρύνουν τις κοινωνικές κινητοποιήσεις που ωριμάζουν στην ίδια κατεύθυνση. Με σαφή ριζοσπαστική προγραμματική διάθεση για τα μεγάλα διεθνή προβλήματα που ανατροφοδοτούνται με τις εστίες των προγραμματικών συγκρούσεων στη χώρα μας. Αλλά και ταυτόχρονα με την ανταπόκριση στο ώριμο αίτημα της κοινωνικής πλειοψηφίας για να ηττηθεί η πολιτική και να πέσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Η αδυναμία μέχρι τώρα είναι εμφανής καθώς άλλες μεν από τις δυνάμεις αυτές αρνούνται οποιαδήποτε συζήτηση και συμπόρευση και άλλες όπως το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ κινούνται σε σοβαρά ζητήματα στην πεπατημένη της αποδοχής ή της μη σύγκρουσης με βαθιά συντηρητικές επιλογές. Λείπει δυστυχώς η διάθεση για ενωτική συμπόρευση και όταν και όπου υπάρχει δυσχεραίνεται από προγραμματικές αγκυλώσεις με συστημικό «κεντρώο» πρόσημο.

Ζητήματα που αφορούν στην αποδοχή των εξοπλιστικών προγραμμάτων κατ’ επιταγή της οικονομίας του πολέμου της Ε.Ε. , πολιτική για εξορύξεις υδρογονανθράκων αντί της ριζικής απάντησης στο μείζον πρόβλημα της κλιματικής κρίσης, επιλογή «χαμηλών τόνων» και μετριοπαθών διατυπώσεων για το μεταναστευτικό στην Ευρώπη και το καθεστώς επαναπροωθήσεων και λειτουργίας των προσφυγικών δομών στη χώρα μας, αποφυγή δεσμεύσεων για την ανάκτηση του δημόσιου χαρακτήρα σε συγκεκριμένες κομβικές επιχειρήσεις και ιδρύματα, φορολογικό σύστημα με επίκεντρο την ικανοποίηση των «μεσαίων» και των επιχειρήσεων είναι γνωστά ως δημόσια καταγεγραμμένες διαφορές.

Αποτελούν, όλα τα παραπάνω, όχι μόνο αγκάθια στον αναγκαίο πολιτικό διάλογο αλλά και δείγματα ανοχής και συναίνεσης που εμπεδώνουν το αίσθημα μιας κυβερνητικής προγραμματικής υπεροχής. Όπως επίσης για άλλες δυνάμεις που θεωρούν ως προϋπόθεση διαλόγου την «αποκαθήλωση» της κυβερνητικής εμπειρίας του ΣΥΡΙΖΑ τίθενται προαπαιτούμενα που ακυρώνουν το διάλογο.

Τα παραπάνω όταν οδηγούν εντέλει σε αποκλεισμό κάθε συνεργασίας προσιδιάζουν σε μια Αριστερά «μικρών προσδοκιών» και «περιορισμένης ευθύνης». Στο όνομα πάντοτε μιας αυτοαναφορικής προσέγγισης.

Ένα κόμμα μόνο του από το χώρο της προοδευτικής αντιπολίτευσης μπορεί να αναδειχθεί πρώτο ώστε να σχηματίσει κυβέρνηση; Και ο λόγος γίνεται για το ΠΑΣΟΚ, που είναι το μεγαλύτερο κόμμα στο χώρο και ο Ν. Ανδρουλάκης έχει επιλέξει την «αυτόνομη πορεία».

Το ζήτημα δεν είναι αριθμητικό ούτε δημοσκοπικό και δεν αφορά βεβαίως μόνο το ΠΑΣΟΚ που σήμερα έχει αυτή τη θέση. Ακριβώς γιατί όλοι καταλαβαίνουν ότι θα χρειαστεί ισχυρή πολιτική δύναμη και κοινωνική στήριξη ώστε να γίνουν ουσιώδεις αλλαγές με άμεσο αντίκτυπο τόσο για τη ζωή και το μέλλον της κοινωνικής πλειοψηφίας όσο και για την αποκατάσταση της δημοκρατίας σε όλες της τις εκφάνσεις, χωρίς στεγανά και αστερίσκους.

Συνεπώς, κατά τη γνώμη σας, τι χρειάζεται ο χώρος για να διεκδικήσει την κυβέρνηση;

Το σημερινό ερώτημα για τη διακυβέρνηση τίθεται με όρους διαφορετικούς αλλά και παραπλήσιους με το ’23. Το διαφορετικό έγκειται προφανώς στην πολυδιάσπαση της κυρίαρχης τότε παράταξης του ΣΥΡΙΖΑ, το παραπλήσιο αφορά στην πολύ πιθανή συνθήκη μιας ιδιότυπης απλής αναλογικής που θα προκύψει εφόσον όπως είναι και πιθανό το πρώτο κόμμα θα υστερεί σημαντικά του 30%.

Από την εμπειρία του ’23 γνωρίζουμε ότι δεν είναι καθόλου εύκολη η αναγκαία προγραμματική και αξιόπιστη συνεργασία για τη διαμόρφωση μιας συνεργατικής προοδευτικής κυβέρνησης. Τότε βεβαίως υπήρξε η σαφής άρνηση των κομμάτων που τους αφορούσε η πρόσκληση του ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν το βασικό εμπόδιο, όχι όμως κατά την άποψη μου το μόνο.

Είναι σαφές ότι και από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε αντιφατική, μη καταληπτή και αδύναμη να εμπνεύσει τη λαϊκή πλειοψηφία η υποστήριξη της πρότασης έτσι ώστε να πιεστούν οι ηγεσίες των κομμάτων. Όπως επίσης και ανεξάρτητα αλλά και σε σχέση με αμφίσημες πολιτικές επιλογές και αναφορές δεν έγινε δυνατόν να εμπνευστεί ο κόσμος ώστε π.χ. να υπάρξει μαζική κινητοποίηση για το μείζον θέμα του πλήγματος του κράτους δικαίου δια του πραξικοπήματος των υποκλοπών. Δύο στοιχεία λοιπόν που διαμόρφωσαν την αντίληψη και στο εκλογικό σώμα ότι δεν υπήρχε αξιωματική αντιπολίτευση, ικανή μάλιστα να εμπνεύσει εναλλακτική κυβερνητική λύση.

Τα ζητήματα αυτά βέβαια έμειναν μετέωρα μαζί με πολλά άλλα καθώς δεν έγιναν ποτέ οι δύο αναγκαίες συλλογικές συζητήσεις και δεν υπήρξε ο αναστοχασμός τόσο για την κυβερνητική φάση όσο και για τη φάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αιτία γνωστή η πολιτική επιλογή της ηγεσίας για «φυγή προς τα μπρος» και για ενοχοποίηση όσων έθιγαν κριτικά αυτά τα ζητήματα ως «βαριδιών και υπονομευτών» που δεν άφηναν το κόμμα να κερδίσει τα μεγάλα ακροατήρια του μεσαίου χώρου.

Είναι μονόδρομος, παρ’ όλα αυτά η συνεχής πρόσκληση και η συνεπής προσπάθεια για προγραμματικό διάλογο με όλες τις δυνάμεις εντός και εκτός Κοινοβουλίου και με ορίζοντα την αναζήτηση προγραμματικών συνθέσεων για εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.

Σε αυτό το διάλογο πρέπει να προσκληθούν και οι δραστήριες δυνάμεις μέσα από κοινωνικούς φορείς και τα κοινωνικά κινήματα αυτής της περιόδου, έτσι ώστε να εμπλουτίζεται ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας αντί των συστημικών προσεγγίσεων και των προκατασκευασμένων αποφάσεων.

Το ενδεχόμενο συμπόρευσης ΣΥΡΙΖΑ- Νέας Αριστεράς ναυάγησε οριστικά ή μπορεί να επανέλθει στο προσκήνιο;

Οι επιμέρους συγκλίσεις και συνεργασίες, πρωτοβουλίες ανάμεσα σε όσες δυνάμεις σε κάθε φάση αντιλαμβάνονται, χωρίς αποκλεισμούς, την ανάγκη για την προώθηση μιας τέτοιας διαδικασίας είναι μια αυτοτελής επιλογή που μπορεί να έχει θετική συμβολή για την επίτευξη του ευρύτερου σχεδίου, που προφανώς αφορά στο Λαϊκό Μέτωπο μέσα στις ελληνικές συνθήκες..

Η ενωτική ανασύνθεση αποτέλεσε πάντοτε στοιχείο της ταυτότητας και της παράδοσης της δικιάς μας Αριστεράς. Ως επιδίωξη, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, για την οποία εργαζόμασταν εκ παραλλήλου με την επεξεργασία και τον τονισμό της διακριτότητας και των ιδιαίτερων δικών μας αξιών, στρατηγικών και πολιτικών αναφορών. Βιώσαμε εδώ και πάνω από 30 χρόνια την καταστατική άρνηση του ΚΚΕ για συνεργασία των δυνάμεων της Αριστεράς, ενώ ταυτόχρονα καλλιεργούσαμε επιμέρους συνεργασίες ή ακόμα και στρατηγικού τύπου συνεργασίες με άλλες δυνάμεις της Αριστεράς και της Οικολογίας που είχαν ως αφετηρία διαφορετικές παραδόσεις και ριζικές στρατηγικές διαφωνίες.

Δεν «πρέπει να κλείνουμε τα αυτιά» στο αίτημα του μεγάλου μέρους της κοινωνικής πλειοψηφίας για να «φύγει ο Μητσοτάκης», επικαλούμενοι την ορθή σειρά, κατά την άποψή μας, των ενεργειών για να ωριμάσουν οι προϋποθέσεις για την αναθεμελίωση της Αριστεράς. Επανειλημμένα έχουμε πει και έχουμε βιώσει σε μεγάλες στιγμές της διαδρομής της Αριστεράς, ακόμα και στη διακυβέρνηση την οποία υποστηρίζουμε, ότι είναι θεμιτό να προσπαθούμε αυτό που φαίνεται αδύνατο να γίνεται ρεαλιστικό μέσα από την αλληλεπίδραση και το αποτύπωμα της κοινωνίας, όπως και πολύ πρόσφατα φάνηκε όταν το κίνημα των Τεμπών, αναπάντεχα για πολλούς, «ταρακούνησε» την κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Βεβαίως σε οποιαδήποτε συνεργασία διακριτών, επιμένω, πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς αποκτά ιδιαίτερη σημασία η ηθικοπολιτική και ουσιωδώς αυτοκριτική διάθεση με την οποία προσέρχονται όλοι στο σχετικό δημόσιο διάλογο για τις προγραμματικές συγκλίσεις.

Σε αυτή την κατεύθυνση τι προτείνετε προσωπικά; Ποιος μπορεί να είναι ο οδικός χάρτης;

Αν εννοείτε την πρόταση για κοινή κοινοβουλευτική ομάδα ή πόσω μάλλον για συγχώνευση των δύο κομμάτων γνωρίζετε καλά ότι στη Νέα Αριστερά και η πλειοψηφία και η μειοψηφία που διαμορφώθηκαν στην πρόσφατη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής την απέρριψαν.

Από εκεί και πέρα βεβαίως οι επιμέρους συγκλίσεις και πρωτοβουλίες που ελπίζω στο μέλλον να αφορούν και σε άλλες πολιτικές δυνάμεις πρέπει να είναι ανοικτές στο ενδεχόμενο επίτευξης βαθύτερης προγραμματικής συμφωνίας ή και εκλογικής συνεργασίας.

Το ζήτημα είναι εάν εργαζόμαστε με απεύθυνση σε όλους για να δημιουργηθούν αυτές οι προϋποθέσεις ή εάν προκαταρκτικά αποκλείουμε τις δυνάμεις που μας υποδεικνύουν για δικούς τους λόγους το ΚΚΕ και το ΜΕΡΑ 25, επικαλούμενα αυτά τα κόμματα την πολιτική συνευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ για την κρίση και τη διαχείριση της.

Το «όλοι ίδιοι είναι» έχει κυρίως απεύθυνση και προς τη Νέα Αριστερά παρότι έγινε μια συλλογική δημόσια και έντιμη κριτική ανασκόπηση από την πλευρά μας για όλη την προηγούμενη πολιτική περίοδο από το ’15 μέχρι το ’23.

Η Ζωή Κωνσταντοπούλου; Την συμπεριλαμβάνετε στο χώρο της προοδευτικής διακυβέρνησης;

Η Πλεύση Ελευθερίας έχει επιλέξει και καλλιεργεί από κοινού με τον κ. Μητσοτάκη, ως ένα νέο «συγκρουσιακό», απολύτως συστημικό δίπολο που εντέλει στοχεύει στο να μην υπάρξει εναλλακτική προοδευτική λύση. Προφανώς βεβαίως δεν έχει εκδηλώσει και ποτέ καμία διάθεση για συνεργασίες χρησιμοποιώντας την ίδια ρητορική για «μνημονιακό ξέπλυμα».

Αλήθεια κ. Πρόεδρε αν υπάρξει τελικά εκλογικός συνασπισμός της προοδευτικής αντιπολίτευσης υποψήφιος πρωθυπουργός ποιο πρόσωπο θα είναι;

Γνωρίζετε ότι υποστηρίζω διαχρονικά τις συλλογικές προσπάθειες της Αριστεράς με τη σφραγίδα της κοινωνίας και όχι την «προσμονή» του Μεσσία, που «θα τα αλλάξει όλα», εκδοχή άλλωστε που πρόσφατα δοκιμάστηκε με τον κ. Κασσελάκη στον ΣΥΡΙΖΑ.

Οτιδήποτε άλλο αυτή τη στιγμή θα ήταν μια προπετής προσέγγιση σε ένα πολύ σοβαρό θέμα.

Τελευταία φουντώνουν οι φήμες περί επανόδου του Αλέξη Τσίπρα στην κεντρική πολιτική σκηνή. Τι εκτιμάτε; Μπορεί να είναι ο Αλέξης Τσίπρας ο ρυθμιστής των εξελίξεων;

Ο Αλέξης Τσίπρας είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ όλο αυτό το διάστημα, έχει τακτικές διεθνείς παρουσίες και κάνει δημόσιες παρεμβάσεις μέσω των εκδηλώσεων του Ινστιτούτου. Δεν έχει εκδηλώσει οποιαδήποτε άλλη διάθεση και δεν έχει συμμετάσχει μέσα στο Κοινοβούλιο στις σκληρές αντιπαραθέσεις που έχουν σφραγίσει αυτό το διάστημα την πολιτική ζωή του τόπου. Προφανώς επίσης γνωρίζει ότι και η δικιά του προσφορά και διαδρομή είναι σε κρίση μέσα στο χώρο της Αριστεράς και ως μέρος του προβλήματος που οδήγησε και στην πολυδιάσπαση της παράταξης μας.

Βασίλης Σκουρής
DNEWS