Την 1η Οκτωβρίου 1949, ο πρόεδρος Μάο τσε Τουνγκ, μπροστά στην πύλη της Απαγορευμένης Πόλης του Πεκίνου, κήρυξε την «ημέρα απελευθέρωσης» της Κίνας, εγκαθιδρύοντας τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, με πρωτεύουσα το Πεκίνο. O «Μεγάλος Τιμονιέρης» εφάρμοσε 5ετή πλάνα, με το «Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός» (1958), ενώ το 1966 προχώρησε στην Πολιτιστική Επανάσταση. Μετά τον θάνατο του Μάο (1976) ο «πραγματιστής» Ντιεν Ξιαοπίνγκ θα πάρει τα ηνία της χώρας.
Οι μεταρρυθμίσεις και η πολιτική «ανοιχτών θυρών» του Ντιεν Ξιαοπίνγκ έθεσαν τα θεμέλια για ισχυρή οικονομική και βιομηχανική ανάπτυξη, με το κράτος σε κυρίαρχη θέση στην οικονομία. Ενώ το εμπόριο και οι επενδύσεις ελευθερώθηκαν σταδιακά, οι χρηματοοικονομικές ροές παρέμειναν υπό αυστηρό κρατικό έλεγχο. Η κυβέρνηση προσδιόρισε την «γεωγραφία της παραγωγής», μέσω του ανοίγματος των Ειδικών Οικονομικών Ζωνών.
Τα τελευταία 40 χρόνια, με μεταρρυθμίσεις και ανοίγματα, η Κίνα έχει επιτύχει εκπληκτικά αποτελέσματα –τόσο στην αύξηση του ΑΕΠ, όσο και στη βιομηχανική ανάπτυξη, με στρατηγικές προσαρμοσμένες στις μεταβαλλόμενες συνθήκες του κοινωνικοοικονομικού πλαισίου. Η πρώτη φάση της βιομηχανικής ανάπτυξης βασίστηκε στο φθηνό εργατικό δυναμικό, αλλά και στα χαμηλά περιβαλλοντικά πρότυπα, που μείωσαν το κόστος παραγωγής και ευνόησαν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των κινεζικών προϊόντων. Οι εξαγωγές έγιναν ο κύριος μοχλός της οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας.
Στις αρχές του 2000, η είσοδος στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) έκανε την Κίνα μια πλήρως παγκοσμιοποιημένη χώρα, προσελκύοντας ξένες επενδύσεις απ’ όλο τον κόσμο. Αυτή η αλλαγή συνοδεύτηκε από την πολιτική Go Global που στήριξε τη διεθνοποίηση των κινεζικών εταιρειών, η οποία ξεκίνησε το 2000 και αργότερα ενσωματώθηκε στο 11ο πενταετές πρόγραμμα (2006 – 2010).
Η κρίση του 2008 και η συνακόλουθη μείωση της διεθνούς ζήτησης αποτέλεσαν το πρώτο σημαντικό σημείο καμπής στην προσέγγιση της Κίνας για την οικονομική ανάπτυξη, εντοπίζοντας τις ευκαιρίες ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας όχι μόνο στις εξαγωγές, αλλά και στην επέκταση της εγχώριας αγοράς. Οι επενδύσεις σε υποδομές και κατασκευές ήταν καθοριστικές για τη στήριξη της σταθερής και γραμμικής ανάπτυξης.
Αλλά και η κινεζική κοινωνία είχε υποστεί βαθιές αλλαγές. Η σταδιακή αύξηση της ευημερίας του πληθυσμού συνδέθηκε με την αυξανόμενη ζήτηση για εκπαίδευση, υγεία, κινητικότητα, ελεύθερο χρόνο, ποιότητα τροφίμων, καταπολέμηση φτώχειας και περιβαλλοντική βιωσιμότητα.
Στην εποχή του προέδρου Σι
Η έλευση του Σι Τζινπίνγκ το 2013 ήταν καταλυτική σε αυτή τη μετάβαση. Ο Σι, το 2015, δρομολόγησε το σχέδιο Made in China 2025 με διαρθρωτικές αλλαγές στη βιομηχανία, στους θεσμούς και στην κοινωνία. Ζητούμενο, μια αναπτυξιακή πορείας προσανατολισμένη στη βιωσιμότητα και την ποιότητα, με βιομηχανίες υψηλής προστιθέμενης αξίας, λιγότερο ενεργοβόρες, προηγμένες υπηρεσίες, ευημερία του πληθυσμού, περιβαλλοντική προστασία και μείωση των ανισοτήτων.
Το 13ο Πενταετές Πρόγραμμα (2016 – 2020) σκιαγράφησε τις γραμμές δράσης για τις αναμενόμενες αλλαγές. Δόθηκε έμφαση στην ποιοτική ανάπτυξη της παρουσίας στο εξωτερικό, καθιστώντας σαφή τόσο την ανάγκη παρακολούθησης της διεθνούς δραστηριότητας των κρατικών επιχειρήσεων (SOE), όσο και τη σημασία της υπογραφής διμερών συνθηκών για την προστασία των συμφερόντων των κινεζικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό.
Το «Σχέδιο Τεχνητής Νοημοσύνης Επόμενης Γενιάς» (2017) διατύπωσε με σαφήνεια τη φιλοδοξία της χώρας: να γίνει το «πρωταρχικό κέντρο καινοτομίας τεχνητής νοημοσύνης στον κόσμο» έως το 2030. Η υλοποίηση του προσέλκυσε τα κεφάλαια της παγκόσμιας τεχνολογικής ελίτ. Η Κίνα προηγείται της ΕΕ και των ΗΠΑ στη χρήση τεχνητής νοημοσύνης. Η Goldman Sachs Research προβλέπει ότι η Κίνα θα επιτύχει πλήρη εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης σε οικονομία και κοινωνία μέσα στα επόμενα 15 χρόνια.
Το Σχέδιο Made in China 2025 έθεσε τα θεμέλια για έναν ριζικό μετασχηματισμό της βιομηχανικής βάσης, μέσω της ψηφιοποίησης των εγχώριων επιχειρήσεων και των αλυσίδων αξίας, της αναδιάρθρωσης και της παγκοσμιοποίησης της μεταποίησης και των υπηρεσιών.
Μεταξύ των κοινωνικών προβλημάτων, τα πιο σημαντικά είναι η μείωση και η γήρανση του πληθυσμού, το έλλειμμα δημοκρατίας, η διαφθορά και οι ανισότητες. Τα τελευταία σαράντα χρόνια έχουν βγει από τη φτώχεια 800 εκατ. άνθρωποι, αλλά οι οικονομικές ανισότητες έχουν αυξηθεί: το 10% του πληθυσμού κατέχει πλέον πάνω από το 65% του συνολικού πλούτου.
Το 2021 σηματοδοτεί την έναρξη του 14ου Πενταετούς Σχεδίου της Κίνας (2021 – 2025), όπου τίθενται τα θεμέλια για τη μετάβαση από μια μετρίως ευημερούσα κοινωνία σε μια «σύγχρονη σοσιαλιστική χώρα». Στο επίκεντρο τρία σημεία: η μετάβαση από το ποσοτικό μοντέλο ανάπτυξης σε ποιοτικό, η διαχείριση εσωτερικών και εξωτερικών κινδύνων και η ισορροπία μεταξύ βραχυχρόνιων και μακροχρόνιων στόχων ανάπτυξης και διαρθρωτικών αλλαγών.
Η στρατηγική του προέδρου Σι ονομάζεται «Διπλής Κυκλοφορίας»: Πρόκειται για την αλληλεπίδραση και εξισορρόπηση μεταξύ εσωτερικής κυκλοφορίας (παραγωγή, διανομή, κατανάλωση εντός χώρας) που τροφοδοτείται από τον τεράστιο πληθυσμό με ποιοτική παραγωγή και την εξωτερική κυκλοφορία (εισροές/εκροές κεφαλαίων). Στόχος η προτεραιότητα στην εγχώρια κατανάλωση, για τη δημιουργία αποθέματος ικανού να μετριάσει την αστάθεια των παγκόσμιων αγορών, ενώ ταυτόχρονα παραμένει ανοιχτή σε διεθνές εμπόριο και επενδύσεις. Η βελτίωση της ικανότητας καινοτομίας της χώρας και η μείωση της εξάρτησης από τις ξένες αγορές, κυρίως από τη Δύση, είναι τα επίδικα. Στρατηγικός στόχος η τεχνολογική αυτάρκεια της Κίνας (πχ ημιαγωγοί).
Ηγετική η θέση της Κίνας σε ρομποτική, νέες τεχνολογίες πληροφοριών, βιοτεχνολογία, ιατρικό εξοπλισμό και πράσινη ενέργεια. Νέος στόχος η ανάπτυξη κβαντικών υπολογιστών, τα ανθρωποειδή ρομπότ, η πυρηνική σύντηξη και η βιοϊατρική. Η Κίνα εστιάζει στις διεθνείς επενδύσεις ως εργαλείο ανοίγματος, ιδιαίτερα προς τον Παγκόσμιο Νότο.
Η νομισματική πολιτική της άλλαξε σε «μετρίως επεκτατική» (2025), μετά από 14 χρόνια «επιφυλακτικής» στάσης: «θα εφαρμοστούν πιο ενεργητικές δημοσιονομικές πολιτικές, θα ενισχυθούν οι έκτακτες αντικυκλικές προσαρμογές και θα τονωθεί δυναμικά η κατανάλωση». Χαρακτηριστική η χορήγηση 143 δισ. δολαρίων στις μεγάλες κρατικές τράπεζες για στήριξη οικονομίας, αντιμετώπιση στέγης και ανεργίας των νέων. Επίσης η κυβέρνηση υποσχέθηκε να στηρίξει τις αγορές ακινήτων και χρηματιστηρίων το 2025, διατηρώντας παράλληλα τον στόχο της για 5% αύξηση του ΑΕΠ.
Διπολικός ή πολυπολικός κόσμος;
Ο εμπορικός πόλεμος και οι διπλωματικές εντάσεις με τις ΗΠΑ αποδεικνύουν την αποτελεσματικότητα τέτοιων πολιτικών και των διεθνών επιπτώσεων της αυξανόμενης κινεζικής επιρροής.
Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός και κατασκευαστής παγκόσμια. ΗΠΑ και Κίνα αντιπροσωπεύουν το 43% της παγκόσμιας οικονομίας. Ένας ολοκληρωτικός εμπορικός πόλεμος θα επιβράδυνε την ανάπτυξή τους (κίνδυνος ύφεσης των ΗΠΑ) και θα έβλαπτε τις οικονομίες όλων των χωρών με ισχνή παγκόσμια ανάπτυξη. Οι ΗΠΑ έχουν εμπορικό έλλειμμα με την Κίνα 295 δισ. δολάρια το 2024 (όχι 1 τρισ. που δηλώνει ο Τραμπ), ενώ οι κινεζικές εισαγωγές μειώθηκαν στο 13% (21% το 2016).
Το Πεκίνο αντιμετωπίζει ανταγωνιστικά την πολιτική δασμών του Τραμπ, αλλά προσεγγίζει άλλα κράτη για να σχηματίσει ενιαίο μέτωπο και να αναγκάσει την Ουάσιγκτον να υποχωρήσει, έχοντας ως κύριο όπλο την αγορά ομολόγων. Η επίδραση των δασμών αναμένεται να επηρεάσει την κινέζικη οικονομία ως 0,5% του ΑΕΠ της. Η Κίνα έχει κεντρικό ρόλο στη επεξεργασία ζωτικών μετάλλων για τη βιομηχανία και στο απόθεμα σπάνιων γαιών και μπορεί να αποκλείσει τις εξαγωγές προς ΗΠΑ. Εάν παραμείνουν σε ισχύ οι υψηλοί δασμοί, πολλές αμερικανικές εταιρείες δεν θα μπορούν πλέον να ανταγωνίζονται στην αγορά της Κίνας.
Η αμερικανική ελίτ αρχικά είδε τους δασμούς ως αντιστάθμισμα, προκειμένου να αποκομίσει άλλα οφέλη από τον Τραμπ, (επιδοτήσεις, χαλαρή αντιμονοπωλιακή νομοθεσία, μείωση φορολογίας). Όμως η κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου έσπειρε φόβους ότι τα οικονομικά και επιχειρησιακά μοντέλα πλέον είναι απρόβλεπτα. Ο κίνδυνος στασιμοπληθωρισμού και τα υψηλά επιτόκια δεν βοηθούν τις ΗΠΑ (ύφεση, αναχρηματοδότηση του χρέους). Η «νικηφόρα οικονομική επανάσταση» του Τραμπ δεν πείθει.
Βάσει των παραπάνω, είναι πολύ πιθανή μια συμφωνία αποκλιμάκωσης της έντασης ΗΠΑ – Κίνας.
Η κατάκτηση αγορών και σφαιρών επιρροής έφερε αναπόφευκτα την σύγκρουση ΗΠΑ – Κίνας, όχι μόνο οικονομικά, αλλά και γεωπολιτικά (Ταιβάν, Ασία – Ειρηνικός, αρκτικός διάδρομος, διάστημα, Δρόμοι του Μεταξιού). Οι ολικές συμφωνίες Κίνας – Ρωσίας και η δημιουργία και επέκταση των BRICS όξυναν τη σύγκρουση. Η μεταβατική περίοδος, από την αμφισβήτηση της αμερικανικής κυριαρχίας στη δημιουργία ενός παγκόσμιου πολυπολικού συστήματος, καθορίζεται ουσιαστικά από τις σχέσεις Ουάσιγκτον – Πεκίνο.