Το κρίσιμο Γιούρογκρουπ της περασμένης Δευτέρας κατέληξε σε κάποιες αποφάσεις. Πώς κρίνεις συνολικά το αποτέλεσμά του;
Δεν καταφέραμε να ικανοποιήσουμε το στόχο μας, που ήταν η διευκρίνιση του οδικού χάρτη από εδώ και πέρα, όμως πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η απόφαση αυτή προέκυψε κατόπιν αλλεπάλληλων παρεμβάσεων, στα όρια του βέτο, από την πλευρά της Γερμανίας, και ιδιαίτερα του κ. Σόιμπλε. Αυτό που καταφέραμε είναι να οριστεί ένα πλαίσιο, το οποίο θα πρέπει η κυβέρνηση να αξιοποιήσει ως το τέλος της δεύτερης αξιολόγησης, έτσι ώστε να μην υπάρξουν δυσμενείς εξελίξεις. Βεβαίως υπάρχουν κάποια θετικά σημεία, που δεν πρέπει να υποτιμούμε, και αυτά αφορούν τη συγκεκριμενοποίηση των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, καθώς και το γεγονός ότι αφενός η διαπραγμάτευση για τα πλεονάσματα μετά το 2018 παραμένει ανοιχτή και αφετέρου συνεχίζεται η διαπραγμάτευση για το ζήτημα της λήψης επιπλέον δημοσιονομικών μέτρων, που αποτελεί τον πυρήνα της αντιδικίας ΔΝΤ και ευρωπαϊκών θεσμών. Η κύρια επιδίωξή μας, από εδώ και πέρα, είναι να υπάρξουν εγγυήσεις από όλες τις πλευρές ότι στα μέσα ή προς το τέλος του 2017 η χώρα θα μπορέσει να βγει στις αγορές με βιώσιμα μικρά επιτόκια και επομένως –με δεδομένο ότι θα έχουμε ενταχθεί στην ποσοτική χαλάρωση (QE)– το πρόσημο της ανάπτυξης θα αποτελέσει βασικό συστατικό της πορείας της οικονομίας.
Τα πλεονάσματα του 3,5% του ΑΕΠ είναι ένας στόχος που από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο έχει χαρακτηριστεί ως «παράλογη απαίτηση». Πώς θα μπει η χώρα στο δρόμο της ανάπτυξης, με μια τέτοια δέσμευση;
Η άποψη του Ευκλείδη Τσακαλώτου ότι δεν μπορούμε να δεχθούμε τη δέσμευση πως για τα επόμενα δέκα χρόνια θα στοχεύουμε σε ένα πλεόνασμα του 3,5% είναι προφανής και αυτονόητη. Ακόμα πιο σημαντική είναι η πρόταση που έχει εκφράσει και αφορά τη μείωση του στόχου στο 2,5% με τη δέσμευση το 1% να διατεθεί υπέρ της ανάπτυξης. Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε η κυβέρνηση να την υπερασπιστεί πολιτικά, αλλά και επί της ουσίας θα αποτελούσε ένα προωθητικό εργαλείο ώστε να διαμορφωθούν οι εξελίξεις στην οικονομία. Οτιδήποτε άλλο δεν συνιστά λύση, ούτε βεβαίως αποτελεί εφαρμογή της περσινής συμφωνίας, διότι ας μην ξεχνάμε πως αυτή εμπεριείχε ως κρίσιμο στοιχείο το αναπτυξιακό δεδομένο. Επομένως, οτιδήποτε δεν ενθαρρύνει ευθέως την ανάπτυξη, και μάλιστα με κοινωνικό πρόσημο, όταν ποσοτικοποιείται μπορεί να οδηγήσει μονάχα σε ύφεση και αποτυχία του προγράμματος.
Όταν ολοκληρώθηκε η πρώτη αξιολόγηση υπήρξε η εκτίμηση πως η επόμενη δεν θα αντιμετωπίσει τις ίδιες δυσκολίες. Φαίνεται, όμως, πως διαψεύστηκαν αυτές οι προσδοκίες. Που οφείλεται αυτό;
Είναι φανερό ότι υπήρχαν δύο δεδομένα όταν κάναμε αυτή την εκτίμηση. Από τη μια είναι το τυπικό δεδομένο πως είχαν προσδιοριστεί τα μέτρα και οι μεταρρυθμίσεις που θα αφορούσαν τη δεύτερη αξιολόγηση. Μάλιστα, αυτά έχουν ικανοποιηθεί από την ελληνική κυβέρνηση και έχουν ενταχθεί σε τέσσερα νομοσχέδια που θα κατατεθούν προς ψήφιση τις επόμενες μέρες. Από την άλλη, εκτιμούσαμε πως θα είχε επιλυθεί η σύγκρουση ΔΝΤ και ΕΕ. Αυτό δεν συνέβη, ίσως λόγω και των εξελίξεων στις ΗΠΑ και την Ευρώπη.
Απεναντίας, έχουμε σύγκλιση του ΔΝΤ στις θέσεις της Γερμανίας…
Ακριβώς. Μάλιστα, το ΔΝΤ, διά του κ. Τόμσεν, επέδειξε μη αναμενόμενα σκληρή στάση στο Γιούρογκρουπ, απαιτώντας επιβολή δημοσιονομικών μέτρων και δέσμευση για πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για τα επόμενα χρόνια. Διαφαίνεται μια σύζευξη ΔΝΤ και ΕΕ, η οποία είναι στην αντίθετη κατεύθυνση από τον οδικό χάρτη που πιστοποιήθηκε από την περσινή συμφωνία και η οποία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από καμία ελληνική κυβέρνηση.
Με αυτά τα δεδομένα, ποια είναι τα όρια της ελληνικής διαπραγματευτικής πλευράς;
Νομίζω πως αυτά έχουν αποσαφηνιστεί εδώ και καιρό. Όσον αφορά τα εργασιακά, δεν υποχωρούμε πίσω από το ευρωπαϊκό κεκτημένο, ως προς το ζήτημα των συλλογικών συμβάσεων. Σχετικά με τα πλεονάσματα, σε όλους τους τόνους έχουμε κάνει σαφές πως δεν αποτελεί βιώσιμη λύση ο πολυετής στόχος για πλεονάσματα της τάξης του 3,5% και γι’ αυτό επιμένουμε στην υιοθέτηση της πρότασης για 2,5% συν 1%.
Όπως προέκυψε από το Πολιτικό Συμβούλιο του ΣΥΡΙΖΑ, τις επόμενες μέρες θα υπάρξουν πολιτικές πρωτοβουλίες, που θα κινηθούν σε αυτά τα όρια που ανέφερες. Ποιος είναι ο σχεδιασμός; Ειδικότερα όταν ο κ. Σόιμπλε επαναφέρει θέμα Grexit.
Στις 15 Δεκεμβρίου θα πραγματοποιηθεί η ετήσια Σύνοδος Κορυφής. Η συνάντηση αυτή αποτελεί χρυσή ευκαιρία για να υπάρξουν επαφές με τις δυνάμεις που διαφοροποιούνται από τη γραμμή του κ. Σόιμπλε και πλέον ο συσχετισμός δυνάμεων δεν είναι αυτός που αντιμετωπίσαμε το 2015, όταν αναγκαστήκαμε να υπογράψουμε τη συμφωνία. Σε δηλώσεις του ο κ. Σόιμπλε τονίζει πως δύο φορές –το 2012 και το 2015– έθεσε ζήτημα Grexit και τώρα το επαναφέρει στο τραπέζι. Όμως, ο κ. Σόιμπλε, αν και κυρίαρχος, είναι πια απομονωμένος και αυτή είναι πολύ σημαντική διαφορά με τις προηγούμενες φάσεις της διαπραγμάτευσης.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην Ιταλία φαίνεται πως δεν επηρέασε την ατζέντα του Γιούρογκρουπ της Δευτέρας. Γιατί εκτιμάς πως συνέβη αυτό;
Κατά τη γνώμη μου, οι ευρωπαίοι ηγέτες θέλουν πρώτα να εκτιμήσουν την κατάσταση και ύστερα να τη θέσουν στο τραπέζι των συζητήσεων. Κάτι αντίστοιχο βλέπουμε να συμβαίνει και στη διαχείριση της διαδικασίας υλοποίησης του Brexit. Από αυτή τη στάση, γίνεται κατανοητή η αμηχανία και η αποσταθεροποίηση που υπάρχει στην Ευρώπη.
Παράλληλα, φαίνεται πως υπάρχει διέξοδος στις διαπραγματεύσεις για την επίλυση του κυπριακού. Πώς κρίνεις αυτές τις εξελίξεις;
Θεωρώ θετική την εξέλιξη της απόφασης της κυπριακής κυβέρνησης για προσδιορισμό ημερομηνιών για την πολυμερή και για το ότι θα προηγηθεί διμερής συνάντηση μεταξύ Τσίπρα και Ερντογάν. Πλέον η καθυστέρηση στην επίλυση του κυπριακού οφείλεται στην τουρκική πλευρά, διότι ο Ερντογάν έχει το βλέμμα του στο Χαλέπι. Γι’ αυτό αναφέρεται με αυτόν τον προκλητικό τρόπο στη Συνθήκη της Λωζάνης, μια συμφωνία που χάραζε τα σύνορα και στη Μέση Ανατολή.
Για να επιστρέψουμε στην ελληνική διαπραγμάτευση, ο πρωθυπουργός όπως και ο υπουργός Οικονομικών διεμήνυσαν πως η επιμονή στη λήψη μέτρων μπορεί να πυροδοτήσει πολιτικές εξελίξεις. Είναι πράγματι ένα ενδεχόμενο;
Όπως είπε και ο Γιάννης Δραγασάκης, εργαζόμαστε για να ισχύσει και να ισχυροποιηθεί ο οδικός χάρτης που έχει συμφωνηθεί. Αυτό είναι τοplan A και είναι το μοναδικό πλάνο της κυβέρνησης. Θεωρούμε απευκταία οποιαδήποτε άλλη ενδεχόμενη πολιτική εξέλιξη, καθώς θα επιβαρύνει παρά θα διευκολύνει την επίτευξη του στόχου της εξόδου της χώρας στις αγορές.
Ακούσαμε με προσοχή το διάγγελμα του πρωθυπουργού την περασμένη Πέμπτη, το οποίο προκάλεσε εύλογους συνειρμούς για πρόωρες εκλογές, ειδικά ως προς την κριτική που άσκησε στους δανειστές για τη στάση τους κατά τη διαπραγμάτευση. Πώς το σχολιάζεις;
Το πακέτο ενίσχυσης εν είδει 13ης σύνταξης προς τους συνταξιούχους, που ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός την Πέμπτη, είναι ενδεικτικό της συνεπούς μεροληπτικής υπέρ των αδυνάτων και ευπαθών ομάδων στάσης της Κυβέρνησης. Η επιλογή αυτή δίνει το σήμα ότι όταν υπάρχει υπεραπόδοση εσόδων και τα προσεχή έτη, θα υπάρχει η δυνατότητα για έκτακτες σοβαρές κοινωνικές ενισχύσεις. Σε ό,τι αφορά το 2017, η πολιτική αυτή συμπληρώνει την καθολική εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, όπως επίσης και της συνέχισης των προγραμμάτων για την ανθρωπιστική κρίση. Με αυτόν τον τρόπο εξισορροπούνται σε ένα βαθμό οι απώλειες, ιδιαίτερα για όσους θα αφαιρεθεί το ΕΚΑΣ το 2017. Το διάγγελμα του Πρωθυπουργού την περασμένη Πέμπτη δεν έχει καμία σχέση με εκλογές και δεν αποτελεί προπομπό που να οδηγούν σε αυτές.
Τις προηγούμενες μέρες συζητήθηκε ο προϋπολογισμός. Εμπεριέχει το στίγμα της αριστεράς;
Βεβαίως και το έχει. Καταρχάς προβλέπει τη μεταρρύθμιση του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, ένα πρόγραμμα που κοστολογήθηκε στα 750 εκατ. και δεν θα εφαρμοστεί πιλοτικά και δειγματοληπτικά, όπως έγινε επί Σαμαρά, αλλά σε πανελλαδικό επίπεδο. Μάλιστα, αυτό επετεύχθη χωρίς να πληγούν τα προνοιακά επιδόματα και είναι μια από τις θετικές εξελίξεις της διαπραγμάτευσης. Επίσης, προβλέπει αύξηση του προϋπολογισμού κατά 200 εκατ. στην παιδεία και κατά 300 εκατ. στην υγεία. Επιπλέον, παρατείνεται η εφαρμογή του προγράμματος αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης, ενώ μειώνονται σημαντικά οι αμυντικές δαπάνες στα 470 εκατ. Επομένως, το κοινωνικό πρόσημο του προϋπολογισμού είναι εμφανές και σε αυτό προστίθενται και τα δύο μέτρα που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός την Πέμπτη, η χορήγηση δηλαδή 13ηςσύνταξης και η αναστολή της αύξησης του ΦΠΑ στα νησιά που πλήττονται από την προσφυγική κρίση.
Πώς αποτιμάς το κυβερνητικό έργο αυτό τον ενάμιση χρόνο;
Το νομοθετικό κυβερνητικό έργο προχωρά πολύ πιο γρήγορα και επιλύει πολύ πιο ουσιαστικά ζητήματα, από ό,τι στο παρελθόν. Εκεί που υπάρχει φανερή υστέρηση, η οποία έχει επισημανθεί και από την ηγεσία της κυβέρνησης, είναι η ad hoc αντιμετώπιση ζητημάτων καθημερινότητας ή θεμάτων που αφορούν μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή περιοχή. Σε αυτούς τους τομείς θα δοκιμαστεί το νέο σχήμα της κυβέρνησης.
Ένα μεγάλο αγκάθι είναι και το προσφυγικό ζήτημα. Είδαμε τις συνθήκες διαμονής στα κέντρα, ενώ ανακοινώνεται η δημιουργία κλειστών κέντρων κράτησης. Την ίδια ώρα, διαφαίνεται πως το κλίμα αλληλεγγύης αφυδατώνεται και ενισχύονται οι ακραίες φωνές. Πώς πρέπει να αντιδράσουμε;
Σαφώς πρέπει να διασφαλιστούν απολύτως οι συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων και ταυτόχρονα να γίνει ένας ουσιαστικός διάλογος με τις τοπικές κοινωνίες, ώστε να στηριχθούν και έτσι να διαμορφωθεί και πάλι ένα κλίμα συναίνεσης και αποδοχής. Επομένως, πρέπει να αξιοποιήσουμε τη σοφία που έχουμε κατακτήσει στη διαχείριση του ζητήματος, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα πλήρως τα δικαιώματα των προσφύγων και μεταναστών. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να βλέπουμε τη μεγάλη εικόνα. Το ζήτημα δεν αφορά μονάχα την Ελλάδα. Αν δεν αλλάξει στάση η ΕΕ, τότε τα περιθώρια θα είναι πολύ στενά. Και δυστυχώς, μέχρι στιγμής, η στάση της ΕΕ σκληραίνει, απειλώντας πως θα εφαρμόσει τη Συνθήκη του Δουβλίνου. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, το προσφυγικό-μεταναστευτικό ζήτημα θα λάβει νέα τροπή.
Η επίσκεψη στο Καστελόριζο προκάλεσε την έντονη αντίδραση, ακόμα και μερίδας του κόμματος. Πώς σχολιάζεις αυτή την πρωτοβουλία;
Ήταν μια ατυχής ενέργεια, η οποία δεν συνάδει με τα θέσμια του κοινοβουλίου, καθώς ποτέ δεν έχει γίνει έξω από τη Βουλή συνεδρίαση κοινοβουλευτικής επιτροπής. Εκ του αποτελέσματος, υπήρξε γενικευμένο αρνητικό αίσθημα στον κόσμο της αριστεράς και όχι μόνο από την επίσκεψη αυτή μαζί με τους βουλευτές της Χρυσής Αυγής. Ωστόσο, ήταν προσωπική απόφαση του κάθε βουλευτή που παρέστη σε αυτό το ταξίδι ενημέρωσης να το κάνει και επομένως φέρει την ευθύνη.
Το σκεπτικό της απόφασης του ΣτΕ για την αδειοδότηση των καναλιών δεν έχει ακόμα εκδοθεί. Την περασμένη βδομάδα συνεδρίασε για πρώτη φορά το ΕΣΡ. Όμως, ακόμα έχει δεμένα τα χέρια. Τι πρέπει να γίνει;
Προβληματίζομαι για το ότι ενώ –και σωστά– σε χρόνο ρεκόρ συνεδρίασε το ΣτΕ για να καταλήξει σε απόφαση, έχουν περάσει έκτοτε μήνες και αυτή ακόμα δεν έχει δημοσιευτεί. Το ΕΣΡ, για να ξεκινήσει τη διαγωνιστική διαδικασία, για την οποία έχει δεσμευτεί η σύνθεσή του ότι θα κάνει και έχει και την υλική στήριξη της Βουλής, αλλά και του αρμόδιου υπουργού, χρειάζεται το σκεπτικό της απόφασης. Εάν καθυστερήσει πολύ ακόμα αυτή η διαδικασία, ο υπουργός θα υποχρεωθεί να κάνει νομοθετική παρέμβαση, διότι από 1.1.2016 τα κανάλια λειτουργούν χωρίς προσωρινή άδεια, αφού δεν παρατάθηκε το προσωρινό καθεστώς αδειοδότησης, σύμφωνα με το οποίο λειτούργησαν παράτυπα τα κανάλια τις προηγούμενες δεκαετίες.
Πηγή: Η Εποχή