Συνεντεύξεις

Νίκος Θεοχαράκης: Υπάρχουν πολλά που μπορούν να γίνουν σε ένα περιβάλλον τόσο προβληματικό

Τη συνέντευξη πήρε ο Παύλος Κλαυδιανός

Το καίριο ερώτημα ήταν πάντα αν η οικονομία ήλθε σε ένα τέτοιο σημείο που να μπορεί, πατώντας σε στέρεες βάσεις, να βγει από το τούνελ. Με την τελευταία απόφαση του Eurogroup προσεγγίζουμε αυτές τις προϋποθέσεις;
Δεν πιστεύω ότι η τελευταία απόφαση του Eurogroup δημιούργησε αυτές τις προϋποθέσεις. Ουσιαστικά όλα τα εμπλεκόμενα μέρη είναι σαν να προσποιούνται ότι το πρόγραμμα λιτότητας απέδωσε τελικά, ότι εφόσον η Ελλάδα υποχρεώθηκε να παραδεχθεί ότι αν έκανε τις «σωστές» μεταρρυθμίσεις και αποδεχόταν αυτά που της έλεγαν από την αρχή οι θεσμοί, θα έμπαινε τελικά σε μία διαδικασία που την γυρνάει στο δρόμο της αρετής. Βλέπεις όλους αυτούς τους αξιωματούχους της τρόικας, οι οποίοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι τέτοιου είδους συμφωνίες καταδικάζουν την ελληνική οικονομία σε μια λιτότητα από την οποία δεν μπορεί να βγει, να επαίρονται για την επιτυχία του προγράμματος. Ενώ καταδικάζεται ο λαός και η οικονομία σε ένα καθοδικό σπιράλ φόρων και χαμηλών κοινωνικών δαπανών, οι εκπρόσωποι των δανειστών λένε την ίδια στιγμή ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο και ότι η ανάπτυξη επιστρέφει και δίνουν συγχαρητήρια στον εαυτό τους και στην ελληνική κυβέρνηση. Στην πραγματικότητα ήμασταν στη φυλακή και τώρα είμαστε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Διότι το χρέος, που η μείωσή του ήταν απαραίτητος όρος προκειμένου να μπει η οικονομία στο σωστό δρόμο, δεν μειώθηκε ούτε απόλυτα, που θα ήταν το σωστό, ούτε σε όρους παρούσας αξίας. Αυτό φαίνεται από το ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα που μας ζητούν δεν διαφέρουν από τα προηγούμενα, ενώ αν το χρέος είχε μειωθεί θα είχαν μειωθεί και αυτά. Μάλιστα, αν υπέθεταν ότι το ΑΕΠ θα μεγεθυνόταν και αυτό περισσότερο, πάλι το πρωτογενή πλεονάσματα θα ήταν μικρότερα. Το χρέος, όμως, λόγω της εμμονής και της επιμονής των Γερμανών και των δορυφόρων τους μειώθηκε.

Όλα όσα αποφασίστηκαν στις 21 Ιουνίου δεν συνιστούν ελάφρυνση του χρέους;
Δεν συνιστούν ελάφρυνση, απλά γίνεται μια αναδιάρθρωση η οποία, όμως, σε όρους παρούσας αξίας, δεν είναι διαφορετική. Υπήρξε ένα τράτο για δέκα χρόνια αλλά μετά θα τα πληρώσουμε. Το μόνο που έκανε είναι ότι σε μια περίοδο δέκα ετών οι υποχρεώσεις της χώρας να πληρώνει δόσεις έχουν σαφώς μειωθεί.

Μην ξεχάσουμε, όμως, συζητώντας για το χρέος, ότι από τα περυσινά βραχυπρόθεσμα μέτρα υπολογίζεται ότι το χρέος μειώθηκε κατά 25 ποσοστιαίες μονάδες.
Nα πούμε, εδώ όπως λένε οι Άγγλοι, το «πολύ λίγο, πολύ αργά». Η οικονομία δεν πρόκειται να ανασάνει ουσιαστικά. Διότι πρώτον το ζήτημα του χρέους δεν έχει λυθεί. Η ΕΚΤ θα κάνει τη δική της ανάλυση για τη βιωσιμότητα του χρέους και δεν πρόκειται να δώσει waiver (εξαίρεση ελληνικών ομολόγων ούτως ώστε να υπολογίζονται ως ενέχυρα) ούτε QE (ποσοτική χαλάρωση).

Όχι, δεν απέκλεισε τίποτε, είναι ανοικτό.
Δεν το δέχθηκε από την αρχή. Πάντως, εφόσον δόθηκε μια δεκαετία, έπρεπε να δοθεί η δυνατότητα για waiver και QE για το διάστημα αυτό, ώστε να πάρει μια ανάσα η οικονομία, αν ενδεχομένως μπορούσε κάτι να σωθεί. Το δε ΔΝΤ εμμένει στην άποψή του για τη βιωσιμότητα του χρέους, αλλά παραμένει μέσα για να μας δίνει την τεχνοκρατική «εμπειρία» του κατά της εργατικής τάξης. Θα ήταν διαφορετικά, κάπως, αν αυτή τη δεκαετία μπορούσαμε να γλυτώσουμε από την επιτήρηση ώστε να μπορούμε να πάρουμε κάποια μέτρα τα οποία και θα ανακουφίσουν τις τάξεις που δέχθηκαν το μεγαλύτερο βάρος της λιτότητας, να φτιάξουμε ένα πλαίσιο εργασιακών σχέσεων που να είναι διαφορετικό, να κάνουμε έργα υποδομής για να ωθήσουν την οικονομία κτλ. Τώρα θα έχουμε την τριμηνιαία εποπτεία. Η δυνατότητα άσκησης αυτόνομης οικονομικής πολιτικής έχει σε μεγάλο βαθμό περιοριστεί.

Σε σχέση με όσα αναφέρονταν πριν, τελικά η εποπτεία είναι χαλαρότερη και οι αιρεσιμότητες αφορούν μέρος μόνο των μέτρων, π.χ. την επιστροφή κερδών και τη σταθεροποίηση επιτοκίων. Δεν μετρά αυτό; Ήδη η κυβέρνηση μελετά πώς θα διαθέσει το υπέρ-πλεόνασμα, το μέρος άνω του 3,5%.
Ναι, αλλά η πολιτική να πετυχαίνεις πλεόνασμα 3,5% για να το διαθέτεις μετά, συμπιέζει την οικονομία. «Να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι». Αν θέλει κάποιος να επενδύσει στη χώρα, στ’ αλήθεια και όχι για να αρπάξει ένα κομμάτι δημόσιας περιουσίας, όταν ξέρει ότι έχεις μια οικονομική πολιτική που δεν πρόκειται να οδηγήσει σε μια σοβαρή ανάπτυξη, κάνει την πρόβλεψη ότι ή θα φορολογήσεις στο μέλλον περισσότερο τις επιχειρήσεις ή τους δυνάμει πελάτες του.

Τα δημοσιονομικά, όμως, αποτελέσματα βαθμιαία αλλάζουν, σχεδιάζονται ήδη και κάποιες μειώσεις φόρων.
Η κατανάλωση, όμως, παραμένει σταθερή και ενδεχομένως πτωτική. Ο κόσμος τρώει από τις αποταμιεύσεις του. Το ΑΕΠ, σύμφωνα με το υπόδειγμα του ΚΕΠΕ, προβλέπεται να αυξηθεί κατά 2,1% το 2018. Εάν η οικονομία είχε μπει σε σωστό δρόμο και έβλεπε κανείς μεγάλη προοπτική, θα περίμενε πολύ μεγάλη μεγέθυνση από μια οικονομία που έχει βυθισθεί τόσο χαμηλά.

Ναι, όμως έχεις μια δεκαετία όπου υπάρχει ορατότητα. Και ως προς τα δημοσιονομικά και για τις δανειακές σου ανάγκες. Αυτό είναι ικανό, μπορεί να αξιοποιηθεί;
Οι αγορές αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένες να σε δανείσουν κάτω από 4%.

Μα ήδη χτυπάει κάτω από το 4% το δεκαετές ομόλογο.
Ναι, είναι σαφές ότι από το 5.17% που είχαμε στις 29 Μαΐου και το 4,94% που είχαμε στις 19 Ιουνίου – λίγο πριν τη συμφωνία – τώρα χτυπήσαμε το 3,86% στις 13 Ιουλίου.  Σήμερα στις 13 Ιουλίου είναι η πρώτη φορά που πήγε κάτω από το 4% για πολλά χρόνια.  Οι αγορές όντως έχουν ανταποκριθεί θετικά.  Αλλά οι αγορές είναι εξαιρετικά ευμετάβλητες. Επίσης τα επιτόκια των περισσοτέρων χωρών είναι σχεδόν μηδενικά, άρα το 4% είναι όλο το ασφάλιστρο του κινδύνου, το risk premium. Ύστερα, έχεις ένα τεράστιο χρηματοοικονομικό πρόβλημα αυτή τη στιγμή. Ναι μεν οι τράπεζες πέρασαν τα τεστ, αλλά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι, πάντα, πρόβλημα. Οι αναδιαρθρώσεις των δανείων από τις τράπεζες, που παίρνουν οι επιχειρήσεις γίνονται με πολύ υψηλά επιτόκια που τις κάνουν ζημιογόνες. Ούτε σε άλλους τομείς, όπως παιδεία, υγεία, σου επιτρέπουν να κάνεις κάτι σημαντικό. Θεωρώ, λοιπόν, ότι είναι εξαιρετικά πρόωρο για εορτασμούς.

Ούτε και η κυβέρνηση εορτάζει, τουλάχιστον όπως την εκφράζει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος. Για νέες δυνατότητες μιλάει, να σταθούμε στα πόδια μας, να μπορούμε να φτιάξουμε μια οικονομία σε στέρεες βάσεις. Η κρίση, βέβαια, δεν έχει περάσει ακόμη. Αυτό το 2,3%, ωστόσο, άνοδος του ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο δεν λέει τίποτε;
Η πρόγνωση του ΚΕΠΕ ήταν για 2,4% το πρώτο τρίμηνο και 1,6% το δεύτερο τρίμηνο του 2018.  Μπορεί το 2019 να έχει μεγέθυνση του 2%. Αλλά τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη δεν έχουν αλλάξει. Ακόμα και σε επίπεδο πρόσληψης ή και προσδοκιών δεν έχουν γίνει μεταβολές. Το χρηματιστήριο, π.χ., δεν έχει κουνηθεί ούτε έχουν μπει ξένοι επενδυτές σε αυτό.

Υπάρχουν, όντως, κάποιες δυνατότητες τώρα, μεγαλύτερες από πέρυσι που μπορούμε να εκμεταλλευθούμε ή είμαστε παγιδευμένοι; Ή μπορεί να επιτευχθεί με κάποιες προϋποθέσεις;
Να το πούμε διαφορετικά. Εάν άλλαζε η κυβέρνηση και ερχόταν η άλλη πλευρά που λέει ότι «η ιδιωτική οικονομία από μόνη της μπορεί να σπρώξει την οικονομία και θα κάνουμε τις αλλαγές εκείνες που δεν τολμούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να κάνει», εκεί πραγματικά θα έχεις μια οικονομία που αλλοίμονο σε όποιον δουλεύει για να ζήσει. Δεν έχω καμιά αμφιβολία, δηλαδή, ότι αυτοί οι οποίοι έχουν μέσα στην καρδιά τους το μνημόνιο, όταν θα πάνε να εφαρμόσουν οποιοδήποτε κανόνα, θα είναι εξαιρετικά εκδικητικοί προς την εργατική τάξη και ότι θα χτίσουν μια δημόσια διοίκηση όπως την ξέραμε, δηλαδή εξαιρετικά ευνοιοκρατική. Με την ευκαιρία να πω ότι όσα λέγονται για κομματικό κράτος του ΣΥΡΙΖΑ κτλ είναι ανοησίες. Ούτε διώξεις έκανε ούτε τίποτε. Το κράτος είναι ακόμα στα χέρια, κυρίως, του βαθέος ΠΑΣΟΚ με «σύνδρομο Στοκχόλμης». Δηλαδή πιο κοντά στους τροϊκανούς παρά στην ελληνική κυβέρνηση! Από την άλλη μεριά, όμως, η ελληνική οικονομία έχει μείνει μέσα στο δόκανο της λιτότητας που επιβάλλουν οι θεσμοί, ο κάθε θεσμός μάλιστα με τις δικές του ιδιαιτερότητες. Όλοι μαζί θέλουν να φανεί ότι τελικά κατάφεραν να πείσουν τους Έλληνες ότι το πρόγραμμα ήταν πάντα δίκαιο, ότι η λιτότητα δούλεψε. Δεν δούλεψε, όμως.

Αυτό το διάστημα 10 – 15 ετών τι θα μπορούσε μια χώρα όπως η Ελλάδα, σ’ αυτές τις συνθήκες, να κάνει; Τι θα έπρεπε να κάνει;
Η χώρα, επειδή ακριβώς είναι στην ΕΕ, δεν μπορεί, π.χ. να κάνει μια αναπτυξιακή τράπεζα ή να προγραμματίσει την οικονομία. Επιχείρησε και ακόμη συναντά εμπόδια. Θα μπορούσε, π.χ. να πάρει μέρος των περιουσιακών στοιχείων του υπερταμείου και να τα βάλει ως collateral σε μια αναπτυξιακή τράπεζα. Έγιναν, επίσης, προσπάθειες να φτιαχτεί, και φτιάχτηκε, ένα στρατηγικό αναπτυξιακό πρόγραμμα με παρεμβάσεις κι αυτό. Ό,τι, μ’ άλλα λόγια, έχει σχέση με κρατική παρέμβαση, δεν είναι αρεστό, εκτός αν είναι ιδιωτικοποίηση. Όταν το 2015 τους λέγαμε στη διαπραγμάτευση, ιδιωτικοποιήσεις, ναι, αλλά να συνοδεύονται με νέες επενδύσεις και αύξηση της απασχόλησης, απαντούσαν ότι αν αυτές γίνονται με βάση το δημόσιο συμφέρον τότε μειώνεις την αξία της πώλησης! Δηλαδή, δεν είχαν αναπτυξιακή λογική. Το χρέος μιας χώρας έπρεπε κατ’ ελάχιστον να υπόκειται σε ρήτρες που να εξαρτώνται από τη μεγέθυνση.

Αυτό, τελικά, δεν πέρασε, το λεγόμενο «γαλλικό κλειδί» απορρίφθηκε.
Δεν πέρασε. Ένα μεγάλο πρόβλημα που έχει η ΕΕ, συνολικά, είναι ότι ενώ γύρω μας χαλάει ο κόσμος, δεν αντιλαμβάνονται ότι αυτή η εμμονή σε μια λιτότητα, από μια γραφειοκρατία, η οποία πληρώνεται πέντε φορές περισσότερο από το μέσο Έλληνα δημόσιο υπάλληλο, η οποία καταφέρεται κατά της δικής μας γραφειοκρατίας, δεν οδηγεί πουθενά.  Νομίζουν ότι είναι δυνατόν να αποπληρώσουμε το χρέος όταν είμαστε σε «φυλακή δανειστών», που θυμίζει Ντίκενς. Αντιδρούν μετά, βέβαια, και μιλούν για λαϊκισμό, ότι εμφανίζονται εθνολαϊκισμοί. Κι αυτό, βέβαια, επειδή η Αριστερά μέσα από τον Μπλερ, τον Ρέντζι, τον Σρέντερ ουσιαστικά βρέθηκε και ανεπαρκής και εν μέρει εξωνημένη, ο κόσμος πια δεν εμπιστεύεται αυτούς που ενώ ήταν οι φυσικοί του σύμμαχοι αλλά έγιναν νεοφιλελεύθεροι, άλλοτε λάιτ, άλλοτε σκληρότεροι και από τους ορίτζιναλ.

Τα πλεονάσματα είναι βαριά και δεδομένα. Όμως, άρχισε ήδη να σχεδιάζονται, δειλά, αλλά συγκεκριμένα μέτρα χαλάρωσης της λιτότητας ή μέτρα ανάπτυξης στηριγμένα σε σταθεροποιημένη προοπτική ανόδου του ΑΕΠ και προϋπολογισμένο δημοσιονομικό χώρο. Αυτό δεν είναι βήμα, δεν ισχύει;
Το θέμα είναι αν ο λεγόμενος δημοσιονομικός χώρος που μπορεί να δημιουργηθεί, μπορεί να είναι από μόνος του αρκετός ώστε να δημιουργήσει μεγέθυνση. Εδώ για να κάνεις κάποια πράγματα χρειάζεσαι και μια πιο δυναμική παρέμβαση του κράτους, π.χ. τον παλαιάς κοπής προγραμματισμό. Έχεις να κάνεις με μια επιχειρηματική τάξη που ήταν μαθημένη να παίρνει επιδοτήσεις και το μόνο που ξέρει τώρα είναι να γίνεται τρόικα εσωτερικού και να «ενημερώνει», αν κάνει κάτι η κυβέρνηση, κάτι δεν ανταποκρίνεται σε απαιτήσεις για επιδοτήσεις, εργασιακές σχέσεις, φορολογικά κίνητρα, κτλ. Δεν έχεις κάποιους επιχειρηματίες που δυναμικά θα σηκώσουν την οικονομία. Και σε μια καπιταλιστική οικονομία που έχει ιδιωτικοποιήσει το δημόσιο τομέα, και θεσμικά δεν μπορεί να παρέμβει ενεργά το κράτος,  ο μόνος τομέας που μένει να λειτουργήσει είναι ο ιδιωτικός.  Έχεις ένα μεγάλο κεφάλαιο – όχι ιδιαίτερα μεγάλο με ευρωπαϊκά  δεδομένα – που δεν είναι ιδιαίτερα ενεργό, ενώ το ξένο κεφάλαιο ενδιαφέρεται είτε για προφανή φιλέτα – που θα άρπαζε υπό οιοδήποτε καθεστώς – και για να λειτουργήσει ως όρνεο για να πάρει κοψοχρονιά τα επισφαλή δάνεια ή real estate.

Αυτό που λέει η κυβέρνηση ότι εξασφαλίστηκε ένας διάδρομος 10 – 15 χρόνων προβλέψιμος και με σχετική δημοσιονομική σιγουριά δεν θεωρείται ικανό για έναν επενδυτή;
Εντάξει, η αλήθεια είναι ότι η δεκαετία ως ορίζοντας δεν είναι αρκετή. Κάθε νέα επένδυση θέλει 1-2 χρόνια προγραμματισμό και άλλα τρία χρόνια ζημιές.  Ένας σοβαρός επενδυτικός ορίζοντας νέων επενδύσεων ξεπερνά τη δεκαετία για το μεγαλύτερο μέρος. Γι’ αυτό, οι όποιες ελπίδες πρέπει να βασίζονται στην εγκατεστημένη επιχειρηματική βάση και όχι στις άμεσες ξένες επενδύσεις. Είναι δε γελοίο να δουλεύεις σε έναν ορίζοντα, μέχρι το 2060, και να συζητάμε πλεονάσματα τα οποία να είναι στην αρχή μεγάλα, και μετά να «πέφτουν» στο 2%. Αν δεν βρεις πετρέλαιο ή σπάνιες γαίες έχεις πρόβλημα.

Μα το πιστεύει κανένας αυτό ως σχέδιο του – τίνος; – μέλλοντος, όπως και την πρόβλεψη για 1% ανάπτυξη;
Όχι, δεν το πιστεύει αλλά ο επιχειρηματίας βλέπει ότι έχει να κάνει με ανθρώπους που δεν είναι σοβαροί, μια ΕΕ που έχει – ή μάλλον δεν έχει – μια  συγκεκριμένη λογική, που σπαράσσεται από διαφορετικές παρατάξεις με διαφορετικές βλέψεις η κάθε μία. Βλέποντας ότι η Ελλάδα έχει ένα καθεστώς που της επιβάλλεται, ότι δεν έχουν οι θεσμοί σοβαρή πρόθεση να αντιμετωπίσουν ένα μεγάλο πρόβλημα που τους κοιτάει κατάματα. Ποιος να πιστέψει ότι «εν ευθέτω χρόνω» θα λυθεί το πρόβλημα, αφού ήταν εκεί και δεν το έλυσαν.

Τέθηκε το ζήτημα και συμφωνήθηκε ότι το 2032 θα ξανατεθεί θέμα χρέους. Είναι ένα νέο στοιχείο; Φθάσαμε σε ένα σημείο που να μπορούμε να δράσουμε τότε από κοινού με άλλες υπερχρεωμένες χώρες της ΕΕ; Οι δανειστές θέλουν, λογικά, να πάρουν τα λεφτά τους πίσω γι’ αυτό δεν μπορούν να είναι αδιάφοροι ακόμη και για τη ζήτηση μια οικονομίας.
Δεν είναι βέβαιο ότι οι δανειστές θέλουν να πάρουν τα χρήματά τους πίσω. Κάνουν ό,τι πρέπει για να μην τα πάρουν. Οι Γερμανοί έβαλαν όλη την υπόλοιπη Ευρώπη να αναλάβει ένα χρέος για να μη σκάσει στα χέρια των τραπεζών τους και τώρα κλαίγονται πώς μπορεί οι φτωχότερες χώρες να στηρίξουν την Ελλάδα, χώρες που αυτοί έβαλαν μέσα στο ελληνικό χρέος. Δεν βλέπω να κάνουν κινήσεις που να δείχνουν ότι ενδιαφέρονται. Για μένα το κανονικό κούρεμα θα ήταν επιβεβλημένο στην ελληνική περίπτωση, αλλά θα μπορούσες να έχεις μια ρύθμιση η οποία να φέρνει το χρέος σοβαρά μειωμένο σε παρούσα αξία και επίσης να το κάνεις αυτό έτσι ώστε, μέσα απ’ αυτό, να κάνεις την οικονομία να μην είναι υποχρεωμένη, να δουλεύει μονίμως με μια αφαίμαξη πρωτογενών πλεονασμάτων τα οποία φεύγουν εκτός οικονομίας. Αυτό που λέγαμε το 2015, ήταν το σωστό «ένα χρονικό διάστημα χωρίς να παρεμβαίνετε, χωρίς πλεονάσματα για να αναπνεύσει η οικονομία, να βάλουμε ρήτρες για το πώς αυτό θα δουλέψει και επίσης μια κανονική μείωση, ένα κούρεμα του χρέους». Το πρόβλημα τώρα είναι ότι σ’ αυτά τα δέκα χρόνια δεν έχεις τη δυνατότητα να αποδείξεις ως κυβέρνηση ότι με μια εναλλακτική κεϊνσιανή πολιτική θα μπορούσαν ν’ αλλάξουν τα πράγματα με πλεονάσματα 3,5%. Πώς να προχωρήσει, έτσι, μια οικονομία η οποία είναι, από μόνη της, προβληματική. Μην ξεχνάμε ότι είμαστε πάντοτε σε εποπτεία και οποιαδήποτε απόπειρα για ουσιαστικές προοδευτικές και φιλολαϊκές πολιτικές οι θεσμοί είναι αποφασισμένοι να την εξαφανίσουν.

Πώς εκτιμάς την κατάσταση όπου βρίσκεται σήμερα η οικονομία;
Εξακολουθεί να παραμένει δυναμική αλλά ένα μεγάλο κομμάτι του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού εξακολουθεί να είναι εκτός παραγωγικής διαδικασίας ή εκτός Ελλάδος. Ένα κομμάτι επιχειρήσεων που συνεχίζει δεν έχει ακόμη πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα και πρέπει να βοηθηθεί μέσα από μια αναπτυξιακή τράπεζα. Η ελληνική οικονομία είναι μια οικονομία μικρομεσαίων επιχειρήσεων και πρέπει να βρεις τρόπους να φτιάξεις τους θεσμούς που θα τις στηρίξουν, σε πολλά επίπεδα δραστηριοτήτων τους.   Αλλά και αυτές για να επιχειρήσουν πρέπει να έχουν πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα.  Η κυβέρνηση βλέπω να έχει κάποιες ιδέες έτοιμες να μπουν σε λειτουργία, γίνονται προσπάθειες, υπάρχουν πράγματα που μπορούν να γίνουν, για να βοηθήσουν την οικονομία αλλά δυστυχώς μέσα σε ένα ασφυκτικό και απαγορευτικό πλαίσιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κόσμο, ο οποίος παρά το γεγονός ότι δεν είχε εμπειρία με τη δημόσια διοίκηση, πρώτον, ούτε διεφθαρμένος ήταν και, δεύτερον, είχε άτομα με μια γενικευμένη και εξειδικευμένη γνώση που είναι διατεθειμένα να την εφαρμόσουν. Η κριτική της αντιπολίτευσης περί ανικανότητας και κομματικοποίησης είναι για να τους επιτρέψει να έρθουν στα πράγματα και να βγάλουν τα μεγάλα μαχαίρια.  Επαναλαμβάνω ότι η μεγαλύτερη ελπίδα της ελληνικής οικονομίας είναι οι ήδη εγκατεστημένες μικρομεσαίες επιχειρήσεις που ίσως εκμεταλλευθούν κάποια ανάσα της επόμενης δεκαετίας που θα μας επιτρέψουν οι δανειστές να πάρουμε. Τώρα σε ό,τι αφορά την άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής πρέπει να δούμε καλύτερα αν η λογική της απλής μεθόδου των τριών που μας προτείνουν οι θεσμοί για τη συλλογή των φόρων δεν είναι αντιπαραγωγική. Πρέπει, φερ’ ειπείν, να εξετάσουμε τις ελαστικότητες των φορολογικών συντελεστών ως προς τα έσοδα. Στο ΚΕΠΕ έχουμε ήδη προχωρήσει μια μελέτη για την επίπτωση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα δημόσια έσοδα.  Υπάρχουν πολλά που μπορούν να γίνουν. Κρίμα όμως που γίνονται σε ένα περιβάλλον τόσο προβληματικό.

Πηγή: Η Εποχή