Συνεντεύξεις

Nίκος Θεοχαράκης: «Για ποια επανεκκίνηση μιλάμε; Αυτά είναι για τους αφελείς»

Ο Νίκος Θεοχαράκης, αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Ιστορίας Οικονομικών Θεωριών στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ και πρώην γενικός γραμματέας Δημοσιονομικής Πολιτικής μιλά στον Πέτρο Λινάρδο-Ρυλμόν για το σχέδιο της κυβέρνησης που κρύβεται πίσω από το “σχέδιο ανάκαμψης”. Όπως ο ίδιος τονίζει ο στόχος είναι διπλός. Από τη μία να συνεχιστεί το πλιάτσικο και, από την άλλη, ο έλεγχος του πληθυσμού. «Έχουν τα πάντα με το μέρος τους, εκτός από την πραγματικότητα», τονίζει και καταλήγει πως «αυτή η λεηλασία δεν έχει ξαναγίνει, και μάλιστα επαίρονται που τα έδωσαν όλα».

 

Είναι αρχικά απαραίτητη μια αποτίμηση των ζημιών που προκάλεσε η νεοφιλελεύθερη διαχείριση και οι διαδοχικές κρίσεις, ώστε να δούμε σε ποιο πλαίσιο έρχεται αυτή η «επανεκκίνηση της οικονομίας». Είναι σαφές ότι δεν μιλάμε για μια επανεκκίνηση, κατόπιν μιας ήπιας ύφεσης, αλλά για ανασυγκρότηση, στην πραγματικότητα, από πολλές απόψεις.

Αυτό που συμβαίνει τη δεκαετία του 2010 μάς έρχεται από πολύ μακριά. Τα τελευταία σαράντα χρόνια βρισκόμαστε σε μία περίοδο που το μοντέλο του νεοφιλελευθερισμού, το οποίο εφαρμόζεται ευρέως από τη νίκη της Θάτσερ και του Ρέιγκαν, έχει  βρει τα αδιέξοδά του. Το να λες ότι το δηλητήριο μπορεί να λειτουργήσει σαν φάρμακο δεν είναι μόνο θρασύ, αλλά και ατελέσφορο. Πρέπει να βρεθεί κάτι άλλο. Για αυτό και μέρη της αστικής τάξης διασφαλίζονται δημιουργώντας δικές τους μορφές τύπου Τραμπ, προωθώντας ουσιαστικά μια ακροδεξιά δημεγερσία. Δεν μπορεί σε μια Ελλάδα, η οποία έχει περάσει δια πυρός και σιδήρου και βιώνει τη μεγαλύτερη κρίση που έχει καταγραφεί ποτέ ιστορικά, διεθνώς, να μην διαφαίνονται ελπίδες ανάκαμψης, να επιμένουν στη διατήρηση αυτού του μοντέλου. Όταν ακόμα και ο Ντάισελμπλουμ, ο Τόμσεν, ο Μπλανσάρ ή η Λαγκάρντ αναγνωρίζουν την αποτυχία του μοντέλου, το να βλέπεις τον νομπελίστα Πισσαρίδη να επιμένει όχι, μάλιστα, με οικονομικό-επιστημονικό λόγο, αλλά με ιδεολογήματα, τότε γίνεται κατανοητή η ένδεια των επιχειρημάτων, χάριν του πλιάτσικου. Ο στόχος τους, λοιπόν, είναι διπλός. Ο πρώτος είναι να θερίσουν ό,τι έχει απομείνει, τα λίγα χορτάρια πάνω στην καμένη γη. Αυτά που ονόμαζαν ιδιωτικοποιήσεις, στην πραγματικότητα είναι αφελληνισμοί περιουσιακών στοιχείων, προς όφελος ξένων κρατικών ή ημικρατικών οργανισμών. Τώρα που τα έχουν δώσει σχεδόν όλα, βαφτίζουν «επενδύσεις» τα νέα ξεπουλήματα, χωρίς να υπάρχει δε κανενός είδους έλεγχος, στον παραγωγικό τομέα ή στο χρηματοπιστωτικό τομέα. Αντίθετα, στη Σουηδία κρατικοποίησαν τις τράπεζες, τις οποίες επανα-ιδιωτικοποίησαν αφού εξυγιάνθηκαν, βγάζοντας κέρδος για το κράτος. Στην Ελλάδα, ακόμα και ιδιωτικοποιήσεις έγιναν στρεβλά. Πρόκειται για λεηλασία και όχι για επένδυση. Ο δεύτερος στόχος είναι ο έλεγχος του πληθυσμού, ο οποίος επιβάλλεται με δύο μηχανισμούς, την αστυνομία και το σωφρονιστικό σύστημα, από τη μια, και την αγορά εργασίας, από την άλλη. Και στους δύο παρεμβαίνουν, καθώς βλέπουν ότι το νεοφιλελεύθερο μοντέλο δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς μια γερή δόση αυταρχισμού. Για την ακραία καταστολή στους δρόμους, τα πανεπιστήμια, τις γειτονιές, τις φυλακές, δεν υπάρχει λόγος να αναφερθούμε ιδιαίτερα. Τα βλέπουμε, όσο και αν προσπαθούν με δημοσιεύματα να τα κρύψουν. Μετά τα μνημόνια, που επέβαλαν την επαναρρύθμιση των εργασιακών σχέσεων με όρους συμφέροντες για το κεφάλαιο, έρχεται η κυβέρνηση και παίρνει και την τελευταία ανάσα του εργαζόμενου, επιβάλλοντας σχέση υποτέλειας μεταξύ αφεντικού και εργαζόμενου. Έτσι, πλέον έχουμε εργαζόμενους που έχουν χάσει κάθε μαχητικότητα, σωματεία που έχουν αλωθεί με χίλιους δύο τρόπους, δικαιώματα χωρίς υπόσταση.

 

Παρουσιάζεις μια δυστοπική εικόνα, για το πώς φτάσαμε ως εδώ και πού εντάσσεται ο νέος σχεδιασμός με την ονομασία «επανεκκίνηση». Να δούμε, όμως, και τι σημαίνει αυτή η επανεκκίνηση; Ποιο είναι το σχέδιο;

Η κυβέρνηση δεν έχει πλέον σχέση με την προηγούμενη Δεξιά, την κυβέρνηση του Α. Σαμαρά και το τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια». Τείνει ένα κομμάτι της ακόμα προς τα εκεί, αλλά η πλειονότητά της δεν έχει κανενός είδους αναστολή, για τίποτα. Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που γίνεται η διασπάθιση της δημόσιας περιουσίας. Δεν τηρούνται καν τα προσχήματα, γίνονται όλα χωρίς περίσκεψη και χωρίς αιδώ. Και με τη στήριξη των καλοταϊσμένων ΜΜΕ, των δημοσιών υπαλλήλων που βιώνουν το σύνδρομο της Στοκχόλμης από την εποχή της τρόικας, του δικαστικού σώματος που πάντα στεκόταν στο πλευρό της Δεξιάς. Έχουν, δηλαδή, τα πάντα με το μέρος τους, εκτός από την πραγματικότητα. Αυτή η λεηλασία δεν έχει ξαναγίνει, και μάλιστα επαίρονται που τα έδωσαν όλα. Δείτε, για παράδειγμα, την τούρτα γενεθλίων του κ. Χατζηδάκη ως τον σούπερμαν των ιδιωτικοποιήσεων. Προηγούμενα, άλλωστε, ο κ. Γεωργιάδης έλεγε να μην μου παίρνει τη δόξα η τρόικα ή ο κ. Μητσοτάκης δήλωνε περήφανος για τη συρρίκνωση του δημοσίου. Για ποια επανεκκίνηση, λοιπόν, μιλάμε; Αυτά είναι για τους αφελείς. Δεν υπάρχει σχέδιο με μελέτη παραμέτρων και επιλογή εργαλείων. Όταν μάλιστα η οικονομία είναι υπό τη μπότα του χρέους, δεν υπάρχουν ενδείξεις για ανάκαμψη και το σχέδιο για «επενδύσεις» περιορίζεται μόνο στο «φάγωμα», δεν υπάρχει προοπτική.

 

Αυτό φαίνεται και στην έκθεση Πισσαρίδη, η οποία δεν αφορά την Ελλάδα. Είναι μια σειρά προτάσεων και ιδεών, που θα μπορούσαν να διατυπωθούν σε οποιοδήποτε μήκος και πλάτος. Όσοι συνέταξαν την έκθεση δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα, αλλά ενδιαφέρονται μόνο για το πλιάτσικο.

Πρόκειται για μια σειρά συμβουλών για «πάσα νόσο», για κάθε οικονομία, ανεξαρτήτως των πραγματικών περιστατικών.

 

Εφόσον, λοιπόν, όπως καταλήγουμε δεν πρόκειται για επανεκκίνηση, πρόκειται για διαρθρωτικούς στόχους, για το σύνολο της οικονομίας; Φεύγουμε, επομένως, από τον κεϋνσιανισμό και τις ελπίδες ότι θα ενεργοποιηθεί η οικονομία και πάμε σε κάτι συνολικό; Έχουμε προχωρήσει προς αυτή την κατεύθυνση;

Όχι. Στην πραγματικότητα, ο νεοφιλελευθερισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς ισχυρό κράτος. Από την άλλη, η ευχέρεια ενός οποιουδήποτε εθνικού κράτους να δράσει στο πλαίσιο μιας ΕΕ και ενός γενικευμένου καπιταλισμού είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Δεν μπορείς να έχεις ένα νέο παραγωγικό μοντέλο ή να μιλήσεις για παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας. Το μόνο περιθώριο που έχουν αφήσει είναι να υπάρξουν de facto ρυθμίσεις. Σε καμία περίπτωση δεν φτιάχνονται βιομηχανικές περιοχές ή οικονομικές ζώνες, με διαφορετικά κίνητρα. Οτιδήποτε προβλεφθεί στο σχέδιο ανάκαμψης, θα έχει εξασφαλίσει προηγούμενα την κερδοφορία γερμανικών εταιρειών.

 

Να έρθουμε στο Σχέδιο Ανάκαμψης. Οι πόροι αυτοί, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν επαρκούν, αν κάνουμε τη σύγκριση με τις ΗΠΑ. Αν πάμε δε στην Ελλάδα, προφανώς είναι ευπρόσδεκτοι κάποιοι πόροι, αλλά οι επιπλέον πόροι που χρειάζονται για την παραγωγή, το περιβάλλον, την κοινωνία, από πού θα έρθουν; Έχουμε ένα μεγάλο πρόβλημα που αφορά το τραπεζικό σύστημα, τη σχέση δημόσιων πολιτικών και τραπεζικού συστήματος, χωρίς να υπάρχει ένα σχέδιο με νέους στόχους και νέες ιδέες.

Κανείς δεν μπορεί να θεωρήσει το πακέτο πόρων ως μικρό. Στην πραγματικότητα, όμως, έχεις να κάνεις με μια Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία δεν ενδιαφέρεται να λειτουργήσει σαν ομοσπονδιακό κράτος, από οικονομικής πλευράς. Στην πραγματικότητα από εκεί που επιζητούσες μια ευρωπαϊκή Γερμανία, κατέληξες να έχεις μια γερμανική Ευρώπη. Χρειάστηκε στην κυριολεξία η Ευρώπη να δει το Χάρο με τα μάτια της, για να μην διαλυθεί εντελώς η οικονομία. Ακόμα και τώρα, το Ταμείο Ανάκαμψης περνά από διάφορους σκοπέλους και έχει να περάσει και από τις Συμπληγάδες των εθνικών κοινοβουλίων. Επομένως, το σχέδιο είναι εκ των πραγμάτων οπισθοβαρές, προκειμένου να λειτουργήσει η εσωτερική, γραφειοκρατική διαδικασία της ΕΕ, και οι εκταμιεύσεις δεν θα γίνουν όταν θα χρειάζονται. Ενώ ο Μπάιντεν, στις ΗΠΑ, με το που εξελέγη, το πέρασε από το Κογκρέσο και έχει ήδη αρχίσει και εφαρμόζεται. Το ερώτημα είναι πώς θα αξιοποιηθεί αυτό το Ταμείο; Κανείς δεν ξέρει ούτε πότε θα έρθουν τα λεφτά, ούτε πόσα θα είναι και φυσικά ούτε που θα κατευθυνθούν. Είναι σημαντικό, επιπλέον, να πούμε ότι το Ταμείο Ανάκαμψης χρησιμοποίησε και  χρήματα από άλλα Ταμεία, οπότε δεν ξέρουμε από πού θα λείψουν. Η δε κυβέρνηση, παρότι εμφανίζει μια εικόνα εισροής χρημάτων και επενδύσεων, δεν γνωρίζει πότε θα εισρεύσουν οι πόροι ούτε το ύψος τους.

 

Άλλωστε, έτσι όπως είναι διαρθρωμένο το Ταμείο Ανάκαμψης αποκλείει τη μικρή και μεσαία επιχειρηματικότητα. Αυτή η επιλογή για την οικονομία της Ελλάδας είναι στρατηγική;

Παρότι, είναι μια διαχρονική παραδοχή πως οι κυβερνήσεις χρειάζονται τις ψήφους από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, είναι πια φανερό ότι η κυβέρνηση έχει αποφασίσει πια σε επίπεδο πολιτικών συμμαχιών να εγκαταλείψει τους μικρομεσαίους και να ταχθεί με τους έχοντες και κατέχοντες πολιτικούς της φίλους. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, υπάρχει το παράδοξο παρότι η οικονομική θεωρία στηρίζεται στη θεωρία της μικρής επιχείρησης, η συντηρητική ιδεολογία να την απαξιώνει και να διαβλέπει ως σωτήρες τις μεγάλες επιχειρήσεις. Παρότι η ελληνική οικονομία βασίζεται στη μικρή επιχείρηση και θα όφειλε η κυβέρνηση να παρουσιάσει ένα σχεδιασμό στήριξής της, ειδικά τώρα που υπάρχουν νέα εργαλεία, ώστε να θεραπεύσει τα ελαττώματα του κλάδου και να ανθήσει, βαυκαλίζεται πάνω σε ένα πλασματικό σενάριο που δεν έχει κανένα αντίκρισμα με την πραγματική οικονομία, καθώς η μεγάλη επιχείρηση δεν είναι ούτε ισχυρή ούτε υγιής στη χώρα, εγκαταλείποντας δε πλήρως τους μικρομεσαίους που είναι και μια φυσική δεξαμενή ψήφων της συντηρητικής παράταξης.

 

Αυτή η συγκυρία, όμως, είναι πρωτοφανής και απαιτεί καθεστωτικές αλλαγές. Μια οικονομία που έδινε τη δυνατότητα σε μικρές επιχειρήσεις να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν, πλέον έχει αλλάξει και η αλλαγή αυτή έχει θεωρητικοποιηθεί, από πλευράς της εξουσίας. Πάμε σε μια νέα κατάσταση, η οποία απαιτεί διαφορετικό καθεστώς και διαφορετική σχέση της δημόσιας σφαίρας και του κράτους με την μικρή επιχειρηματικότητα. Αυτό απαιτεί μια εφευρετικότητα, την οποία δεν έχουμε στην ελληνική κοινωνία…

Και ούτε ποτέ σκεφτήκαμε. Όλοι οι κοινωνικοί σχηματισμοί δεν είχαν μια θεωρία για το τι θα γίνει με τη μικρή και τη «λανθάνουσα» επιχειρηματικότητα; Πώς αυτή θα ενσωματωθεί σε ένα παραγωγικό μοντέλο; Είναι κάτι πάνω στο οποίο θα βασιστούμε ή που θα αποφασίσουμε, μετά λύπης, ότι είναι βαρίδι. Τώρα που ανεβαίνει η στάθμη του νερού, όσοι κάθονται στα χαμηλά σκαλιά είναι αυτοί που θα πνιγούν.

 

Η λογική της επανεκκίνησης συγκαλύπτει, στην πραγματικότητα, αυτό το πρόβλημα. Για παράδειγμα, ο τουρισμός περνά μια κρίση, και κατά πάσα πιθανότητα δεν θα συνέλθει πλήρως ποτέ. Δίπλα στον τουρισμό υπάρχει μια μικρή επιχειρηματικότητα, είτε είναι η εστίαση, είτε η αγροτική παραγωγή. Κάποιοι άνθρωποι που ζούσαν και εργάζονταν στις τουριστικές περιοχές θα πρέπει να αναζητήσουν αλλού δουλειά, για να επιβιώσουν. Όλα αυτά πρέπει κάποιοι να τα σκεφτούν. Να περάσουμε σε μια ισχυρή δημόσια παρέμβαση. Για να μην αναφερθώ στον ενεργειακό τομέα. Θα πρέπει, λοιπόν, να προβλεφθεί και να σχεδιαστεί ένα εναλλακτικό μοντέλο;

Σαφώς, και αυτό δεν είναι στα άμεσα καθήκοντα της παρούσας κυβέρνησης, η οποία δεν διερωτάται για το πώς θα μπορούσε να αλλάξει η κατάσταση, δεν την απασχολεί. Έχει αποδεχθεί πλήρως τους ασφυκτικούς κανόνες, υπό τους οποίους κινούνται οι κυβερνήσεις μέσα στο πλαίσιο της ΕΕ. Από τη στιγμή που είναι αποδεκτές οι πολιτικές των μνημονίων, τα χέρια των κυβερνήσεων είναι δεμένα. Ένα εναλλακτικό μοντέλο θα έπρεπε να είναι αποτέλεσμα επεξεργασίας κινημάτων και πολιτικών δυνάμεων. Ας φτιάξουμε ένα υποθετικό σενάριο ότι διαμορφώνεται ένα τέτοιο πρόγραμμα και γίνεται κυρίαρχο, και πως ο ΣΥΡΙΖΑ ανακτά τη χαμένη αξιοπιστία του γιατί εφάρμοσε μνημονιακές πολιτικές, πώς θα εφαρμοζόταν, όταν θα ανέτρεπε πλήρως το πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί η ΕΕ; Δεν θα γινόταν ποτέ αποδεκτό. Και αν, από την άλλη, αυτή η κυβέρνηση διεκδικούσε μια κυρίαρχη οικονομική πολιτική, με τη στήριξη του λαού, δεν θα την άφηναν να αναπνεύσει. Θα ήταν ένας διεθνής παρίας.

 

Έχεις δίκιο. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι δεν έχει επιχειρηθεί ποτέ να βάλει κανείς κάποια εναλλακτική προσέγγιση, σε ορισμένους έστω τομείς. Θα μπορούσαν να είχαν γίνει τέτοιες προσπάθειες, σε τοπικό επίπεδο, που θα είχαν αντίκτυπο στον κόσμο. Με αυτή τη σχέση με την Ευρώπη, που περιέγραψες, δεν μπορεί να υπάρξει σχεδιασμός πολιτικής, προσαρμοσμένος στις τοπικές ανάγκες, ενώ θαρρώ ότι δεν είναι ανέφικτο.

Στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο, δες το παράδειγμα της αποβιομηχάνισης της αγγλικής οικονομίας και πώς εγκαταλείφθηκε αυτό το εργατικό δυναμικό, δεν υπάρχει τέτοια οπτική. Ή δες πώς δεν ασχολούνται με το δυναμικό των μεταναστών και με το πώς η ενσωμάτωση θα μπορούσε να ενισχύσει την οικονομία.  Αντίθετα, βλέπουν τους μετανάστες ως τους αποδιοπομπαίους τράγους, για να κάνουν το πολιτικό τους παιχνίδι. Έτσι, φτάσαμε αντί να διαμορφώνεται η εναλλακτική πρόταση, που λέμε, να ενισχύεται η φασιστική ακροδεξιά, όπως έγινε στην Πολωνία και  την Ουγγαρία, και η Ευρώπη να μην αντιδρά, ακόμα και όταν κινδυνεύει. Η Ευρώπη αποδείχτηκε παντελώς ανίκανη να διαχειριστεί ακόμα και το θέμα των εμβολίων. Η αλήθεια είναι ότι βλέπω πάρα πολλά αδιέξοδα. Από την άλλη πλευρά, μια άλλη πολιτική απαιτεί μια ρήξη, η οποία δεν ξέρεις πού θα σε βγάλει.

 

Έχουμε συνηθίσει στην Αριστερά να ονομάζουμε ρήξη τις διακηρύξεις. Εδώ μιλάμε για συστηματικό σχεδιασμό και κοινωνική συναίνεση. Διότι οδηγούμαστε σε μια πρωτοφανή κατάσταση, με τα λαϊκά στρώματα να κινδυνεύουν, πια. Είναι ιστορική αναγκαιότητα να προκύψει μια άλλη επεξεργασία. Δεν υπάρχει, στην πραγματικότητα, άλλη οδός. Και στην Ισπανία βλέπουμε ηγετικά στελέχη των Ποδέμος να απομακρύνονται από την κεντρική πολιτική σκηνή και να πηγαίνουν στην περιφέρεια. Αυτό το κάνουν γιατί σε αυτό το επίπεδο έχει φανεί η δυνατότητα των αριστερών δυνάμεων να κάνουν ουσιαστικές αλλαγές.

Πράγματι, όσο πηγαίνεις πιο κοντά στη βάση, όταν φτιάξεις ρίζες παντού, είναι πολύ πιο δύσκολο για την κεντρική ηγεσία να υποχωρήσει και να γίνει εφεκτική, καθώς θα έχεις κάνει αλλαγές και ρήγματα στην κοινωνία. Όταν, λοιπόν, ο κόσμος διαμορφώνει ένα άλλο πρόγραμμα, μέσα από την καθημερινή του πρακτική, είναι αυτός που θα υποχρεώσει την ηγεσία να το υποστηρίξει.  Και προφανώς η λογική των μεγάλων μοντέλων και των μεγάλων ηγετών που θα φέρουν τις αλλαγές έχει παρέλθει. Πλέον, ο μόνος τρόπος για να ξαναέρθει στο προσκήνιο ο ρόλος των μαζών, είναι να φτιάξεις εστίες αντίστασης παντού στο επίπεδο της βάσης και ταυτόχρονα να τους δοθεί μια προοπτική. Μια τέτοια συζήτηση, αν μη τι άλλο, πρέπει να ξεκινήσει, ώστε να προκύψει αυτή η επεξεργασία. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει ενεργή παρουσία στους μαζικούς χώρους, με στόχο ένα γενικότερο κοινωνικό όραμα.

Πηγή: Η Εποχή