Macro

Ράνια Σβίγκου: Πιο φανερό από ποτέ το αδιέξοδο στην εξωτερική πολιτική

Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ο Κυριάκος Μητσοτάκης παλινδρομεί μεταξύ των όσων προστάζουν οι εσωκομματικές φατρίες στο κόμμα του, οι επικοινωνιολόγοι και ο διεθνής παράγοντας. Τη μία μέρα o Ελληνας ΥΠΕΞ έχει «ρητή εντολή Μητσοτάκη» να απαντήσει στις προκλήσεις του Τούρκου ομολόγου του Μεβλούτ Τσαβούσογλου, την επομένη, σύμφωνα με την κυβερνητική εκπρόσωπο Αριστοτελία Πελώνη, είναι «υπόθεση της Γαλλίας» η παρενόχληση γαλλικής φρεγάτας εντός της ελληνικής ΑΟΖ και την τρίτη –υπό την πίεση της αντιπολίτευσης– πραγματοποιείται διάβημα στην Τουρκία αναγνωρίζοντας ότι η παρενόχληση τελικά αφορούσε και την Ελλάδα.

Βέβαια, αυτή η αμφισημία στα μηνύματα που στέλνει η ελληνική πλευρά δεν περνά απαρατήρητη από κανέναν. Και σίγουρα δεν περνά απαρατήρητη από τον Τούρκο πρόεδρο, ο οποίος έχει δομημένη αναθεωρητική ατζέντα απέναντι στην Ελλάδα αλλά και στρατηγική για τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Δεν μένει αθέατη όμως ούτε από την Ευρώπη, η οποία σταθμίζει τα δικά της συμφέροντα απέναντι στην Τουρκία όπως υπαγορεύονται άλλοτε από τις οικονομικές σχέσεις της Γερμανίας και της Ισπανίας με την Τουρκία και την ηρεμία στο προσφυγικό που απαιτεί η Γερμανίδα καγκελάριος ενόψει των εκλογών, άλλοτε από τα συμφέροντα της Ιταλίας στη Λιβύη και άλλοτε από τις γαλλικές επιδιώξεις στην ευρύτερη περιοχή. Το βέβαιο είναι ότι ο ευρωτουρκικός διάλογος (κι αυτός με αντιφάσεις και πισωγυρίσματα) προχωρεί. Ομως με την Ελλάδα απούσα και άφωνη, να μιλάει μέσω τρίτων, εκεί που θα έπρεπε να πρωτοστατεί και να πρωταγωνιστεί.

Διότι μπορεί η ελληνική πλευρά να είδε με ικανοποίηση τις αντιδράσεις της ευρωπαϊκής ηγεσίας μετά το περίφημο «sofa-gate» ή την επίθεση Ντράγκι στον Ερντογάν, θα έπρεπε όμως ταυτόχρονα να προβληματιστεί για το ποιοι θα είναι οι νέοι σχεδιασμοί της Ευρώπης απέναντι στην Τουρκία. Μιας Ευρώπης με έτοιμο έναν οδικό χάρτη για τις σχέσεις με τη γειτονική χώρα. Στο πλαίσιο αυτό είναι ισχυρό το ενδεχόμενο οι ευρωτουρκικές σχέσεις να αναβαθμιστούν στη σύνοδο του Ιουνίου, με την Τουρκία να συνεχίζει –πριν και ιδίως μετά τη σύνοδο– τις επιθετικές της ενέργειες κατά των κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας και Κύπρου. Ενέργειες που σκοπό θα έχουν τη δημιουργία τετελεσμένων αλλά όχι την υψηλή ένταση που θα οδηγήσει σε ουσιαστική αμερικανική παρέμβαση ή αναστολή της ευρωτουρκικής θετικής ατζέντας.

Η δε σκλήρυνση της στάσης των ΗΠΑ απέναντι στην Τουρκία μετά την εκλογή Μπάιντεν δεν πρέπει να αποτελέσει πρόσχημα για μια πολιτική ακινησίας αλλά έναυσμα για μια νέα ενεργητική στρατηγική διαλόγου Ελλάδας – Τουρκίας με ενίσχυση των ελληνικών θέσεων. Αλλωστε είναι σαφές ότι ο αμερικανοτουρκικός διάλογος εντείνεται σε σειρά ζητημάτων (Αφγανιστάν, Υεμένη, Ουκρανία, Λιβύη, Συρία, Καύκασος).

Η Ελλάδα πρέπει να αξιοποιήσει όλα τα ερείσματά της, με ανάληψη πρωτοβουλιών για καθορισμένη ατζέντα σε διάφορα επίπεδα διαλόγου. Οχι με δημιουργία αξόνων στο πλαίσιο μιας κοντόθωρης πολιτικής ανάσχεσης. Από άβουλος θεατής στις ευρωτουρκικές διεργασίες και σε σχέση με τον ρόλο των ΗΠΑ και άλλων δυνάμεων στην περιοχή, η Ελλάδα πρέπει να ξαναγίνει ενεργός διαμορφωτής θετικών εξελίξεων και προώθησης της ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή.

Ο ισχυρισμός των επιτελείων της κυβέρνησης ότι οι δηλώσεις του κ. Δένδια εντάσσονται σε ένα πλαίσιο τέτοιας ενεργητικής διπλωματίας είναι αβάσιμος. Ο διάλογος Δένδια – Τσαβούσογλου θα μπορούσε να αναδείξει μια νέα εθνική στρατηγική εάν εντασσόταν σε μια προσπάθεια ενίσχυσης της ελληνικής θέσης στον ελληνοτουρκικό διάλογο. Δυστυχώς, όμως, οι δηλώσεις του ιδίου του ΥΠΕΞ και του κ. Γεραπετρίτη σε συνέχεια της επίσκεψης δείχνουν ότι η κυβέρνηση τη χρησιμοποίησε για να αποφύγει τον ουσιαστικό διάλογο (υποβαθμίζοντάς τον σε «οικονομικά και εμπορικά θέματα») και όχι για να ενισχύσει τη θέση μας σε αυτόν.

Αυτό είναι το άμεσο αποτέλεσμα της έλλειψης πυξίδας στην εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης, το πιο εύγλωττο δείγμα μιας πολιτικής «βλέποντας και κάνοντας» που τώρα έχει γύρει ξεκάθαρα προς την πλευρά του «μη ουσιαστικού διαλόγου». Και βέβαια τα ερωτήματα για την επόμενη μέρα αυξάνονται σε σχέση με τη μοίρα των διερευνητικών, την ένταση στο Αιγαίο και τα στρατιωτικά ΜΟΕ, την επανεκκίνηση ενός διαλόγου για δίκαιη και βιώσιμη λύση στο κυπριακό, το ενδεχόμενο διάσκεψης για την ανατολική Μεσόγειο και τα ευρωτουρκικά με αιχμή το προσφυγικό και την τελωνειακή ένωση. Συμφέρει τη χώρα να μην υπάρχει ουσιαστικός διάλογος και ενεργοί δίαυλοι με την Τουρκία σε αυτά τα θέματα την επόμενη περίοδο; Συμφέρει άλλες δυνάμεις να μας εκπροσωπούν σε αυτά τα τραπέζια;

Μπορεί η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη να ακολουθήσει μια πολιτική με αρχή, μέση και τέλος στο πεδίο της διπλωματίας η οποία να προστατεύει τα κυριαρχικά δικαιώματα αλλά να βρίσκει και λύσεις; Φοβάμαι πως όχι. Και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τα δείγματα γραφής που έχει ήδη δώσει, αλλά με την ίδια την αντίληψή της για το πώς βλέπει την Ελλάδα στον κόσμο και τον εγκλωβισμό της στις εσωκομματικές της αντιπαραθέσεις.

Τα τελευταία γεγονότα το αποδεικνύουν με ξεκάθαρο τρόπο. Η κυβέρνηση αποστέλλει Patriot και στρατιωτικό προσωπικό στη Σαουδική Αραβία, παραβιάζοντας τις πάγιες θέσεις της χώρας για εμπλοκή δυνάμεών μας στο εξωτερικό. Ταυτόχρονα σχεδιάζει να στείλει ειδικές δυνάμεις στο Μάλι και μάλιστα, πράγμα πρωτοφανές, υπό γαλλική διοίκηση και όχι υπό τον ΟΗΕ ή στο πλαίσιο άλλου διεθνούς οργανισμού στον οποίο είμαστε μέλος. Αβουλη και χωρίς στρατηγική στα πεδία που μας αφορούν άμεσα. Πρόθυμη και διαθέσιμη για τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των ισχυρών. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή με την ενεργητική, πολυδιάστατη και φιλειρηνική εξωτερική πολιτική που εφάρμοσε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Ράνια Σβίγκου

Πηγή: Documento