Ο Σέρβος σκηνοθέτης διασκευάζει και σκηνοθετεί στην Επίδαυρο, μεταφέροντας στις μέρες μας τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη, μια παγκόσμια κωμωδία όπως τη χαρακτηρίζει, συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου και του Εθνικού Θεάτρου Βελιγραδίου. Πρωταγωνιστούν οι Βασίλης Χαραλαμπόπουλος (Πλούτος), Γιώργος Γάλλος (Χρεμύλος), Γαλήνη Χατζηπασχάλη (Πενία) με ζωντανή ορχήστρα επί σκηνής.
Ο Χρεμύλος βγαίνοντας από το μαντείο των Δελφών ακολουθεί έναν τυφλό γέρο. Η Πυθία ήταν ξεκάθαρη: «Να πάρεις σπίτι σου τον πρώτο άνθρωπο που θα συναντήσεις φεύγοντας από τον ναό μου». Ο γέρος δεν είναι άλλος από τον Πλούτο αυτοπροσώπως κι αν ο Χρεμύλος τον γιατρέψει και βρει επιτέλους το φως του, τότε ο ίδιος και όλοι οι τίμιοι συμπολίτες του θα ευτυχήσουν.
Ο Πλούτος θεραπεύεται και οι Αθηναίοι σχεδιάζουν να τον εγκαταστήσουν στο πίσω μέρος του ναού της Αθηνάς, εκεί όπου φυλάσσονται τα χρήματα του Δημοσίου. Στο μεταξύ η Πενία, που χρόνια τώρα διαφεντεύει την πόλη, ορθώνει ανάστημα διεκδικώντας τη διατήρηση της εξουσίας, επιχειρηματολογώντας για τις αρετές μιας φτωχής πλην τίμιας ζωής.
Ο Νικίτα Μιλιβόγεβιτς επέλεξε να παρουσιάσει το έργο διασκευασμένο και τοποθετημένο στις μέρες μας γιατί, όπως μας λέει, ήθελε να διηγηθεί τη δική του ιστορία, τη σημερινή.
Ο Αριστοφάνης σατίριζε πρόσωπα και πράγματα της εποχής του. Εμείς προσπαθούμε να κάνουμε το κείμενο καθρέφτη της δικής μας πραγματικότητας. Ξέρω πως όταν το νόημα των έργων επικαιροποιείται στην παράσταση, υπάρχει κίνδυνος. Συμβαίνει συχνά το αποτέλεσμα να είναι κάπως μπανάλ, τραβηγμένο, γκροτέσκο. Και τότε, εκ των υστέρων, λέμε τι καλά θα ήταν να μην είχαμε πειράξει το κείμενο. Θέλω να πω ότι δεν αρκεί να ντύσουμε τους ηθοποιούς με σύγχρονα κοστούμια και να κάνουμε δυο-τρεις αναφορές στο σήμερα για να πετύχει η παράσταση. Πρέπει να αναδειχτεί το πνεύμα του έργου, να προχωρήσεις σε βάθος δραματουργικά και σκηνοθετικά
• Πάνω σε ποια βασική ιδέα δουλέψατε την παράσταση;
Στο πρωτότυπο υπάρχουν δυο-τρεις προτάσεις χάρη στις οποίες θεωρώ ότι το κείμενο επιβιώνει μέσα στους αιώνες. Μία από αυτές, στην αρχή του έργου, είναι η ατάκα του Χρεμύλου επιστρέφοντας από τους Δελφούς όπου πήγε με σκοπό να μάθει αν έχει δώσει σωστή ανατροφή στον γιο του, δηλαδή αν είναι καλό να είναι τίμιος ή πρέπει να γίνει απατεώνας «γιατί αυτοί πετυχαίνουν».
Αυτό το καίριο ερώτημα ισχύει και σήμερα. Στη χώρα μου αλλά και στην Ελλάδα νομίζω πως όλοι οι γονείς αναρωτιούνται πάνω σ’ αυτό, με ποιον τρόπο πρέπει να μεγαλώνουν τα παιδιά τους. Οι νέοι βλέπουν τριγύρω τους απατεώνες όχι μόνο να μην τιμωρούνται, αλλά να προοδεύουν, να πετυχαίνουν. Αν διευρύνουμε αυτή τη θέση στην παγκόσμια κλίμακα, σημαίνει πως τελικά μπορεί κανείς να είναι δολοφόνος, κλέφτης και συγχρόνως πρωθυπουργός μιας χώρας. Το έχουμε δει να συμβαίνει χωρίς ν’ ανοίγει μύτη κι όχι πολύ μακριά από εμάς.
• Η δεύτερη φράση που θεωρείτε κομβική;
Λένε στον δήθεν τυφλό Πλούτο: «Ολα στον κόσμο γίνονται για το χατίρι σου». Αλήθεια που επιβεβαιώνεται μέσα στον χρόνο. Θυμάμαι μια ιστορία που είχα ακούσει ως φοιτητής, τρανταχτό παράδειγμα για το πόσο επίκαιρο είναι το αρχαίο δράμα. Ρώτησαν κάποτε τον διευθυντή του Λίβινγκ Θίατερ, θεάτρου που στη δεκαετία του ’60 ήταν η επιτομή του ριζοσπαστισμού, γιατί διάλεξε την «Αντιγόνη».
Κι αυτός απάντησε: «Δεν έχω βρει μέχρι σήμερα έργο εντελέστερο και πιο σύγχρονο από εκείνα των Ελλήνων τραγικών». Δεν είναι τυχαίο που το αρχαίο δράμα και ο Σέξπιρ εξακολουθούν να παίζονται, γι’ αυτό άλλωστε τα διδάσκουμε στις δραματικές σχολές. Αν σκεφτείτε ότι στατιστικά κάθε μέρα γράφονται πάνω 1.000 έργα και δεν επιβιώνουν ούτε για δύο σεζόν στη σκηνή, καταλαβαίνετε γιατί ο «Πλούτος» είναι ένα σημαντικό κείμενο, αναλλοίωτο στον χρόνο. Στο θέατρο λέμε, αν η ιστορία είναι καλή θα μπορείς να τη αφηγηθείς μέσα από δέκα προτάσεις. Περιγράφοντας τον «Πλούτο» με δέκα προτάσεις καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για πανέξυπνο έργο, τολμηρό, πρωτότυπο, διασκεδαστικό.
• Ο Πλούτος, τυφλός ή ανοιχτομάτης, θα πάει όπου… πρέπει, ερήμην προσδοκιών;
Η πρώτη μου απορία όταν άρχισα να καταπιάνομαι με το κείμενο ήταν αν ο Πλούτος είναι όντως τυφλός ή μήπως ξέρει καλά τι κάνει. Νομίζω ότι είναι πολύ σοφότερος απ’ ό,τι μας τον παρουσιάζει ο Αριστοφάνης. Κι αν τον βλέπουμε να το παίζει λίγο θύμα των περιστάσεων, δεν είναι παρά ένα τρικ για εμάς τους αφελείς. Οι ήρωες εστιάζουν στην τυφλότητά του, θέλουν να τον γιατρέψουν για να κάνει σωστά τη δουλειά του. Αλλά και με «υγιή» Πλούτο πάνε ξανά από το κακό στο χειρότερο. Είτε βλέπει είτε όχι η κατάσταση δεν αλλάζει.
Ο ρόλος μας σ’ αυτή την παγκόσμια κωμωδία, επίκαιρη στο διηνεκές, είναι πάντα ίδιος: κορόνα ή γράμματα για μας δεν υπάρχει διαφορά. Το έργο τότε απευθυνόταν στους Αθηναίους. Νομίζω πως εξακολουθεί να μιλάει όχι μόνο στους σημερινούς Αθηναίους, αλλά και σ’ όλο τον κόσμο. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος θα έλεγα ότι πρόκειται για έναν Βαλκανικό Πλούτο. Στη δική μας περιοχή κανένας δεν είναι ευχαριστημένος σε σχέση με το χρήμα και πώς αυτό μοιράζεται.
Η Ελλάδα και η Σερβία -παρά τις όποιες διαφορές τους- είναι σαν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: του κέρδους. Στα συμφραζόμενα της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής βλέπω αυτές τις δύο χώρες σαν τον Ρόζενκραντζ και τον Γκίλντενστερν όταν οι «βασιλείς» παίζουν τα παιχνίδια τους εις βάρος των υπηκόων.
• Λέτε πως όλο αυτό γίνεται ξεκάθαρο παρατηρώντας την κατάσταση στα Βαλκάνια. Δηλαδή;
Βλέποντας πώς κυκλοφορεί ο πλούτος από τους διακινητές του, πώς βολτάρει γύρω γύρω στις βαλκανικές χώρες. Κάθε φορά που πλησιάζει μία εξ αυτών, πότε στην Ελλάδα, πότε στη Σερβία, πότε στη Ρουμανία, δημιουργεί ένα αίσθημα χαράς ότι θα μείνει. Αλλά δεν μένει. Φεύγει αφήνοντας πίσω χάος, για να πάει να ρίξει μια ματιά παραδίπλα. Και την επομένη θα αναχωρήσει γι’ αλλού. Και οι λαοί νιώθουν απογοητευμένοι, προδομένοι που άλλη μία προσπάθεια απέτυχε για πολλοστή φορά μέσα στην Ιστορία. Ας σταθούμε λίγο στο παράδειγμα της Γιουγκοσλαβίας.
Η ίδρυσή της ήταν μια ωραία ιδέα. Φτιάχτηκε ένα κράτος πολυεθνικό, με ενιαίο νόμισμα, ανοιχτά σύνορα, μια μικρή ευρωπαϊκή ένωση. Και τι συνέβη; Τη στιγμή που δημιουργήθηκε στους ισχυρούς η ανάγκη διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δεν δίστασαν να διαλύσουν τη Γιουγκοσλαβία. Εχοντας βιώσει αυτή τη δραματική εμπειρία της διάλυσης, πώς να πιστέψεις ότι μια τέτοια ενωμένη Ευρώπη θα λειτουργήσει ενωτικά για τους λαούς, ότι θα πετύχει ως Ενωση; Παρόλο που εγώ ξέρω ότι δεν υπάρχει καλύτερη ιδέα απ’ αυτή την ένωση, δεν μπορώ να την πιστέψω. Εξάλλου παρακολουθώ πώς εξελίσσονται σήμερα τα πράγματα και δεν έχω ελπίδες.
• Κι είναι ακόμα πιο αποθαρρυντικό αν σκεφτούμε ότι οικονομικά συστήματα που στηρίχτηκαν σε σοσιαλιστικές ιδεολογίες, όπως και στην πατρίδα σας, απέτυχαν.
Μπορούμε να σκεφτόμαστε και να διακινούμε διάφορες ιδεολογίες, αφού στη θεωρία όλα εξηγούνται δίκαια και ωραία. Αν όμως ρίξετε μια ματιά πίσω, στον 20ό αιώνα, θα τρομάξετε με ό,τι αφήσαμε πίσω μας. Ναι, φοβάται κανείς να αντικρίσει το είδος ανθρώπου στο οποίο έχουμε εξελιχτεί. Πώς δηλαδή οι πλούσιοι πασχίζουν να παραμείνουν πάντα πλούσιοι, ώστε να ελέγχουν τα πράγματα όπως τους βολεύει. Κι αυτό το πετυχαίνουν χάρη στο γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι πια απόλυτα αλλοτριωμένος, επιρρεπής στη διαφθορά, αδιάφορος στην αδικία.
Σκεφτείτε με πόσο καλές προθέσεις ξεκινούν οι επαναστάσεις και πώς καταλήγουν. Οι υποκινητές τους γίνονται μάλιστα οι καλύτεροι σύμμαχοι του πλούτου. Αυτό έχει αποδειχτεί πολλές φορές μέσα στην Ιστορία. Γι’ αυτούς τους λόγους λέω ότι πρέπει να δούμε το έργο ως μια παγκόσμια κωμωδία. Δεν μπορείς πια να το συζητήσεις όλο αυτό στα σοβαρά, μετά από κάποια ηλικία δεν γίνεται να εθελοτυφλείς. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να σαρκάσουμε τους εαυτούς μας, να γελάσουμε, να σατιρίσουμε αυτό το τσίρκο που έχει γίνει η ζωή του ανθρώπου σ’ όλο τον κόσμο.
• Σε ποιον ανήκει λοιπόν ο Πλούτος;
Ανήκει σ’ ένα κλειστό γκρουπ 100 ανθρώπων σ’ όλο τον κόσμο, οι οποίοι διαμορφώνουν και καθοδηγούν την οικονομική πραγματικότητα. Στο τέλος κάθε χρόνου συνηθίζεται να δημοσιεύονται διάφορες πρωτιές. Για παράδειγμα ποιες ήταν οι καλύτερες ταινίες και παραστάσεις, τα ευπώλητα βιβλία κ.λπ. Ετσι ανακοινώνονται και οι λίστες με τους πλουσιότερους ανθρώπους στον πλανήτη.
Εκεί βλέπουμε σε ποιον ανήκει ο πλούτος. Είναι πολύ απλό, ήταν απλό από την εποχή του Αριστοφάνη: από τότε που ανακαλύφθηκε το χρήμα, όσοι το κατέχουν είναι όλο και πλουσιότεροι και οι φτωχοί όλο και φτωχότεροι. Κι αυτό αποτελεί μία από τις ελάχιστες διαχρονικές σταθερές στον κόσμο, μια πραγματικότητα που επί αιώνες γυρίζει τον τροχό για τις κοινωνίες. Πώς μας φαίνεται αυτό; Απαράδεκτο φυσικά καθώς αποδεικνύει ότι εδώ και χιλιάδες χρόνια η ανθρωπότητα δεν κατάφερε να φτιάξει μια δίκαιη κοινωνία για όλους.
Μου αρέσει η εξωστρέφεια των Ελλήνων
• Δουλεύετε πολλά χρόνια στην Ελλάδα, έχετε σκηνοθετήσει πολλές παραστάσεις σε διάφορους χώρους. Εχετε εξοικειωθεί με την κουλτούρα, τις συνήθειές μας;
Γνωρίζω καλά την ελληνική θεατρική σκηνή και τους Ελληνες ηθοποιούς, έχω και μόνιμους συνεργάτες. Εδώ νιώθω σαν να βρίσκομαι στο σπίτι μου, δεν το λέω από ευγένεια αλλά από τα βάθη της ψυχής μου. Οι άνθρωποι δένονται με το περιβάλλον, το μέρος απ’ όπου έχουν ζήσει ωραίες εμπειρίες. Μου αρέσει η εξωστρέφεια των Ελλήνων, αυτό το παρεΐστικο, η ανάγκη για συντροφικότητα, φιλία, μοίρασμα. Μ’ ένα ποτηράκι κρασί και καλή διάθεση.
• Ομως οι ηθοποιοί, κυρίως οι νέοι, αναζητούν και εργασία σε συνθήκες πολύ δύσκολες.
Είναι πρόβλημα του συστήματος -κι εδώ έβαλε το χεράκι του ο πλούτος… Πολλές ιδιωτικές σχολές, πολλοί απόφοιτοι, πολλές Σκηνές. Δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Είναι μια κρίση την οποία γεννά η επιταγή για επιτυχία που όμως είναι φούσκα, όχι πραγματικό ζητούμενο. Σκέφτομαι ότι δεν θα ήθελα ποτέ να ξεκινούσα την καριέρα μου μέσα σε τόσο δύσκολες συνθήκες όπως τις σημερινές.
Ολα τα κριτήρια έχουν ανατραπεί. Διδάσκω στη Σερβία σε τμήμα ηθοποιών-σκηνοθετών. Οταν π.χ. δουλεύουμε πάνω στον Ντοστογιέφσκι, οι φοιτητές δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Δεν μπορούν καν να διαβάσουν το κείμενο. Αγνοούν την ιδέα της θυσίας, αδυνατούν να διανοηθούν πάνω σ’ αυτήν, δεν την καταλαβαίνουν. Δυστυχώς έχουμε βγάλει από τη ζωή μας την αναζήτηση της ουσίας.
• Μήπως παίζει ρόλο η τεχνολογία που επιβάλλει ιλιγγιώδεις χρόνους, νέες προτεραιότητες;
Νομίζω ότι έχουν μπλεχτεί πολλά. Αυξήσαμε την ταχύτητα κάνοντας πολύπλοκη την καθημερινότητα, δεν έχουμε χρόνο πια για τα σημαντικά. Ηταν μοιραίο να συντριβούμε. Παλιά θεωρούσαν κάποιον επιτυχημένο γιατί δεν ήταν αναγκασμένος να εργάζεται, μπορούσε πια να ξεκουραστεί, να διαχειριστεί τον χρόνο ποιοτικά, χωρίς άγχος.
Σήμερα ισχύει το αντίθετο. Επιτυχημένος θεωρείται αυτός που δεν έχει καθόλου χρόνο, αυτός που κάνει δέκα πράγματα ταυτόχρονα. Κι όσο πιο τρελούς ρυθμούς έχει η ζωή του, τόσο περισσότερο επιτυχημένος θεωρείται. Μα αυτό είναι τσίρκο! Οι ηθοποιοί αναγκάζονται να κάνουν πολλά και διαφορετικά πράγματα μαζί. Η κατάσταση μου είναι γνώριμη από τη Σερβία, κι εκεί το ίδιο συμβαίνει. Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Θα έχουμε όλο και λιγότερες καλές παραστάσεις. Γιατί το κάθε τι απαιτεί τον χρόνο του.
• Είναι η πρώτη σας σκηνοθεσία στην Επίδαυρο.
Σίγουρα άλλο να είσαι θεατής κι άλλο να ετοιμάζεις παράσταση στην Επίδαυρο. Δεν νομίζω ότι υπάρχει σκηνοθέτης στον κόσμο που να μη θεωρεί τον χώρο αυτό πολύ ιδιαίτερο, εξαιρετικό. Ακόμα και σήμερα θυμάμαι την πρώτη μου φορά στην Επίδαυρο ως θεατής. Υπάρχει ένα δέος, είναι συναρπαστικό να βλέπεις δέκα χιλιάδες ανθρώπους να πλημμυρίζουν το θέατρο.
Σίγουρα φέρει μια αρχαία ενέργεια που θα προσπαθήσω να την εντάξω μαζί με το τοπίο στην παράσταση. Μου αρέσει αυτός ο ουρανός, θέλω να γίνει μέρος του σκηνικού. Νιώθω τυχερός που μετά από τόσα χρόνια δουλειάς στην Ελλάδα μπορώ να πάω στην Επίδαυρο φέροντας και κάτι από το σερβικό θέατρο.
• Θα προτιμούσατε η πρώτη σας παράσταση στην Επίδαυρο να ήταν τραγωδία;
Θα σας πω ένα ανέκδοτο σε σχέση με την κωμωδία και τη σημασία της. Δύο φυλές Ινδιάνων πολεμούσαν μεταξύ τους. Στη μάχη ένα βέλος πετυχαίνει κάποιον στον λαιμό. Μπαίνει από τη μια πλευρά και βγαίνει από την άλλη. Οταν επιστρέφουν στο χωριό ο τραυματισμένος Ινδιάνος συνεχίζει τη ζωή του με το βέλος οριζόντια περασμένο στον λαιμό του. Κανένας δεν μπορεί να τον βοηθήσει, κανένας δεν τολμά να κουνήσει το βέλος. Ωστόσο το θέαμα είναι αλλόκοτο και ανησυχητικό. Οταν τον ρωτούν αν πονάει, απαντάει το εξής: «Μόνο όταν γελάω…» Κάπως έτσι λειτουργεί το γέλιο στην κωμωδία κι εύχομαι να ισχύσει και με τον «Πλούτο».
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών