Ναι, από κάθε άποψη είναι τραγικά τα γεγονότα που συνέβησαν στο Σάρλοτσβιλ, όπου φάνηκε ξεκάθαρα ότι ο ρατσισμός, ο φασισμός και όλες οι σημερινές εκδοχές του ναζισμού είναι βαθιά εδραιωμένες στο βαθύ υπόστρωμα της βαθιάς κοινωνίας των ΗΠΑ. Αυτής της κοινωνίας που παραμένει βέβαια το ζωντανό παράδειγμα για όποιον θέλει να δει, της αιματοβαμμένης βραδύτητας με την οποία κινείται η Ιστορία και συντελούνται οι ιστορικοί μετασχηματισμοί. Το ζωντανό παράδειγμα ότι το εμβρυουλκό που κρατάει στα χέρια της η μαμμή της Ιστορίας, η βία, πάντοτε στάζει αίμα, πολύ περισσότερο όταν μιλάμε για τη γέννηση ενός έθνους που πριν προλάβει να κοιταχτεί στον καθρέφτη της συλλογικής του συνείδησης, πριν ακόμα ακουστεί το πρώτο του κλάμα στον ιστορικό ορίζοντα, χρειάστηκε να μεγαλώσει βίαια, δηλαδή παρά φύσιν (αν αυτό το «μεγάλο κουμάσι» που ονομάζεται Ιστορία και είναι «πονηρότερη από κάθε νομοτέλεια» όπως θα έλεγε και ο Νίκος Καρούζος, έχει κάποια προβλεπτή «φυσικότητα») και να περάσει διά στόματος μάχαιρας τις διαδοχικές επιχώσεις του πραγματικού χρόνου για να προλάβει τον ιστορικό χρόνο χωρίς να έχει περάσει από την έννοια του καιρού, ώστε να γίνει κράτος. Να γίνει κράτος προκειμένου να επιβιώσει ένας απέραντος λαός κυνηγημένων, φτωχών, παρείσακτων, εξοβελιστέων, ένας λαός επομένως καταγωγικά δυσπλασικός σχετικά με την ιστορική πορεία των λαών της μητρικής του προέλευσης. Και ταυτόχρονα ένας λαός ορκισμένος στην αλητεία, πράγμα αξιοσέβαστο, ταυτοχρόνως ωστόσο και ακατάσχετο, αφού το δίκαιο που δημιουργήθηκε υπακούοντας στις ανάγκες (κι ας μην ξεχνάμε ότι οι ανάγκες δημιουργούν τις αξίες, που με τη σειρά τους δημιουργούν τις ανάγκες) της περιπλάνησης, της μανίας περί την δικαίωση στα μάτια του Θεού και της μοναξιάς μπροστά στο αχανές θαύμα που η «μικρή» προτεσταντική όραση αδυνατεί να εκλογικεύσει, αυτό το δίκαιο είναι το δίκαιο του Ενός. Εδώ, συνεπώς, δεν μιλάμε για ένα δίκαιο που συνέχει την κοινωνία, εδώ μιλάμε για το δίκαιο του ενός εναντίον όλων των άλλων. Και ο πιο γρήγορος κερδίζει.
Άλλοτε αυτό γινόταν τα χαράματα. Σήμερα δεν υπάρχουν χαράματα σ’ έναν κόσμο όπου δεν μπορείς να είσαι αλήτης, αλαώμενος τραγουδιστής της μοίρας σου. Σήμερα, αυτό που λέγεται χαράματα είναι η ώρα που ξυπνούν τα χρηματιστήρια. Η ώρα όμως που ξυπνούν τα χρηματιστήρια είναι η ώρα που ξυπνάει ο φασισμός. Όπου γης. Αυτό είναι η Αμερική: ένας φασισμός που ξυπνάει μαζί με τα χρηματιστήρια. Ένας φασισμός που ξυπνάει σκοτώνοντας ανθρώπους στη Σάρλοτσβιλ. Ένας κοινωνικός προτεσταντισμός μπροστά στην πολυπλοκότητα του οποίου θα ωχριούσε ακόμα και ένας Γκαίμπελς. Μια πολυπλοκότητα ωστόσο την οποία δεν μοιάζει να αντιλαμβάνεται ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, όντας από τα νιάτα του ρατσιστής και κοινωνικός φασίστας, επιδεικνύοντας την αξία του ηλίθιου χρήματος άνευ αντικειμένου αντιστοίχισης που να αποδεικνύει αυτήν ταύτη την αξία. Ένα τίποτα, συνεπώς, που χάσκει αποσταθεροποιώντας τα θεμέλια της ζωής, της Ιστορίας και της πραγματικότητας, που ουρλιάζει την αλήθεια της μπροστά στο απύλωτο αχανές του φασισμού.
Αυτό το θηριώδες τίποτα έγινε στο Σάρλοτσβιλ κοστίζοντας τη ζωή ενός ανθρώπου που την αφαίρεσε χέρι ναζί, χέρι ομοϊδεάτη του Μιχαλολιάκου της Χρυσής Αυγής. Και η δίκη αυτής της εγκληματικής οργάνωσης ακόμα συνεχίζεται και συνεχίζεται και συνεχίζεται, ενώ η αγαπημένη μας Ηριάννα εξακολουθεί να βρίσκεται και να βρίσκεται και να βρίσκεται στη φυλακή, όχι απλώς για κάτι που δεν έκανε, αλλά για κάτι που δεν είναι. Δεν είναι λάθος, είναι μια ακόμα εκδοχή του νόμιμου φασισμού που λέγεται νομική δικαιοσύνη. Βλέπεις το Σάρλοτσβιλ είναι κοντά. Παντού είναι κοντά. Όπου υπάρχει φασισμός, το Σάρλοτσβιλ είναι κοντά. Το στρεβλό οικονομείν της άγριας χειρονομίας είναι κοντά. Και οπλοφορεί. Και μένει άγρυπνο μέχρι να σκοτώσει. Ύστερα κοιμάται όπως κοιμούνται οι νεκροί μέσα στα ορυχεία. Μέσα στα ορυχεία του σκοτεινού κόσμου των ιδιοκτητών. Μέσα στις φλέβες όπου εκεί, στα απύθμενα βάθη της ανθρώπινης κατάστασης, υπάρχει ένα σκοτάδι που άλλοι το λένε απελπισία και άλλοι έρωτα, και οι φασίστες το σκοτώνουν.
Γι’ αυτό τον αγώνα μιλώ. Ή μάλλον δεν μιλώ. Τι να πεις όταν τραντάζεται ο θάνατος στη μακρινή χώρα του Σάρλοτσβιλ ακουμπώντας το χέρι ενός παιδιού που πεθαίνει κάπου στον κόσμο, επειδή ο ναζί, ο ιστορικός ναζί, το έχει σημαδέψει, χρόνια τώρα, ανάμεσα στα μάτια. Δεν υπάρχει χώρα. Υπάρχει μονάχα φασισμός. Αυτό το δειλινό στο Άουσβιτς καθώς κλείνουν απαλά οι τιμές και οι αξίες των καμένων σωμάτων. Μέρα με τη μέρα. Χρόνο με τον χρόνο. Κάτι σαν καθημερινή αιωνιότητα. Εκεί όπου έχουν κράτος και εξουσία (το βιαστικό κράτος που λέγαμε, το κράτος που όταν δεν συναντηθεί με την ανάγκη σύνθεσης γίνεται αυθέντης ταπεινωμένης συνεννόησης), οι τυφλότητες των επάρσεων. Οι άγριες τυφλότητες του καθημερινού φασίστα. Ναι, είσαι ρατσιστής. Επειδή το κορμί σου δεν αντέχει, δεν άντεξε ποτέ, την αφή ενός άλλου σώματος που αναδεύεται μέσα στο ποίημα του καθ’ όλου έρωτα. Είσαι φασίστας και φονιάς γιατί είσαι λίγος, δεν φτάνεις πουθενά.
Εδώ που είναι το πουθενά του Σάρλοτσβιλ και του Ντόναλντ Τραμπ. Αυτή η κτηνωδία είναι το πουθενά. Οι φονιάδες με τους αναμμένους πυρσούς, το λευκό τιποτένιο τίποτα με το πρόσωπο ενός μωρού που δεν πρόκειται να μάθει ποτέ ότι άνθρωπος δεν γεννιέσαι αλλά γίνεσαι. Με την πεποίθηση μιας χώρας ότι έγινε για να είναι ανώτερη. Και θα περάσουν χρόνια πολλά ώσπου να καταλάβει αυτή η χώρα ότι ο καιρός (της) είναι ολιγώτερος από τον χρόνο. Κι ότι αυτό το «Είσαι ρατσιστής» στον ολιγόνου Πρόεδρό της είναι κιόλας μια κουρελιασμένη σημαία. Επειδή, επαναλαμβάνω, το Σάρλοτσβιλ δεν σε πάει πουθενά. Επειδή αυτή η Αμερική δεν σε πάει πουθενά. Ούτε μέχρι τους νεκρούς της. Κι αυτό λέγεται ύβρις. Δηλαδή φασισμός.
Κώστας Καναβούρης
Πηγή: Η Αυγή