Macro

Μήπως είναι αυτοδικία;

Διαφορετικά θέματα θα έπρεπε να μας απασχολούν, χρονιάρες μέρες, πλην όμως η δικαστική εξουσία και συγκεκριμένα ένας ύψιστος φορέας της, το Συμβούλιο της Επικρατείας, άλλα κελεύουν. Και πώς να μην ασχοληθείς με τα έργα και τις ημέρες τους, αφού με τη νέα τους απόφαση για το «πόθεν έσχες», τίναξαν στον αέρα και τη δεύτερη, τροποποιημένη Υπουργική Απόφαση που ρύθμιζε τις λεπτομέρειες της υποβολής αυτών των δηλώσεων για όλους τους υπόχρεους (δικαστές, πολιτικούς, δημοσιογράφου κ.λπ.). Με άλλα λόγια, οι κύριοι δικαστές προσέφυγαν στον εαυτό τους και έκριναν ότι είναι αντισυνταγματικό να ισχύσει και για τους ίδιους η ισονομία. Η νομική κατάσταση δηλαδή που είναι απολύτως συγκροτητική για τη Δημοκρατία και την κοινωνική συνοχή. Αρνούνται οι κύριοι δικαστές να υποβάλουν ηλεκτρονικά τη δήλωση «πόθεν έσχες», αρνούνται να δηλώσουν ποσά που βρίσκονται εκτός τράπεζας (όταν υπερβαίνουν τα 15.000 ευρώ), αρνούνται τον έλεγχο εκτός και αν γίνεται από τους ίδιους για τους ίδιους, αρνούνται να ελέγχονται υποχρεωτικά και όχι δειγματοληπτικά, αρνούνται τελικά να είναι πολίτες με τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις όπως όλοι οι υπόλοιποι. Το πράγμα, μάλλον, έχει ξεφύγει από τον (δημοκρατικό) έλεγχο και έχει γίνει επικίνδυνο. Και μόνο να φανταστεί κάποιος ότι ο θεμελιώδης νόμος του κράτους, το Σύνταγμα, ερμηνεύεται και χρησιμοποιείται με εργαλειακό τρόπο, καθιστώντας τις δυο βασικές θεσμίσεις του πολιτεύματος, δηλαδή την πκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία, υποδεέστερες της δικαστικής, μπροστά στο δικαίωμα της οποίας για «ανεξαρτησία» υποχωρούν τα δικαιώματα των άλλων δύο ως προς την αλληλεξάρτηση και την αλληλεπίδραση των εξουσιών, και μόνο, επαναλαμβάνω, να φανταστεί κάποιος πού μπορεί να οδηγήσει μια τέτοια κατάσταση, αξίζει τον κόπο να προσπαθήσουν όλοι ώστε να ξεπεραστεί αυτή η κατάσταση. Αρκετά έχει πληρώσει αυτός ο τόπος την κατά καιρούς ασυδοσία των εξουσιών οι οποίες συγκροτούν το κράτος.

Γράφει σε ένα εξαιρετικό άρθρο της στην εφημερίδα «Εποχή» η συνταγματολόγος, αναπληρώτρια καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ και πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, κυρία Ιφιγένεια Καμτσίδου:

«(…) Η ‘δικαστική ανεξαρτησία’ δεν μπορεί να εννοιολογηθεί ανεξάρτητα από το σύστημα της ήπιας διάκρισης των εξουσιών, που στηρίζει τη λειτουργία της δημοκρατίας σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα. Στο σύστημα αυτό, η ευεργετική για την προσωπική και πολιτική ελευθερία κατανομή της κρατικής ισχύος πραγματώνεται με μηχανισμούς που εξασφαλίζουν αφενός την αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση των εξουσιών, αφετέρου τη διασταύρωσή τους. Η απαίτηση, λοιπόν, η δικαστική εξουσία να αυτοελέγχεται νοθεύει την αρχή της ήπιας διάκρισης των εξουσιών. Η δικαστική εξουσία, αρνούμενη κάθε αλληλεπίδραση, τείνει να αυτονομηθεί, οι θεσμικές ισορροπίες κλονίζονται, το ενδεχόμενο της αυθαιρεσίας ενισχύεται. Μια μορφή συντεχνιακής οργάνωσης του κράτους διεκδικεί συνταγματικά ερείσματα και η επίκληση της δικαστικής ανεξαρτησίας λειτουργεί ως εμπόδιο και όχι ως όχημα σεβασμού της δημοκρατικής αρχής».

Δηλαδή, πόσο πιο απλά μπορεί να τεθεί αυτό το σοβαρότατο πρόβλημα στη λειτουργία της δημοκρατίας από όσο το θέτει μια εκπρόσωπος της ακαδημαϊκής – επιστημονικής κοινότητας; Εκτός κι αν κάποιος διαβλέπει και εδώ «ωμή παρέμβαση στο έργο της Δικαιοσύνης», όπως είπε με σηκωμένο δάχτυλο ο πρόεδρος του ΣτΕ απαντώντας στις παρατηρήσεις του αρμόδιου υπουργού Δικαιοσύνης. Ή αν αυτή η νηφάλια κριτική άποψη, δημοσίως διατυπωμένη, είναι κατακριτέα, σύμφωνα με τη λογική του ψηφίσματος της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, όπου καταδικάζονται «τα φαινόμενα άσκησης δημόσιας κριτικής που δεν προάγουν το κράτος δικαίου και καταδεικνύουν μια δημοκρατία που νοσεί».

Δηλαδή, στα σοβαρά τώρα! Η δημοκρατία νοσεί όταν υπάρχει δημόσια κριτική, άρα και δημόσιος διάλογος, που είναι ο ακρογωνιαίος λίθος για μια δημοκρατία; Είμαστε σοβαροί; Και θεωρούμε ότι δεν προάγεται το κράτος δικαίου όταν ασκείται κριτική σε αποφάσεις της δικαστικής εξουσίας που τιτρώσκουν, και κάποιες φορές βαρύτατα, ακριβώς την υπόσταση του κράτους δικαίου; Και αυτό να διατυμπανίζεται από τις δικαστικές και εισαγγελικές συνδικαλιστικές οντότητες; Αυτή δεν είναι τυφλή Δικαιοσύνη. Είναι μια ανοιχτομάτα εξουσία που θέλει να τυφλώσει τους άλλους για να μην βλέπουν τα πεπραγμένα της. Είναι μια συστημική παραβατικότητα που λειτουργεί τιμωρητικά -με ιδεολογικό και ταξικό πρόσημο μεροληψίας- εναντίον της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας. Δηλαδή εναντίον της κοινωνίας, αφού η κοινωνία εκλέγει τους εκπροσώπους της. Και τους εκλέγει για να δράσουν υπέρ των συμφερόντων της, να παράγουν έργο υπέρ της. Γι’ αυτό άλλωστε το έργο και των τριών εξουσιών λέγεται λειτούργημα. Πάει να πει, παραγωγή έργου υπέρ του λαού. Η δημόσια κριτική στις παραλείψεις και τα λάθη στην παραγωγή αυτού του έργου συνιστά προαγωγή του κράτους δικαίου. Η συσκότιση, η απόκρυψη και η φοβική περιστολή του δικαιώματος της κριτικής συνιστά έκπτωση του κράτους δικαίου.

Πολύ περισσότερο όταν, σε άδηλου αριθμού περιπτώσεις από τις προβαλλόμενες αρνήσεις στη δήλωση «πόθεν έσχες», διαφαίνεται ισχυρή δόση ιδιοτέλειας, τότε θα πρέπει να εξεταστεί από όλους με ψυχραιμία, μήπως υπάρχει θέμα μιας ιδιόμορφης αυτοδικίας. Μιας κατάστασης δηλαδή όπου η αρμόδια εξουσία, αντί να χρησιμοποιεί τον νόμο, παίρνει τον νόμο στα χέρια της διά της ισχύος. Και όλοι γνωρίζουμε ότι η αυτοδικία κατ’ ουδένα τρόπο συνάδει με τον δημοκρατικό πολιτισμό, που εκτείνεται πολύ πέραν του νομικού. Επίσης όλοι γνωρίζουμε πού οδηγεί η αυτοδικία. Γι’ αυτό όλοι έχουμε υποχρέωση να δούμε πολύ σοβαρά την έξαλλη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η δικαστική εξουσία. Στο κάτω κάτω, για τη ζωή μας πρόκειται. Κι αυτή, ούτε την χρωστάμε ούτε την εγκαταλείπουμε στα χέρια και τα συμφέροντα άλλων. Στη δημοκρατία η Δικαιοσύνη δεν θρησκειοποιείται ως «ιερό» χάρισμα, η Δικαιοσύνη είναι το νεύμα της καθημερινής αγωνίας για ελευθερία και παρηγορία ισότητας όλων. Ό,τι εκφεύγει είναι συστημική βεντέτα. Δηλαδή αυτοδικία.

Κώστας Καναβούρης

Πηγή: Η Αυγή