Macro

Μειονότητα της Θράκης: Οδικός χάρτης των χρόνιων προβλημάτων και προτάσεις

Οι πολιτικές και το δίκαιο που αφορούν τη μειονότητα της Θράκης έχουν διαμορφωθεί σε μια λεπτή αλλά και ανθεκτική ισορροπία ιδεολογικών και θεσμικών παραμέτρων που συχνά διατηρούν ένα ειδικό και εξαιρετικό καθεστώς. Οι παράγοντες αυτοί έχουν μια δεδομένη ιστορικότητα μέσα στο δίπολο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, και στον καταλύτη της αρνητικής αμοιβαιότητας. Δημιούργησαν ροπές συντήρησης ιδεολογιών, σχέσεων εξάρτησης, θεσμικών δομών που ευνόησαν και ευνοούν με ιδιαίτερο τρόπο ορισμένες ομάδες, εντός και εκτός μειονότητας. Ο φόβος ως μοχλός διαμόρφωσης πολιτικών αξιώσεων και η εργαλειακή χρήση των ταυτοτήτων δημιουργούν μια ειδική κατηγορία στάσεων και διαθέσεων που επικάθεται στις κοινωνικές δομές της Θράκης. Έτσι, οι όροι συμβίωσης των ανθρώπων διαμορφώνονται μέσα από την ορατότητα του μειονοτικού στοιχείου, κυρίως μέσα από τη θρησκεία (Ισλάμ) ως ένδειξη της άρρητης και στιγματισμένης εθνικής ετερότητας (κάποιου είδους τουρκική ταυτότητα). Καμία ταυτότητα όμως δεν είναι μονοδιάστατη, στατική και ανεξέλικτη. Πόσο μάλλον μια συλλογική ταυτότητα, όπως είναι η εθνική.

Από την άλλη πλευρά το μειονοτικό της Θράκης εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που καθορίζει το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης και ευκαιριών κοινωνικοοικονομικής προόδου, που έχει ή δεν έχει το σύνολο του πληθυσμού της περιοχής. Σε αυτό το πλαίσιο, το μειονοτικό αποκτά μια ειδική βαρύτητα καθώς θα πρέπει να συσχετίζεται με  προβλήματα και αιτήματα που αφορούν τη Θράκη στο σύνολό της και να εντάσσεται στις εσωτερικές ιεραρχήσεις αναγκών.

Ωστόσο, οι μειονοτικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν και εν πολλοίς συνεχίζουν να εφαρμόζονται στη Θράκη βασίζονται σε γενικότερα ιδεολογικά προτάγματα που γίνονται διαχειρίσιμα μέσα από τον μιλλετιστικό διαχωρισμό ιδιαίτερων θεσμών της μειονότητας, όπως σχολεία, βακούφια και Μουφτείες. (Μιλλέτ: εθνοθρησκευτική ομάδα με θεσμική αυτονομία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία όπως οι Ελληνορθόδοξοι, οι Εβραίοι, οι Αρμένιοι. Η θεσμική θέση των μιλλέτ διαφοροποιούνταν, ανάλογα με τη συγκυρία, απέναντι στην ηγεμονική θρησκευτική ομάδα των μουσουλμάνων.)  Οποιαδήποτε λοιπόν κι αν μπορούσε να είναι η λύση για τα κακώς κείμενα στους θεσμούς αυτούς αλλά και σε άλλα ζητήματα που ενδημούν στην απόλαυση γενικότερων δικαιωμάτων της μειονότητας, η αποϊδεολογικοποίηση του δικαίου με γνώμονα βασικές δικαιοκρατικές αρχές αποτελεί προϋπόθεση για την εναρμόνιση του δικαίου και των πολιτικών με τα όσα ισχύουν στην κανονικότητα της ελληνικής έννομης τάξης. Το κρίσιμο ερώτημα,  το οποίο συνήθως επιμελώς αποφεύγεται να συζητηθεί, αφορά την ιδεολογική αποστολή των μειονοτικών θεσμών ως φορέων διαμόρφωσης θρησκευτικής-εθνικής ταυτότητας, καθώς απευθύνονται σε μια συμπαγή και αμετάβλητη «κοινότητα πιστών».

Για να επιτευχθεί, λοιπόν, ο «εκσυγχρονισμός-εξορθολογισμός» του νομικού καθεστώτος της μειονότητας, θα πρέπει να εγκαταλειφθούν τα ερμηνευτικά σχήματα που εδράζονται στην μιλλετιστική διαφοροποίηση χριστιανού-μουσουλμάνου, διαφοροποίηση που εισάγει θεσμικές εξαιρέσεις από την αδιαίρετη ιδιότητα του πολίτη.

Στα παρακάτω σημεία, παρατίθενται με απόλυτα συνοπτικό τρόπο τα κύρια ζητήματα που χαρακτηρίζουν την οικονομική, κοινωνική και θεσμική θέση της μειονότητας της Θράκης, η οποία έχει εγκλωβιστεί σε στείρες πολιτικές και ιδεοληπτικές αντιπαραθέσεις. Τα ζητήματα αυτά μπορούν να λυθούν άμεσα με γνώμονα την εφαρμογή της κανονικότητας και την ελάττωση κατά το δυνατόν της εξαίρεσης ‒η οποία ιστορικά κατέστη αρνητική για τη μειονότητα‒, εκτός εάν πρόκειται για θέματα τα οποία χρήζουν θετικής διάκρισης. Η αρμοδιότητα του υπουργείου Εξωτερικών στα μειονοτικά θέματα θα πρέπει να επανεξεταστεί, και τα αρμόδια υπουργεία (Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εσωτερικών, Δικαιοσύνης, για παράδειγμα) θα πρέπει να είναι τα αρμόδια για την υιοθέτηση των μεταρρυθμίσεων στις θεματικές που τους αναλογούν. Σε χωριστή ενότητα με λεπτομερή ανάλυση θα εξετάσουμε το ζήτημα της μειονοτικής εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα:

  1. Τα βακούφια (κοινοτικά ιδρύματα-κοινοτική περιουσία) διέπονται από μια θεσμική αταξία η οποία ακροβατεί σε πολιτικές ισορροπίες. Κύριο ζήτημα η μη ανάδειξη των διαχειριστικών επιτροπών με εκλογές, από το 1967. Χάθηκε η ευκαιρία να οργανωθούν εκλογές πέρυσι όταν παραιτήθηκε η διαχειριστική επιτροπή Κομοτηνής. Διορίστηκε εντέλει από την κυβέρνηση, επιβεβαιώνοντας ότι η μεταπολίτευση δεν έχει φτάσει στην Θράκη. Πρόταση: Επαναδιατύπωση του ν. 3647/2008, διαβούλευση με φορείς της μειονότητας, καταγραφή και αναγνώριση τίτλων των βακουφίων και διενέργεια εκλογών των διαχειριστικών επιτροπών. Απαραίτητος ο ουσιαστικός διαχειριστικός έλεγχος με γνώμονα το συμφέρον του βακουφίου.
  2. Ο Μουφτής ως θρησκευτικός αρχηγός εξακολουθεί να διορίζεται για 10ετή θητεία από την κυβέρνηση. Θέμα θρησκευτικής ελευθερίας και πολιτική εμπλοκή με τη δράση των δύο εκλεγμένων Μουφτήδων, φορέων έντονου εθνικιστικού τουρκικού λόγου. Πρόταση: Θεσμοθέτηση της ανάδειξης του Μουφτή ως θρησκευτικού αξιωματούχου με εκλογές και διάκριση (κατ’ αρχάς) του προσώπου του από τον ιεροδίκη.
  3. Ο Μουφτής ως ιεροδίκης δικάζει υποθέσεις οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου σύμφωνα με διατάξεις του ισλαμικού δικαίου, συχνά σε βάρος των δικαιωμάτων της γυναίκας και του παιδιού. Τα δικαστήρια της Θράκης στέλνουν τις υποθέσεις διαζυγίου πίσω στον Μουφτή, αρνούμενα το δικαίωμα στον μουσουλμάνο διάδικο να δικαστεί ενώπιόν του (sic), επιβάλλοντας το ισλαμικό δίκαιο ακόμα και σε εκείνους που δεν το επιθυμούν. Πρόταση: Αναμόρφωση της διαδικασίας και του περιεχομένου του εφαρμοστέου δικαίου μέσα από διάλογο με τη μειονότητα με στόχο την ωρίμανση των κοινωνικών αι τημάτων για ουσιαστική ισότητα. Δεν προτείνεται η άμεση κατάργηση του ιεροδικείου, καθώς θα οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα. Ο ιεροδίκης (άλλο πρόσωπο από τον Μουφτή) να διορίζεται από την κυβέρνηση. Στόχος η εξάλειψη των διακρισιακών διατάξεων με κριτήριο την εφαρμογή της αρχής της ισότητας. Πρόταση άμεσης διευθέτησης: Η νομοθετική κατοχύρωση της συντρέχουσας αρμοδιότητας των πολιτικών δικαστηρίων και των ιεροδικείων με δυνατότητα επιλογής από τους διαδίκους. Για την εκδίκαση από το ιεροδικείο να απαιτείται η ρητή συναίνεση και των δύο διαδίκων. Κατοχύρωση ορισμένων διαδικαστικών προϋποθέσεων (παράσταση δικηγόρου, μαρτύρων στον γάμο, κείμενο απόφασης σε καταληπτή από τους διαδίκους γλώσσα).
  4. Τίτλοι ιδιοκτησίας. Μεγάλος αριθμός μουσουλμάνων κυρίως στον ορεινό όγκο δεν διαθέτει τίτλους ιδιοκτησίας. Το θέμα δημιουργεί μείζον ζήτημα οικονομικής και κοινωνικής ανασφάλειας, που μπορεί να συνδεθεί με το «μειονοτικό». Ήδη έχει θεσμοθετηθεί η ειδική νομιμοποίηση αυθαιρέτων κτισμάτων εάν αφορούν την πρώτη κατοικία με μειωμένο πρόστιμο, χωρίς να θεραπεύεται το πρόβλημα έλλειψης νομιμοποιητικών εγγράφων (ν. 4067/2012, άρθρο 47). Πρόταση: Τακτοποίηση των τίτλων με ειδικές διαδικασίες κατά την κατοχύρωση ιδιοκτησιών με το Κτηματολόγιο ή με μαζικές «τακτοποιήσεις» πέρα από τον σχετικό νόμο του 2011.
  5. Σωματεία. Τα δικαστήρια της Θράκης δεν επιτρέπουν την εγγραφή του καταστατικού ορισμένων μειονοτικών σωματείων παρόλο που το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διαπίστωσε παραβίαση του ευρωπαϊκού δικαίου από τα ελληνικά δικαστήρια. Αυτή η πρωτοφανής παραβίαση εκθέτει την Ελλάδα διεθνώς και υπονομεύει τα στοιχειώδη της ελληνικής δικαιοταξίας όσο διαρκεί η μη εκτέλεση των αποφάσεων από τα ελληνικά δικαστήρια. Πρόταση: Άμεση εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ.
  6. Ιεροδιδάσκαλοι. Με τον ν. 4115/2013 (τροποποίηση του ν. 3536/2007) δημιουργούνται 240 θέσεις ιεροδιδασκάλων. Να αναθεωρηθεί το καθεστώς τους. Χωρίς να έχουν προσόντα καθηγητού μέσης εκπαίδευσης διδάσκουν σε σχολεία το Ισλάμ σε μουσουλμάνους μαθητές (στα ελληνικά). Να λυθούν διάφορα προβλήματα που προκύπτουν (τυποποίηση προσόντων, βλ. δυσαναλογία με τα όσα ισχύουν για τους εκπαιδευτικούς, 9μηνες συμβάσεις με διακοπή και επαναπρόσληψη, επιτροπή επιλογής, ώρες εργασίας, θέσεις σε τζαμιά-σχολεία κ.ά.).
  7. Ανιθαγενείς: Ήδη το 2004-05 αποδόθηκε μαζικά η ιθαγένεια σε 115 ανιθαγενείς (ωστόσο με την λανθασμένη διαδικασία της πολιτογράφησης). Πρόταση: Άμεση απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας στους τελευταίους μειονοτικούς που ζουν στην Ελλάδα σε απόλυτο θεσμικό αποκλεισμό λόγω της ανιθαγένειας σε εφαρμογή της Σύμβασης της Νέας Υόρκης για τους ανιθαγενείς (1954). Να εξεταστεί η δυνατότητα απόδοσης της ιθαγένειας και σε όσους διαβιούν στο εξωτερικό, με την προϋπόθεση ότι διατηρούν ισχυρούς δεσμούς με την Ελλάδα.
  8. Θετικά μέτρα: ισχύουν κυρίως για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Να διατηρηθεί, αλλά να μελετηθεί η απόδοση του μέτρου και η σταδιακή απόσυρση στο απώτερο μέλλον. Παρόμοια για την ειδική ποσόστωση διορισμών μέσω ΑΣΕΠ που δεν εφαρμόστηκε παρά ελάχιστα. Να μελετηθεί και να γίνει αντικείμενο διαβούλευσης.
  9. Νομικό καθεστώς. Πρόταση: Επικύρωση της Σύμβασης-πλαίσιο για τις εθνικές μειονότητες, η οποία έχει ήδη υπογραφεί (1998). Αποφυγή έτσι του διμερούς εναγκαλισμού με την Τουρκία στο μειονοτικό μέσα από την εργαλειοποίηση της Συνθήκης της Λοζάνης, και κατά συνέπεια φιλελευθεροποίηση του νομικού καθεστώτος μέσα από πολυμερή διεθνή εποπτεία.

Μειονοτική εκπαίδευση

Η μειονοτική εκπαίδευση πάσχει από πλήθος νομικών και εκπαιδευτικών αγκυλώσεων με αποτέλεσμα την παροχή χαμηλής ποιότητας παιδείας. Είναι σημαντικό να προχωρήσουν τα παρακάτω:

Α. Κατάργηση των αντισυνταγματικών διακρίσεων και αποκλεισμών μεταξύ χριστιανών-μουσουλμάνων εκπαιδευτικών, του άρθρου 64 παρ. 1ν. 4310/2014, όπως και του άρθρου 68 παρ.6 που ορίζει την αποχώρηση των μουσουλμάνων δασκάλων από το «ελληνόγλωσσο πρόγραμμα» και των χριστιανών που υπηρετούν στο «μειονοτικό πρόγραμμα». Στην πράξη υπάρχουν καταρτισμένοι μειονοτικοί δάσκαλοι-καθηγητές να διδάξουν ελληνικά, ενώ ελάχιστοι με μητρική την ελληνική έχουν επάρκεια για διδασκαλία της τουρκικής (ενδεχομένως τέτοιοι θα υπάρξουν στο μέλλον). Ωστόσο τα κοινοτικά ιδιωτικά μειονοτικά σχολεία έχουν το λόγο θεωρητικά-νομικά για την πρόσληψη των δασκάλων. Δεν θα μπορούσε να γίνει πρόσληψη με βάση την θρησκεία, αλλά το όλο ζήτημα συσχετίζεται με το νομικό καθεστώς των σχολείων το οποίο θα πρέπει να επανεξεταστεί.

Β. Επανεξέταση της διαδικασίας παραγωγής δασκάλων του τουρκόγλωσσου προγράμματος των μειονοτικών σχολείων στο Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ, το οποίο ήδη λειτούργησε και του άρθρου 66 ν. 4310/2014 με το οποίο ιδρύεται διδασκαλείο στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης για την επιμόρφωση δασκάλων του τουρκόγλωσσου προγράμματος, αποφοίτων άλλων παιδαγωγικών τμημάτων. Όμως οι δάσκαλοι που αποφοιτούν από το Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Θεσσαλονίκης, έχοντας ήδη τα κατάλληλα προσόντα ύστερα από 4ετή φοίτηση, δύνανται να διοριστούν στα μειονοτικά σχολεία, ενώ οι υπόλοιποι φοιτητές απόφοιτοι από άλλα Τμήματα της χώρας θα έχουν 4+1 χρόνια φοίτησης. Να διατηρηθεί και να ενδυναμωθεί η ειδίκευση (διδασκαλεία τουρκόγλωσσου προγράμματος) στο ΑΠΘ. Θα μπορούσε να λειτουργεί παράλληλα και το νέο διδασκαλείο στην Αλεξανδρούπολη, το οποίο θα απονέμει την επάρκεια σε αποφοίτους των ελληνικών παιδαγωγικών σχολών (ανεξαρτήτως θρησκεύματος με την προϋπόθεση της αποθρησκευτικοποίησης των προσόντων διορισμού στα μειονοτικά σχολεία).

Γ. Να μελετηθεί ο τρόπος για την διασφάλιση της ελαχιστοποίησης άσκησης πελατειακών σχέσεων και του ειδικού ελέγχου επί των δασκάλων της μειονότητας.

Δ. Απάλειψη της αναφοράς στη διακρατική αμοιβαιότητα με την Τουρκία, σε όλα τα νομοθετήματα εκτός από τα θέματα τεχνικού χαρακτήρα, όπως αυτό της ανταλλαγής των μετακλητών δασκάλων/καθηγητών.

Ε. Κανονικοποίηση των ροών χρηματοδότησης των μειονοτικών σχολείων και παραγωγής των σχολικών εγχειριδίων. Να μελετηθεί και να θεσμοθετηθεί η κανονικότητα στα θέματα αυτά, πέρα από διακρατικούς ανταγωνισμούς. Αντίθετα να δρομολογηθούν σταθεροί δεσμοί συνεργασίας με την Τουρκία, πεδίο και ρόλος του Υπ.Εξ.

ΣΤ. Ίδρυση νηπιαγωγείων με παράλληλη χρήση ελληνικής-τουρκικής. Απαιτείται θεσμοθετημένο δίγλωσσο πρόγραμμα.

Ζ. Ένας νέος νόμος «περί μειονοτικών σχολείων μειονότητας Θράκης» θα πρέπει να αντικαταστήσει τον ν. 694/1997. Επίσης θα πρέπει να καταργηθεί ο ν. 695/1977. Ο νέος νόμος θα πρέπει να αναφέρεται στη Συνθήκη της Λοζάνης (εκτός και εάν κυρωθεί η Σύμβαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης) και τους ισχύοντες νόμους περί δημόσιας και ιδιωτικής εκπαίδευσης.

 

Ο Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου