Συνεντεύξεις

Μιχάλης Σπουρδαλάκης: «Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αλλάξει στρατηγική επειγόντως»

Στη ΔΕΘ τα κόμματα ανοίγουν τα χαρτιά τους, ορίζουν την ατζέντα που θα ακολουθήσουν. Η Ιωάννα Δρόσου και ο Παύλος Κλαυδιανός συζητούν με τον καθηγητή Πολιτικής Κοινωνιολογίας Μιχάλη Σπουρδαλάκη για τη στρατηγική της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ και που μπορεί αυτές να οδηγήσουν.

Δύο χρόνια μετά από τις εκλογές, αν επιχειρούσαμε να βάλουμε σε «κουτάκια» την κυβέρνηση της ΝΔ, πώς θα τη χαρακτήριζες;

Η κυβέρνηση και το κόμμα της ΝΔ χωρίς αμφιβολία αποτελεί μέρος του ρεύματος της Εναλλακτικής Δεξιάς της λεγόμενης alt-right. Πρόκειται για το ρεύμα αυτό της Νέας Ακροδεξιάς, που φαίνεται να αποτελεί την πολιτική παρενέργεια της πολυετούς και πολυεπίπεδης κρίσης με διακριτές πολιτικές και κυβερνητικές επιτυχίες σε Βόρεια και Νότια Αμερική, και στην Ευρώπη (λ.χ. χώρες του Βίσεγκραντ, Βόρεια και Νότια Ευρώπη) και άλλου. Μια νέα πολιτική μετάλλαξη στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας που ουσιαστικά αμφισβητεί ακόμη και τις βασικές συντεταγμένες του Διαφωτισμού. Εκκινώντας από την μοδάτη καταδίκη της πολιτικής ορθότητας, στηρίζεται σε ένα απόλυτο όσο και απλουστευτικό φιλελευθερισμό, θεοποιεί το άτομο, το οποίο καλείται να κρίνει και κυρίως να επικρίνει την επιστημονική γνώση, διαλύει κάθε θεσμική και μη εκδοχή συλλογικότητας εκτός από την οικογένεια και ίσως τις τοπικές κοινότητες και μετασχηματίζει το κράτος δικαίου σε πλέγμα θεσμικών πρακτικών μηδενικής ανοχής και πρακτικών «νόμου και τάξης». Στα καθ’ ημάς, η ΝΔ βρίσκεται πολύ μακριά πλέον από τις καταστατικές αρχές που την θεμελίωσαν στην μεταχουντική συγκυρία αφού καθημερινά και με κάθε ευκαιρία αμφισβητεί ή καλύτερα ξηλώνει το δημοκρατικό και φυσικά το κοινωνικό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης. Σε αυτό το πλαίσιο δηλώνεται ευθαρσώς ότι η ανισότητα είναι φυσικό φαινόμενο, οι αριστερές ιδέες είναι βλαμμένες, ενώ την ίδια στιγμή οι πολιτικές πρακτικές και ρητορική της κυβέρνησης φαίνεται να θεωρεί ότι ο λαός –το κατά το Σύνταγμα υποκείμενο της Δημοκρατίας– δεν μπορεί να επιλέγει επί της ουσίας ποιος θα τον κυβερνήσει, εκτός από τους «αρίστους» των κυριάρχων τάξεων. Αξιοποιώντας το αντιΣΥΡΙΖΑ μπλοκ, στη συγκρότηση του οποίου συνέβαλε και η ίδια, καθώς με τα βασικά χαρακτηριστικά της εποχής των fake news και των καθεστώτων «μετά-αλήθειας», δηλαδή της τέχνης του ψεύδεσθαι, η κυβέρνηση προσπαθεί να αντιμετωπίσει τον φόβο μήπως και έχουμε μια παρόμοια εξέλιξη με τις επιτυχίες της κοινωνικής δυναμικής του της δεκαετίας του 2006 – 2015. Του κινήματος δηλαδή που ξεκινώντας με την αποτροπή της κατάργησης του Άρθρου 16 και της αντίστασης στα μνημόνια λιτότητας, κατάφερε με τις μεγάλες νίκες του ΣΥΡΙΖΑ να ανατρέψει τα βολικά για το κατεστημένο δεδομένα του δικομματισμού. Σε αυτή την προσπάθεια, του πάση θυσία «ποτέ ξανά», της ΝΔ δεν είναι αναγκαίος μόνο ο πολυδιαφημιζόμενος τεχνοκρατισμός του εκσυγχρονιστικού μπλοκ αλλά και η έντονη παρουσία της εθνικιστικής ακροδεξιάς. Συμμαχία που μόνο επιφανειακά φαίνεται παράδοξη μια και η αναπαραγωγή των δύο αυτών τάσεων, στη συγκυρία κοινωνικής και πολιτικής αστάθειας, επιβάλει την πολιτική τους συνύπαρξη και συνεργασία. Η αναποτελεσματικότητα αυτής της συνύπαρξης της κυβέρνησης εκτός των άλλων (απέχθεια στο ρόλο και τις κοινωνικές ευθύνες του κράτους) στηρίζεται στην ένταση ενός ιδιότυπου λαϊκισμού, που αντλεί υλικό από την εν πολλοίς αφελή διαχείριση της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ. Μια διαχείριση η οποία κάτω από το βάρος των μνημονίων αντιμετώπισε το κράτος, ως πολυεπίπεδο δεσμό θεσμών αποκομμένων από τις συντεταγμένες και συγκυριακές ορίζουσες των ταξικών συσχετισμών.

Αυτό το κόμμα, όπως το περιέγραψες, τείνει να φτάσει στα όριά του; Η φθορά της κυβέρνησης της ΝΔ είναι αυξανόμενη και εντεινόμενη.

Πράγματι φαίνεται ότι η κυβέρνηση, ιδιαίτερα μετά τις τελευταίες εξελίξεις έχει υποστεί φθορά. Ωστόσο γνωρίζουμε ότι η εξουσία ενώνει και προστατεύει από κριτικές και φυγόκεντρες δυνάμεις. Υπ’ αυτή την έννοια, παρόλο που πολλά παλαιά και σημαντικά στελέχη της κυβερνητικής παράταξης αρνούνται να δεχθούν ότι ο «μπογδανισμός» αποτελεί το τελικό στάδιο της «Κεντροδεξιάς» είναι αμφίβολο αν θα μπορέσουν να αλλάξουν τη ρότα του κυβερνητικού κόμματος. Εκείνο που θεωρώ ότι είναι δυνατόν να μετασχηματίσει τη δυσαρέσκεια σε πραγματική φθορά και τελικά σε ανατροπή της κυβέρνησης είναι οι κοινωνικές κινητοποιήσεις για τις πολιτικές αλλά και τις παραλήψεις της, από τη μια, και η διοικητική αναποτελεσματικότητα να διεκπεραιώνει στο ακέραιο τα ταξικά συμφέροντα που εκπροσωπεί, από την άλλη. Ο χειμώνας θα έχει πολύ ενδιαφέρον.

Έχει ανοίξει πολλά μέτωπα η κυβέρνηση. Θα μπορέσει να διαχειριστεί τις κρίσεις που δημιουργεί;

Πράγματι, η κυβέρνηση, μακριά πλέον από τα «καθρεφτάκια» της προεκλογικής περιόδου, πιστή στην πραγματική της ατζέντα και αξιοποιώντας με συστηματικό τρόπο την πανδημία, προχωρά στην υλοποίησή της. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι πολιτικές που προκύπτουν συνοδεύονται πάντοτε από σαφείς κοινωνικές και ιδεολογικές αναφορές. Αυτού του είδους ο ιδεολογικός πόλεμος ουσιαστικά στηρίζει και επεκτείνει την νεοφιλελεύθερη ηγεμονία καθώς και την alt-right διαχείρισή της. Δυστυχώς, ο ΣΥΡΙΖΑ σε αυτή την κυβερνητική στρατηγική απαντά αμυντικά, χωρίς ιδιαίτερες κοινωνικές και ιδεολογικές αναφορές. Έτσι θα είναι ευκολότερο για την κυβέρνηση να μπορέσει να διαχειριστεί τις καταστροφικές κρίσεις που δημιουργεί, εάν ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίσει να περιορίζεται σε διαχειριστικές αντιπροτάσεις (οι οποίες μάλιστα τονίζεται ότι είναι «κοστολογημένες»), σε προσωπικές ηθικές αιχμές ή τέλος σε χαρακτηρισμούς εφήμερου εντυπωσιασμού.

Διακρίνεις να επιχειρείται η αποπολιτικοποίηση της πολιτικής αντιπαράθεσης; Ο Κ. Μητσοτάκης είπε στη ΔΕΘ «δεν χρησιμοποιώ ούτε δεξιόμετρα, ούτε αριστερόμετρα. Με νοιάζει η κυβέρνηση να γράφει πολλά χιλιόμετρα». Ο Αλ. Τσίπρας επιμένει στο δίπολο συντήρηση ή πρόοδος. Που οδηγεί αυτή η στροφή;

Η τάση αυτή οδηγεί σε πολύ δύσκολες ατραπούς τη δημοκρατία. Διότι τροφοδοτεί την ψευδαίσθηση ότι «όλοι το ίδιο είναι», ψευδαίσθηση που αφήνει τους πολίτες απροστάτευτους από την επιθετική φιλελεύθερη ρητορική της νέας ακροδεξιάς. Αν λοιπόν αυτό είναι μία από τις βασικές επιδιώξεις της κυβέρνησης, τότε κανείς αντιλαμβάνεται τους κινδύνους όχι μόνο με όρους εκλογικούς αλλά με όρους πολιτικούς: η δημοκρατία εν κινδύνω. Κατά συνέπεια, η αντιπολιτευτική γραμμή για τη ριζοσπαστική αριστερά δεν μπορεί να περιορίζεται σε χαρακτηρισμούς για την «ενσυναίσθηση» των κυβερνητικών στελεχών και του πρωθυπουργού, ούτε με πολεμικές επισημάνσεις του ψευτοελιτίστικου και ουσία επαρχιακού life style κυβερνητικού κόμματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ σε κάθε του ενέργεια συμβολική, υλική, πολιτιστική, κριτική στάση ή προγραμματική πρόταση θα πρέπει να δείχνει ότι συνεχώς επιχειρεί να αλλάξει τους συσχετισμούς, ενδυναμώνοντας τους αδυνάμους και δημιουργώντας μια προοπτική μιας κανονικότητας διαφορετικής λογικής μετά την πανδημία. Υπ’ αυτή την έννοια, έχω πει και με άλλη ευκαιρία ότι η αντιπαράθεση πρόοδος – συντήρηση αποτελεί μια αντιπαράθεση ιστορικά ξεπερασμένη, εκτός των άλλων και για το γεγονός ότι στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας η αριστερά και δη η ριζοσπαστική αριστερά θεωρείται συντηρητική και οι θιασώτες του αγοραίου εκσυγχρονισμού προοδευτικοί.

Γιατί ακολουθείται αυτή η στρατηγική από τον ΣΥΡΙΖΑ;

Η στρατηγική ότι πρέπει να φύγει αυτή η βλαβερή για τη δημοκρατία και την κοινωνία κυβέρνηση είναι απολύτως δικαιολογημένη. Υπό το βάρος αυτής της επιτακτικής ανάγκης ξεχνιέται ότι η αιτία της πολιτικής αποτελεσματικότητας του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η υπόσχεση ότι η ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών για την ανακούφιση των υποτελών τάξεων και στρωμάτων θα συνοδευόταν από την προσπάθεια αλλαγής των κοινωνικών, πολιτικών και θεσμικών συσχετισμών προς μια προοπτική κοινωνικού μετασχηματισμού. Αυτό μοιάζει να έχει ξεχαστεί και άρα η συζήτηση τεχνοκρατικοποιείται και αποπολιτικοποιείται. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε, και θεωρώ ότι ακόμη έχει, μια ευκαιρία να επανέλθει στη ριζοσπαστική στρατηγική του ρότα αξιοποιώντας την πανδημία. Η ευκαιρία όμως είναι ακόμη εδώ γιατί η πανδημία και οι πολιτικές που προκαλεί θυμίζουν καθημερινά ότι κυρίως τα λαϊκά στρώματα δεν μπορούν να αισιοδοξούν ή έστω να αισθάνονται ασφαλείς. Η πανδημία υπογραμμίζει επίσης την ανορθολογικότητα του καπιταλισμού και την ανικανότητα των διεθνών οργανισμών ακόμη και να συγκαλύψουν τις τεράστιες πολυεπίπεδες ανισότητες, ενώ απέναντι στην προφανή ανάγκη για συλλογικότητα και αλληλεγγύη το κράτος φαίνεται «επιστρέφει». Μια επιστροφή ωστόσο στρεβλή και αυταρχική. Επιπλέον, η πανδημία έφερε στο προσκήνιο με τον πλέον έντονο τρόπο το τρισδιάστατο των βασικών αντιθέσεων, που η αντιμετώπισή τους ήταν πάντα στην ατζέντα της ριζοσπαστικής, ανανεωτικής Αριστεράς: το ταξικό, τα ζητήματα του κοινωνικού φύλου και το ζήτημα του περιβάλλοντος. Σε αυτό έπρεπε να εντάσσει τις όποιες προτάσεις και πρωτοβουλίες ο ΣΥΡΙΖΑ και όχι μόνο σε προτάσεις, περιορισμένες χρονικά και διαχειριστικά στον κυβερνητικό ή κοινοβουλευτικό ορίζοντα.

Ποια θα έπρεπε να είναι η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να αντιμετωπίσει την κυβέρνηση της ΝΔ και να καρπωθεί τη φθορά;

Να αξιοποιήσει τη χαμένη ευκαιρία που δίνει η πανδημία. Πρέπει να αλλάξει στρατηγική επειγόντως. Να συνδέσει το αίτημα της διασφάλισης της δημοκρατίας, όχι μόνο ως κράτους δικαίου αλλά και με εκείνο της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αυτό θεωρώ μπορεί να ανασκευάσει κάποια από τα λάθη, της τελευταίας διετίας, που πλήγωσαν όχι μόνο την εικόνα, αλλά την ψυχή του ΣΥΡΙΖΑ (Ελληνικό, εργασιακό νομοσχέδιο, προτάσεις για υπουργούς κοινής αποδοχής κ.ά.). Φυσικά θα πρέπει να εξακολουθεί να έχει κυβερνητική οπτική και στόχευση. Ο ΣΥΡΙΖΑ αναλαμβάνει κυβερνητικές ευθύνες γιατί θέλει πάντα να απαλύνει τον πόνο των ανθρώπων που δημιουργεί ο καπιταλισμός. Εκτός από αυτό –που έκανε παλιά η σοσιαλδημοκρατία όταν μπορούσε- ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να εμφανιστεί και ως η αριστερά που δίνει όραμα και προοπτική στο επίπεδο της Δημοκρατίας αλλάζοντας τους συσχετισμούς και μεταφέροντας δύναμη στις υποτελείς τάξεις και στρώματα.

Υπάρχει το ενδεχόμενο –το υπονόησες λίγο νωρίτερα- να συσσωρευτεί η κοινωνική δυσαρέσκεια και ο ΣΥΡΙΖΑ να εκπροσωπήσει ξανά μαζικά αιτήματα της κοινωνίας;

Πράγματι το ενδεχόμενο αυτό είναι πολύ πιθανό και ο ΣΥΡΙΖΑ μπροστά σε αυτή την προοπτική πρέπει να ανακτήσει επειγόντως την αξιοπιστία του, αναδεικνύοντας τα δικά του κεκτημένα, αναγνωρίζοντας και επικαιροποιώντας τη δική του πολιτική. Δεν μπορεί να αναμένει κανείς από τον ΣΥΡΙΖΑ να αποκτήσει μια σχέση με την κοινωνία ΠΑΣΟΚ-ΚΚΕ λογικής, μιας λογικής δηλαδή που παρεμβαίνει στην κοινωνία ως κόμμα, σπρώχνοντάς την σε άκαμπτες προειλημμένες αποφάσεις. Δεν ξέρει να το κάνει, και ευτυχώς. Γιατί και εδώ οφείλεται η μεγάλη του επιτυχία. Πρέπει να μπει στο κοινωνικό πεδίο με όποιες δυνάμεις έχει, αξιοποιώντας αυτά που ξέρει. Ότι δηλαδή είναι δίπλα στην κοινωνία, μαθαίνει από αυτήν, σέβεται τις προοπτικές που αυτή επιλέγει, διατυπώνει τις διαφωνίες του, συνθέτει και προχωρά. Πρέπει να δείξει ο ΣΥΡΙΖΑ ότι απέναντι σε μια κυβέρνηση που υπονομεύει συστηματικά ακόμη και τα ελάχιστα της κοινωνικότητας έχει άλλη πρόταση και προοπτική. Σε αυτό το πλαίσιο για παράδειγμα να ανοίξει τη συζήτηση για το πώς θα θέσει ολόκληρο το σύστημα υγείας υπό κοινωνικό έλεγχο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ζητά μια δεύτερη ευκαιρία, να μπορέσει στις επόμενες εκλογές να φτιάξει μια προοδευτική κυβέρνηση. Παράλληλα, τη συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ χαρακτηρίζει πια ως «αναγκαίο κακό». Στα χρόνια που μεσολάβησαν, και μετά την ψήφιση της απλής αναλογικής, έχει χτιστεί κουλτούρα συμμαχιών ή μένει σε ένα εκλογικό επίπεδο;

Ήμουν ενάντια στην απλή αναλογική, με τον τρόπο που έγινε και στο χρόνο που έγινε. Ήταν μια πολύ βιαστική απόφαση. Αν και αποτελούσε ιστορική δέσμευση της Αριστεράς, μια τέτοια μεταρρύθμιση δεν εισάγεται με αυτόν τρόπο. Χρειαζόταν σημαντική προετοιμασία στο θεσμικό περιβάλλον και στην κουλτούρα της συζήτησης. Ενώ παράλληλα επιβαλλόταν μετατόπιση του κέντρου βάρους της πολιτικής αντιπαράθεσης προς το αριστερό αξιακό πλαίσιο και ιδεολογικό προσανατολισμό, ώστε το πολιτικό αποτέλεσμα να παράγει θετικές συνθέσεις. Αυτό είναι αδύνατον σήμερα. Μάλιστα θεωρώ ότι η διάταξη των πολιτικών δυνάμεων μάλλον τον αντίπαλο θα ευνοήσει. Οι κομματικές συμμαχίες που επιχειρούνται τώρα –αναγκαστικά- είναι απλώς ζήτημα κουκιών και συνεννοήσεων κορυφής. Έτσι, δίνεται η εντύπωση ότι η προοπτική σου δεν είναι η αλλαγή συσχετισμών δυνάμεων για το μετασχηματισμό της κοινωνίας, αλλά μια διαχειριστική λογική. Θέλω να πω πως ήταν ένα μείζον λάθος. Και πρέπει να αναστοχαστεί ο ΣΥΡΙΖΑ γιατί έκανε αυτές τις επιλογές, σε μια εποχή που ο νεοφιλελευθερισμός και ο ατομισμός έχουν το πάνω χέρι, και όχι τα προτάγματα της ισότητας και της συλλογικότητας. Οι πολίτες που εμπιστεύτηκαν τον ΣΥΡΙΖΑ ήθελαν να κυβερνήσει διαφορετικά. Με διαφορετικό λόγο, με διαφορετικές πολιτικές, με διαφορετικές πρωτοβουλίες. Αυτό που πιστεύω ότι αποτελούσε και αποτελεί το βασικό αίτημα της κοινωνικής πλειοψηφίας και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν το έδειξε. Φυσικά, ποτέ δεν είναι αργά. Τα κόμματα –και πόσω μάλλον τα κόμματα της αριστεράς- μπορούν να αλλάξουν στρατηγικές. Ανοίγεται, επομένως, μια ευκαιρία, η οποία προϋποθέτει σημαντικές αλλαγές στο επίπεδο της κομματικής οργάνωσης.

Αφού έκανες αυτή την αναφορά, δεν μπορούμε να μην σε ρωτήσουμε για το τι χρειάζεται το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ;

Χρειάζεται μια οργάνωση η οποία θα ανταποκρίνεται στον σύγχρονο κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, που δεν θα περιορίζει τις αναγκαίες οργανωτικές του μεταρρυθμίσεις στην αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών επικοινωνίας. Οργάνωση που δεν θα εγκαταλείπει τα κεκτημένα της συμμετοχής, της δημιουργικής έκφρασης και δράσης σε συνδυασμό με την πολιτική αποτελεσματικότητα. Ένα τέτοιο κόμμα θα είναι ικανό να προστατεύει τον ΣΥΡΙΖΑ από τον κυβερνητισμό, τον συγκεντρωτισμό και από την οίηση του κοινοβουλευτισμού. Το οργανωτικό πρόβλημα των κομμάτων της Αριστεράς είναι παγκόσμιο και πρέπει με δημιουργικό τρόπο και φαντασία να το αντιμετωπίσουμε στηριζόμενοι σε θεωρητικά κεκτημένα και πρακτικές εμπειρίες. Η αξιακή αφετηρία αυτών των οργανωτικών αλλαγών είναι ο εκδημοκρατισμός. Καθώς η οργάνωση των κομμάτων αποτελεί πάντα το προείκασμα της κοινωνίας που επιδιώκουν. Ιδιαίτερα σήμερα που ενώ πλέον το παλαιό σύνθημα «ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρχει» ακούγεται ως ταυτολογία, η υπονόμευση της δημοκρατίας από τις συνεχώς ανανεούμενες νεοφιλελεύθερες εκδοχές είναι καθημερινότητα, και αμφισβητούν την δυνατότητα της συμβίωσης του καπιταλισμού με την δημοκρατία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι «η δημοκρατία ή θα είναι σοσιαλιστική ή δεν θα υπάρχει». Σε αυτές τις συνθήκες, ο εκδημοκρατισμός της ριζοσπαστικής, ανανεωτικής Αριστεράς αναδεικνύεται σε πρώτη προτεραιότητα.

Πηγή: Η Εποχή