Τη συνέντευξη πήραν η Ιωάννα Δρόσου και ο Παύλος Κλαυδιανός
Έχοντας πια μια απόσταση και με την ιδιότητα του πολιτικού επιστήμονα –στρατευμένου πάντα στην Αριστερά- πώς αποτιμάς την εκλογική καταγραφή; Γιατί κέρδισε η Νέα Δημοκρατία και γιατί έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ;
Πάντα το αποτέλεσμα των εκλογών διαμορφώνεται μήνες πριν τη μέρα διεξαγωγής τους. Είναι προφανές ότι η Νέα Δημοκρατία κατάφερε, με τα όπλα που διέθετε, δηλαδή ένα πολύ καλά οργανωμένο σύστημα επικοινωνίας, να αξιοποιήσει στο έπακρο τις παραλείψεις και τα λάθη της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, να αποκρύψει και να στρεβλώσει ό,τι κοινωνικά και πολιτικά δημοκρατικό αυτή θεσμοθέτησε. Με αυτό τον τρόπο κατάφερε να υπονομεύσει την κοινωνική συμμαχία που συγκροτήθηκε τα τελευταία χρόνια και στήριζε τον ΣΥΡΙΖΑ και να δημιουργήσει δεξαμενές ψηφοφόρων στήριξης από το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο που και η ίδια κατασκεύαζε.
Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε σοβαρά λάθη τακτικής και στις εκλογές που προηγήθηκαν, (ευρωεκλογές, δημοτικές). Αφήνοντας κατά μέρος την παραφιλολογία ότι «κλείνει η ψαλίδα» και τις αναμονές που αυτή δημιούργησε πρώτον μετέτρεψε τις ευρωεκλογές από εκλογές δεύτερης τάξης (εκλογές διαμαρτυρίας και ελεύθερης επιλογής) σε εκλογές πρώτης τάξης. Εγκατέλειψε τις επτά προτάσεις του για την απαιτούμενη αλλαγή στην ΕΕ, οι οποίες βρίσκονταν σε πλήρη συντονισμό με τις αποφάσεις του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς και οι οποίες έδιναν μία διέξοδο στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική κρίση της Ένωσης. Οι προτάσεις αυτές έφερναν σε δύσκολη θέση τη ΝΔ αναδεικνύοντας την κενότητα του συνθήματος της για «περισσότερη Ευρώπη» και διέλυαν τις κραυγές ότι οι ευρωεκλογές ήταν «δημοψήφισμα». Ξαφνικά, η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ άλλαξε. Φάνηκε να υιοθετεί την λογική των δημοψηφισματικών εκλογών του αντιπάλου, και με αιχμή το αδιαμφισβήτητο χάρισμα και λαϊκό έρεισμα του Τσίπρα θεώρησε ότι μπορούσε να κερδίσει τις εκλογές. Έτσι, ένα αναμενόμενο αποτέλεσμα, ερμηνεύτηκε ως πολιτικό σοκ και έκανε πολύ δύσκολη, σχεδόν επέβαλε, την προσφυγή στις κάλπες.
Δεύτερον, στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές τα λάθη και οι παραλήψεις του ΣΥΡΙΖΑ είχαν αρνητικότερα αποτελέσματα αφού με τη σειρά τους συνέβαλαν αποφασιστικά στο αποτέλεσμα των εκλογών της 7ης Ιουλίου. Αφήνοντας κατά μέρος την αποτυχία να αναδειχθούν και να στηριχθούν οι «καλές πρακτικές» που υπηρετούσαν ριζοσπαστικές και φίλιες με αυτές δυνάμεις (Αττική, Δ. Ελλάδα, Ιώνια, Αιγάλεω κ.α.), ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προσάρμοσε τη στρατηγική του (επιλογή προσώπων, συμμαχίες κλπ) στις αλλαγές του νομοθετικού πλαισίου (απλή αναλογική κλπ). Η «προοδευτική συμμαχία» εδώ δεν φαίνεται να βοήθησε ιδιαίτερα. Γιατί πώς αλλιώς, για παράδειγμα, μπορεί να ερμηνεύσει κανείς ότι στην πλέον ισχυρή για τον ΣΥΡΙΖΑ περιφέρεια της Κρήτης από τους 51 περιφερειακούς συμβούλους μόνο ένας είναι κομματικό μέλος.
Παρά τα λάθη, σημαντική εκλογική επίδοση
Θεωρείς ότι αν γίνονταν τώρα, στην ώρα τους, οι εκλογές, θα ήταν άλλο το αποτέλεσμα;
Αν δεν είχαν γίνει αυτά τα λάθη, δεν υπήρχε λόγος να προκηρυχθούν εκλογές και επομένως θα υπήρχε ο απαραίτητος χρόνος, ώστε να πιστωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ το αποτέλεσμα των πολιτικών, που ακολούθησε τα προηγούμενα χρόνια και εμφανίζει τώρα η νέα κυβέρνηση ως δικά της κεκτημένα. Και πάλι, όμως, παρά τα λάθη που έγιναν στις δημοτικές, περιφερειακές και ευρωεκλογές, αν είχε επικρατήσει ψύχραιμη πολιτική λογική και είχαν ενεργοποιηθεί τα συλλογικά όργανα του κόμματος ίσως να είχαν αποφευχθεί οι βιαστικές, αν και απολύτως κατανοητές ψυχολογικά, αποφάσεις και θα μπορούσαν να γίνουν το φθινόπωρο οι εκλογές, όπου το κλίμα θα ήταν διαφορετικό.
Μέσα και από τις σελίδες της «Εποχής» έχουμε προσπαθήσει να αναλύσουμε και τις τρεις κάλπες, καθώς για την Αριστερά οι αυτοδιοικητικές εκλογές –το αποτέλεσμα των οποίων σε πολλές αναλύσεις αγνοείται- έχουν ιδιαίτερη σημασία. Γιατί πιστεύεις ότι σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης ο ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε;
Όπως ήδη είπαμε και πιο πάνω, από τις τρεις κάλπες πιστεύω ότι η μεγαλύτερη ήττα που υπέστη ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές. Από τη μια, αξιοποίησε τη λεγόμενη «Γέφυρα» και τη «Προοδευτική Συμμαχία» και έφτιαξε ψηφοδέλτια ή συμμετείχε ή ανέχτηκε πρωτοβουλίες που ήταν σε αυτό το κλίμα, από την άλλη ωστόσο φάνηκε να απουσιάζει η θεωρητική κατανόηση της πολιτικής δυναμικής αλλά και των συνεπειών των θεσμικών αλλαγών που έφερναν οι δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης στο πεδίο αυτό. Εδώ το εγκαταλειμμένο και αδύναμο κόμμα δεν κατάφερε να χαράξει μια πολιτικά και εκλογικά αποτελεσματική στρατηγική. Γεγονός που εκτός των άλλων εξάντλησε και την όποια υποβοηθητική συμβολή της «Προοδευτικής Συμμαχίας». Φυσικά, η συμβολή αξιόλογων προσώπων μπορεί να αποτελεί εξαίρεση στην παραπάνω εκτίμηση αλλά γενικά το μονομερές αυτό «άνοιγμα» θυμίζει στους πολίτες σκοποθεσίες και πρακτικές που πολύ λίγη σχέση έχουν με την καταστατική υπόσχεση του ΣΥΡΙΖΑ για κοινωνιοκεντρική πολιτική διευθέτηση, θετική για τις υποτελείς τάξεις και γενικά για τα ευρύτερα κοινωνικά αιτήματα.
Και εδώ θέλω να ανοίξω μία παρένθεση: Είχα πάντα την πεποίθηση ότι για τη ριζοσπαστική ανανεωτική αριστερά η έννοια της «προόδου» είτε πρέπει να προσδιορίζεται με σαφήνεια ή καλύτερα θα πρέπει να χρησιμοποιείται με μεγάλη φειδώ. Κι αυτό διότι ήδη από τη δεκαετία του 1960 για τα ριζοσπαστικά κινήματα της εποχής, η έννοια της «προόδου» δεν είναι πάντα θετική, αφού συχνά αντλεί το αξιακό της περιεχόμενο από την αλόγιστη οικονομική ανάπτυξη, της υπαγωγής της επιστήμης και της τεχνολογίας στα προτάγματα της υπερπαραγωγής και υπερκατανάλωσης.
Όμως, παρά τα λάθη που έγιναν [το κάλεσμα των εκλογών, η στρατηγική των ευρωεκλογών, η ήττα στις αυτοδιοικητικές εκλογές, η εξάντληση των όποιων αναμονών για θετικό αποτέλεσμα από τη «Προοδευτική Συμμαχία»], η εκλογική επίδοση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν σημαντική. Ήταν το αποτέλεσμα της αναγνώρισης ότι παρά τις ακραία αρνητικές συνθήκες, ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί ζωντανή την ελπίδα και την προσπάθεια για μια διαφορετική και έμπρακτα κοινωνικά ευαίσθητη πολιτική διευθέτηση. Τα σχετικά μεγάλα ποσοστά στις περιοχές χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων και το σχετικά μεγάλο μετεκλογικό ρεύμα προσέγγισης και ένταξης στο κόμμα δείχνουν και την κατεύθυνση του ΣΥΡΙΖΑ. Όταν χάνεις το έτσι και αλλιώς κοινωνικά απόμακρο ακροατήριό σου, όταν η κοινωνική σου στήριξη προέρχεται από τις δομικά εγγύτερες κοινωνικές δυνάμεις, επιχειρείς να διευρύνεις την εκπροσώπηση των τελευταίων και δεν μετακινείσαι στην αβέβαιη και αλλοτριωτική έκφραση των πρώτων. Πολύ σχηματικά: «όταν χάνεις από τα δεξιά πας αριστερά», όχι στο κέντρο, ακόμη κι αν αυτό είναι «προοδευτικό».
Στόχος η παλινόρθωση
Να δούμε και τη στρατηγική της Νέας Δημοκρατίας, ως κυβέρνησης πια;
Η νέα κυβέρνηση μοιάζει να είναι εξαιρετικά καλά οργανωμένη και μελετημένη. Οι προτάσεις της είναι πλήρεις και σχεδόν πάντα περιέχουν ιδεολογικά και ταξικά στοιχεία. Στέλνουν μήνυμα στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και επιχειρούν να υπονομεύσουν τον αντίπαλό, δηλαδή την αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ, κ.λπ. Δείτε, για παράδειγμα, τις εξαγγελίες για τις φυλακές Κορυδαλλού: ικανοποιεί ένα πάγιο αίτημα της ευρύτερης λαϊκής περιοχής, κάνει γέφυρα με την οικολογία μιλώντας για πάρκο, επιχειρεί να δημιουργήσει ρήγματα στον ΣΥΡΙΖΑ που δεν το έκανε, ενώ ταυτόχρονα κλείνει το μάτι και στις κατασκευαστικές.
Η κεντρική, ωστόσο, στρατηγική της είναι η παλινόρθωση. Η επαναφορά της παλιάς διευθέτησης των σχέσεων κοινωνίας-κράτους, με τη μόνη διαφορά ότι θα πρέπει να είναι πιο σκληρή και πιο αποτελεσματική. Μόνο έτσι, νομίζει ότι θα μπορέσει να αποκλείσει οποιαδήποτε οιονεί απειλή αισθάνθηκε (πραγματική ή εικονική) από τα τέσσερα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό και χρησιμοποιεί –παρότι αυτό φέρνει εσωκομματικές τριβές – ολόκληρο το φάσμα του αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου. Η Νέα Δημοκρατία προσπαθεί σήμερα να ακυρώσει όλα όσα αφήνουν κάποιο αριστερό αποτύπωμα και νομίζει ότι ενδεχομένως στο μέλλον μπορεί να την απειλήσουν. Και το κάνει γρήγορα.
Θεωρείς ότι η κυβέρνηση παρουσιάζει μια αστάθεια; Για παράδειγμα, ο συντηρητισμός που επιδεικνύει δεν αντικρούει την προσπάθειά της;
Όχι. Υπάρχει σαφώς μια αστάθεια γιατί τα πράγματα είναι ασταθή στον οικονομικό τομέα. Η Νέα Δημοκρατία, επειδή είχε περισσότερο τα όπλα της επικοινωνίας, έκανε ένα πρόγραμμα βασισμένο στα fake news που η ίδια κατασκεύαζε. Γι’ αυτό βλέπουμε να έχει προβλήματα με το Ελληνικό, να αλλάζει θέση με το Μακεδονικό, κ.λπ. Αλλά δεν εκτιμώ ότι αυτά θα της δημιουργήσουν πρόβλημα. Πρόβλημα φυσικά δεν φαίνεται να μπορεί να δημιουργήσει και ο ΣΥΡΙΖΑ αν συνεχίσει να έχει ένα ημι-κυβερνητικο-κεντρικό προγραμματικό λόγο και όχι έναν συριζέικο λόγο και κινηματική πρακτική. Αντίθετα, θα συμβάλλει σε μια κυβερνητική σταθερότητα, και άρα σταθερότητα των δικών της επιδιώξεων. Αν η αντιπολίτευση παραμείνει σε αυτή τη λογική, νομίζω ότι πέρα από τις αναμενόμενες τριβές, η κυβέρνηση δεν θα συναντήσει ιδιαίτερες φουρτούνες.
Αξιοποίηση της εμπειρίας, απολογισμός, αυτοκριτική
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα που αναδύθηκε την περίοδο της κρίσης, αλλά δεν γεννήθηκε κατά τη διάρκεια αυτής, έχει μακρά ιστορία και παράδοση. Είναι ένα από τα ελάχιστα παραδείγματα που έχει πια την εμπειρία της κυβέρνησης. Πώς πρέπει αυτή να αξιοποιηθεί;
Ας πάμε λίγο πιο πίσω. Υπάρχουν δύο βασικές κρίσεις. Η πολιτική κρίση (κρίση εκπροσώπησης) που έδωσε χώρο και ευκαιρίες στο ΣΥΡΙΖΑ να κάνει την αριστερή στροφή, να πάει στην κοινωνία και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών. Μια κίνηση διαφορετική από την κυρίαρχη πρακτική της κομματικοκεντρικής Μεταπολίτευσης, (πρακτικές ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ και στη συνέχεια ΝΔ). Από την άλλη, υπάρχει η κρίση που προκύπτει από την αδυναμία ρεαλιστικής διατύπωσης πολιτικών μετασχηματισμού που να ανοίγουν ρωγμές στο σύστημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε με σχετική επιτυχία να απαντήσει στην πρώτη κρίση, ενώ στην κυβέρνηση έμαθε με τον πλέον σκληρό τρόπο τα πολύ στενά όρια της δυνατότητας για πολιτικές μετασχηματισμού. Πολιτικές που δυνάμει αλλάζουν κοινωνικούς συσχετισμούς προς όφελος υποτελών κοινωνικών στρωμάτων. Όπως για παράδειγμα ήταν στο παρελθόν το προγραμματικό ρεπερτόριο της αριστεράς που περιελάμβανε εθνικοποιήσεις, κοινωνικοποιήσεις, αυτοδιαχείριση, κοινωνικούς προϋπολογισμούς κά.
Η αξιοποίηση της εμπειρίας του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να εκκινήσει από την κατανόηση της στρατηγικής του που τον έφερε στην κυβέρνηση. Στρατηγική που κατά την άποψή μου α) είχε ως αφετηρία την παρουσία στην κοινωνία και τη δυναμική της, β) οικοδομούσε σοβαρή παρουσία στους θεσμούς κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης, γ) επεδίωκε ενεργά την ενότητα του όλου της αριστεράς (νέας, κινηματικής, σοσιαλδημοκρατικής και πολυλενινιστικής), δ) πρότεινε ένα συνεκτικό πρόγραμμα δομικών κοινωνικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων και τέλος ε) ξεπέρασε τα παραδοσιακά συμπλέγματα της αριστεράς και ανέλαβε κυβερνητικές ευθύνες. Γι’ αυτό και από το 2010 έως και το 2015 έγινε το παγκόσμιο πρότυπο για την δημοκρατικούς και αριστερούς πολίτες. Στην κυβέρνηση, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ φάνηκε ότι δεν είχε συνειδητοποιήσει πλήρως τη δύναμη της στρατηγικής που τον πηδαλιούχησε στην κυβέρνηση. Με τις γενικές συνθήκες, ακραία αρνητικές, ξεχάστηκε. Βολεύτηκε με την διαπίστωση «έχουμε την κυβέρνηση, αλλά όχι την εξουσία». Υποβάθμισε τις επιτελεστικές δυνατότητες του κυβερνάν και δεν κατάλαβε ότι από την εμβάθυνση και συνεχή επικαιροποίηση της στρατηγικής του θα αντλούσε δυνάμεις και στην κυβέρνηση. Η κατανόηση αυτής της πορείας αποτελεί το πρώτο βήμα της αξιοποίησης της εμπειρίας.
Το δεύτερο βήμα, στενά συνυφασμένο με το πρώτο, αποτελεί ίσως την μεγαλύτερη πρόκληση: Αν ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να σώσει την ψυχή του δεν μπορεί παρά να εμπλακεί στην παραγωγή πολιτικών, που με φαντασία και αποτελεσματικότητα θα συμβάλλουν στον μετασχηματισμό της κοινωνίας. Στην παραγωγή με άλλα λόγια μιας συστοιχίας από «αδύνατες μεταρρυθμίσεις» που θα ανοίγουν ρωγμές στο συνεχώς ισχυροποιούμενο σύστημα σε εθνικό και φυσικά σε υπερεθνικό επίπεδο.
Έχασε πιστεύεις την πυξίδα του; Τώρα είναι απαραίτητος ο αναστοχασμός, η αποτίμηση αλλά και η αυτοκριτική. Κινείται σε αυτή την κατεύθυνση;
Ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνησε κάτω από τραγικά πιεστικές συνθήκες. Θα μπορούσε όμως να έχει σε κάθε τομέα μια έμπρακτη λογική από τα κάτω προς τα πάνω. Πολλοί υπουργοί αποφάσιζαν ερήμην του κόμματος, των κινημάτων, των συλλογικοτήτων. Μπορεί να ήταν μια εντιμότερη, καλύτερη, αμεσότερη διοίκηση, αλλά θύμιζε το παρελθόν. Εκφραζόταν συχνά από ένα οικονομίστικο λόγο, που περιόριζε τις απαραίτητες για την αριστερά ιδεολογικές αιχμές. Παράλληλα, ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε την κρατική διαχείριση με μια αφελή αντίληψη για το τι είναι το κράτος και κρατική εξουσία. Το να το επισημάνεις σήμερα λάθη, παραλήψεις και καθυστερήσεις, όπως έκανε ο Τσίπρας στη ΔΕΘ, χρειάζεται αλλά δεν αρκεί. Ο εντοπισμός των λαθών και των παραλείψεων πρέπει να φτάσει στις αιτίες τους. Θα πρέπει η σημερινή ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ –και εννοώ στο σύνολό της- να δει κατάματα και με ψυχραιμία τα λάθη που έγιναν. Γιατί δεν κατάφερε να προβάλει τα εξαιρετικά δικά του «κατορθώματα»; Τι εμπόδισε τον ΣΥΡΙΖΑ να επιμορφώσει τα μέλη του και την κοινωνία; Γιατί ακολούθησε την πεπατημένη και μπερδεύει την πολιτική αντιπαράθεση με την επικοινωνιακή «κόντρα»; Γιατί επεδίωξε να παρέμβει στο επικοινωνιακό πεδίο με παραδοσιακούς και απαξιωμένους τρόπους και δεν ενδυνάμωσε τον δικό του λόγο στο επικοινωνιακό παιχνίδι; Γιατί δεν έφτιαξε μια ΕΡΤ αξιοποιώντας το κεκτημένο της αυτοδιαχείρισης το πεντάμηνο του «μαύρου»; κά
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να μετασχηματίσει τη διαιρετική τομή της συγκυρίας, το μνημόνιο-αντιμνημόνιο και να αντιπαλέψει τον συνεχώς ανανεούμενο νεοφιλελευθερισμό μετατρέποντας τον αγώνα αυτόν σε εναλλακτικό αντικαπιταλιστικό θετικό κίνημα. Την ίδια στιγμή άφησε το κόμμα στο περιθώριο – ως ένα βαθμό κατανοητό αφού μεγάλο τμήμα στελεχιακού δυναμικού μπήκε στο κράτος – με αποτέλεσμα τη συγκέντρωση της εξουσίας σε πολύ μικρό αριθμό στελεχών της κομματικής και κυβερνητικής ιεραρχίας χωρίς τακτική λογοδοσία.
Το ίδιο το κόμμα φάνηκε να μην διαθέτει ικανά αντισώματα και «μολύνθηκε» από την εκλογική του επιτυχία. Παρουσίασε σοβαρά φαινόμενα κοινοβουλευτικοποίησης, τα οποία αλλοίωσαν τον κινηματικό του χαρακτήρα, κάτι που συνέβαλε αποφασιστικά και σε φαινόμενα κρατικοποίησής του. Λειτουργικές δυσλειτουργίες παρουσιάστηκαν και εσωκομματικά για παράδειγμα πόσο λειτουργικό είναι η Κεντρική Επιτροπή να συνεδριάζει μονίμως μαζί με την κοινοβουλευτική ομάδα, οι συνεδριάσεις της να είναι μονίμως ανοικτές σε μέλη και μη μέλη, ενώ ο διαθέσιμος χρόνος παρεμβάσεων να είναι περιορισμένος,. κόκ.
Μερικές προτάσεις για τον ΣΥΡΙΖΑ
Επομένως, πως πρέπει να λειτουργήσει ο ΣΥΡΙΖΑ;
Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως είπαμε, οφείλει να εμπλουτίσει την στρατηγική του από την εμπειρία πέντε ετών. Δεδομένου ότι το δίλημμα ανάμεσα σε μεταρρύθμιση και επανάσταση έχει ιστορικά ξεπεραστεί, θα πρέπει να προτείνει τομές που να φαίνονται «αδύνατες» για το σύστημα. Γι’ αυτό χρειάζεται ένα κόμμα που να σκέφτεται, ανοιχτό στην κοινωνία, που συσκέπτεται με αυτή για να αντλήσει ιδέες, που αξιοποιεί την κοινωνικά παραγόμενη γνώση. Η κρίση εκπροσώπησης είναι πολύ βαθιά. Και η φωνή των εργαζομένων, των ανθρώπων που δεν έχουν χώρους πρασίνου στις γειτονιές τους, εκείνων που δεν έχουν παιδικούς σταθμούς ή οίκους για την τρίτη ηλικία, δεν βρίσκουν διαύλους έκφρασης στο πολιτικό σύστημα. Αντίθετα, αυτοί που φαίνεται να έχουν διαύλους είναι τα μεγάλα συμφέροντα που συνεχίζουν πλέον την υπερσυσσώρευση και τον πλουτισμό τους.
Χρειάζεται, λοιπόν, ως αφετηρία ένα αναπτυξιακό μοντέλο, στο οποίο τα κοινωνικά στρώματα που εμπνεύστηκαν από το πείραμα του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσαν και μετακυβερνητικά να διατηρήσουν αυτή τη συμμαχία με ένα ευρηματικό και καινούριο τρόπο. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να υποσχεθεί, έμπρακτα πλέον, με σεμνότητα και ταπεινότητα, μια διαφορετική διευθέτηση ανάμεσα στα κοινωνικά συμφέροντα των λαϊκών τάξεων και το κράτος.
Στο πλαίσιο αυτό γίνεται και η συζήτηση για την ανασυγκρότηση του κόμματος, με στόχο και την εγγραφή νέων μελών, ένα ζήτημα που χωρά πολλή συζήτηση με τι όρους θα γίνει. Ποια η γνώμη σου;
Να δημιουργηθεί μια πραγματική ανασυγκρότηση με έναν ριζοσπαστικό ανατρεπτικό ορίζοντα. Τα κόμματα, σε αντίθεση με οποιαδήποτε άλλη συλλογικότητα, είναι κατεξοχήν βολονταριστικός θεσμός. Αυτή τη βούληση έχουμε υποχρέωση εμείς που στεκόμαστε πάντα με μια κριτική ματιά να τη στηρίξουμε. Έχουμε τη βούληση να το κάνουμε;
Πρέπει να γίνει κριτική αποτίμηση, όχι πολεμική, σε όλα τα πεπραγμένα και δεν εννοώ μόνο της κυβέρνησης, αλλά και του κόμματος. Ποιος έχει αντίρρηση για τη διεύρυνση του κόμματος; Κανείς. Το κόμμα ωστόσο πρέπει να αντιμετωπίσει τον κυβερνητισμό, τη μη τήρηση του καταστατικού, να εντάξει στο ριζοσπαστικό του σχέδιο παλαιά και νέα μέλη, καθώς τις νέες και παλαιές πολιτικές κουλτούρες που αναφέρονται σε αυτόν.
Για την ανασυγκρότηση, λοιπόν, πρέπει να κάνει στρατολόγηση, δηλαδή συνειδητή πορεία του κόμματος προς την κοινωνία. Το εγχείρημα αυτό πρέπει να αξιοποιήσει κάθε ιστορική οργανωτική εμπειρία καθώς και όποιες δυνατότητες μας προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες. Τι εννοώ με αυτό; Μετά το αποτέλεσμα των εκλογών, όπως είπαμε, μεγάλος αριθμός πολιτών πλησιάζει το κόμμα. Αυτό πρέπει να αξιοποιηθεί, με ενεργό τρόπο κάτι που θα μπορούσε να υλοποιηθεί και με χωροταξική αναδιάρθρωση των ΟΜ και των νομαρχιακών επιτροπών. Τέτοιες συστηματικές οργανωτικές αναδιαρθρώσεις θα στοχεύουν στη δημιουργία μιας κουλτούρας συντροφικότητας, που θα συγκροτείται πέρα από επί μέρους γεωγραφικά ή κλαδικά ενδιαφέροντα, θα λειαίνουν προβλήματα ενώ θα δίνουν έμπρακτες απαντήσεις στην κρίση εκπροσώπησης και την κρίση μετασχηματιστικών πολιτικών. Η εκλογική αποτύπωση έρχεται στη συνέχεια, αφού έχει δουλευτεί πρώτα οργανωτικά στο κόμμα.
Πηγή: Η Εποχή