Συνεντεύξεις

Μιχάλης Σπουρδαλάκης: «Η Αριστερά σπανίως αναζητά τη συνδρομή πολιτικών επιστημόνων»

Συνέντευξη με τον ομότιμο καθηγητή του ΕΚΠΑ, Μιχάλη Σπουρδαλάκη με αφορμή την έκδοση του συλλογικού τόμου προς τιμήν του «Περιπέτειες της πολιτικής και την πολιτικής επιστήμης. Κόμμα, Δημοκρατία, Αριστερά» (εκδόσεις Σαββάλας).

Μόλις εκδόθηκε ένας τιμητικός συλλογικός τόμος από μαθητές σου. Πώς αισθάνεσαι και τι σκέφτεσαι για την κληρονομιά που αφήνεις στο ελληνικό πανεπιστήμιο;

Η έκδοση του τόμου αποτελεί προϊόν μεγάλης γενναιοδωρίας των επιμελητών (Κ. Ελευθερίου, Χρ. Τάσση, Θ. Τσακίρη), των τριάντα νεότερων συναδέλφων που συνέβαλαν με πρωτότυπα κείμενα, των φίλων που εργάστηκαν απολύτως αφιλοκερδώς στην εκδοτική διαδικασία και των εκδόσεων Σαββάλας. Πρόκειται για ένα δώρο που, πέρα από τη συγκίνηση και την τιμή, μου επιβάλλει ένα είδος απολογισμού, όχι τόσο για την έτσι κι αλλιώς μικρή μου προσωπική συνεισφορά στον κλάδο, αλλά κυρίως για την πορεία της πολιτικής επιστήμης και γενικά των κοινωνικών επιστημών τα τελευταία πενήντα περίπου χρόνια.

Στην αρχική ιδέα των επιμελητών για τον τόμο αντέδρασα με επιφυλάξεις. Ωστόσο αυτές κάμφθηκαν από την απόφαση ο τόμος να περιλαμβάνει πρωτότυπα κείμενα μαθητών/τριών και συνεργατών/τριών από διάφορες φάσεις της παρουσίας μου στο πανεπιστήμιο. Ο τίτλος που πρότεινα «Περιπέτειες της πολιτικής και της πολιτικής επιστήμης» αποτυπώνει ένα διαρκές βιωματικό μου συναίσθημα. Από τα πολύ νεανικά μου χρόνια, και σίγουρα από το ’72 που επέλεξα το τότε «Πολιτικό» στο ΕΚΠΑ, πίστευα ότι η προάσπιση και ποιότητα της Δημοκρατίας και η κοινωνική αλλαγή περνά μέσα από την παιδεία και τη συνεχή προσπάθεια μικρών ανατροπών στις δεδομένες πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές δομές και σχέσεις. Οι επιμελητές του τόμου πρόσθεσαν ως υπότιτλο τα κύρια πεδία της δουλειάς μου Κόμμα, Δημοκρατία, Αριστερά, και οργάνωσαν τον ογκώδη τόμο (608 σελ.) σε πέντε ενότητες: «θεωρητικές αφετηρίες», «κόμματα, δημοκρατία, κοινωνία», «αριστερή πολιτική εκπροσώπηση και κοινωνικός μετασχηματισμός», «κοινωνικές τάξεις και κοινωνική εκπροσώπηση», «κράτος και κρατικές πολιτικές». Η οργάνωση αυτή του τόμου αναδεικνύει όχι μόνο το σύνολο των θεωρητικών και εμπειρικών διαστάσεων των αντικειμένων, που αναφέρονται στον υπότιτλο αλλά και την τεράστια ανάπτυξη της πολιτικής επιστήμης και γενικά των κοινωνικών επιστημών στη χώρα μας.

Πολλά και διαφορετικά τα θέματα αυτού του τόμου. Εσύ, παίρνοντας τον τόμο στα χέρια σου, είδες τον εαυτό σου εκεί μέσα; Είδες συνέχειες με το έργο του Σπουρδαλάκη; Είδες τομές;

Τώρα που διαβάζω τις συμβολές του τόμου βλέπω όχι τόσο τις προσωπικές μου ερευνητικές επιλογές, όπως αυτές αποτυπώνονται σε δημοσιεύσεις, ανακοινώσεις κ.λπ., αλλά κυρίως τη λογική του τρόπου προσέγγισής μου των πολιτικών και κοινωνικών ζητημάτων, που πέρασε κυρίως μέσα από τη διδασκαλία και φαίνεται να έχει αφήσει κάποιο αποτύπωμα. Αυτό προκύπτει και από το γεγονός ότι όλα τα κείμενα δεν βολεύονται στις δεδομένες, δεσπόζουσες ερμηνείες και αναλύσεις των ζητημάτων που τους απασχολούν. Πολλά κείμενα είναι σαφές ότι έχουν μαρξιστικές ή και μαρξογενείς μεθοδολογικές θεμελιώσεις, που όμως χαρακτηρίζονται από ευρηματική δημιουργικότητα, χωρίς να φοβούνται τον διάλογο με σημαντικές συμβολές του δεσπόζοντος ρεύματος. Τώρα οι «τομές» που ανέφερες έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι οι συγγραφείς φαίνεται ότι είτε βαθαίνουν τη δική μου παλέτα της πολιτικής κοινωνιολογίας και της συγκριτικής πολιτικής είτε –το συνηθέστερο– τη διευρύνουν με ερευνητική δραστηριότητα που πλέον εντάσσεται δημιουργικά σε άλλους κλάδους και πεδία κοινωνικών επιστημών, λ.χ. πολιτική οικονομία, επικοινωνία, κρατικές πολιτικές, κοινωνική διαστρωμάτωση κ.ά.

Θα ήθελες να μου πεις βλέποντας την εξέλιξη, πού –κατά τη γνώμη σου– πηγαίνει η κριτική παράδοση των κοινωνικών επιστημών;

Η δική μου η γενιά είχε να αναμετρηθεί με το σημαντικό καταπίστευμα της ιστορικής και νομικής επιστήμης. Αυτό το αφήνουμε πίσω, ενσωματώνοντάς το. Βλέπω τους νεότερους να έχουν ως αφετηρία τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις που ανέδειξε η Μεταπολίτευση, το εγχείρημα και τις συνέπειες του εξευρωπαϊσμού και του εκσυγχρονισμού, την κρίση και το διογκούμενο κοινωνικό πρόβλημα που ακολούθησε, όπως και τις νέες μορφές κινητοποιήσεων που ανέδειξαν οι διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης. Αλλά ταυτόχρονα ανοίγονται και συμμετέχουν στο διεθνή θεωρητικό διάλογο με ιδιαίτερη επιτυχία, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας τις πενιχρές συνθήκες εργασίας στο πανεπιστήμιο και την έρευνα.

Σε όλη σου την πορεία το πανεπιστήμιο ήταν φυτώριο για τις ιδέες της Αριστεράς και για το στελεχιακό δυναμικό της. Ίσως και αυτός ο τόμος να είναι έκφραση αυτής της πραγματικότητας. Όμως η εγχώρια Δεξιά προσπαθεί να θέσει τέρμα σε αυτή τη συνθήκη, μέσα από τις απόπειρες ιδιωτικοποίησης κ.λπ. Ποια βλέπεις να είναι η σχέση του πανεπιστημίου και της Αριστεράς από τούδε και στο εξής;

Πράγματι το γεγονός ότι ο θεσμός του πανεπιστημίου θεμελιώνεται στη βάση της χωρίς όρους και όρια διεκδίκησης της ελευθερίας του απέναντι στην εκάστοτε πολιτική και θρησκευτική εξουσία, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και φυσικά των ιδεών της Αριστεράς. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια το πανεπιστήμιο κάτω από την ασφυκτική πίεση της αγοράς και των θεσμικών κρατικών παρεμβάσεων χάνει αυτό το χαρακτηριστικό του. Η παραγωγή και διάχυση της γνώσης, ο κριτικός διάλογος και η αμφισβήτηση του υπάρχοντος δεν είναι πλέον στην καρδιά της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η πίεση προς αυτή την κατεύθυνση είναι αποτέλεσμα κρατικών παρεμβάσεων αλλά δυστυχώς φαίνεται να γίνεται και από την κοινωνία. Η πραξικοπηματική κατάργηση του Άρθρου 16, χωρίς αναθεώρηση είναι ενδεικτική.

Τώρα για τη σχέση Αριστεράς και Πανεπιστημίου που ρώτησες, έχω την εντύπωση ότι η Αριστερά προστρέχει στην πανεπιστημιακή και ερευνητική κοινότητα συνήθως για τεχνοκρατική στήριξη προειλημμένων αποφάσεων. Σε ό,τι αφορά τις κοινωνικές επιστήμες φαίνεται ότι και η Αριστερά ακολουθεί τις κρατικές πρακτικές όπου σπανίως αναζητάται η συνδρομή τους στον σχεδιασμό ή την υλοποίηση πολιτικών. Η παραγόμενη γνώση των κοινωνικών επιστημών δυστυχώς φαίνεται να έχει μικρή σημασία για την ειδημοσύνη της Αριστεράς. Οι περισσότεροι από όσους συμμετέχουν σε συλλογικές διαδικασίες πολιτικών φορέων της Αριστεράς, και μάλιστα με ιδιαίτερες ευθύνες, περιορίζονται στην πεπαλαιωμένη εμπειρία τους και στη συνήθη ενημέρωση από τα Μέσα, ενώ ταυτόχρονα ξεχνούν ένα σημαντικό κεκτημένο της παράδοσής μας, την επιμόρφωση των κομματικών μελών ή της κοινωνίας. Από την άλλη, και εμείς ως στρατευμένη επιστημονική κοινότητα δεν πρέπει να μιλάμε από καθέδρας και εκτός πολιτικών διαδικασιών να επιδιώκουμε να επιβάλουμε την άποψή μας. Πολλοί από μας θέλουν να προσφέρουν την ειδημοσύνη τους στην Αριστερά παίρνοντας μαθήματα από το πεδίο της πολιτικής. Με μια έννοια αυτό αποτελεί την κεντρική ιδέα του βιβλίου. Άλλωστε η αέναη ένταση ανάμεσα στη θεωρία και πράξη είναι γνωστή.

Δημήτρης Παπανικολόπουλος
Η ΕΠΟΧΗ