ΣΥΡΙΖΑ

Μιχάλης Σπουρδαλάκης: «Χωρίς τον ξενοδόχο»;

Η δημοσίευση του Προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ πριν μερικούς μήνες, πέρα από το αναμενόμενο ενδιαφέρον που εκδήλωσαν μέλη και φίλοι του κόμματος πυροδότησε ευρύτερες συζητήσεις. Συζητήσεις που ήταν ενδεικτικές της αγωνίας των πολιτών για τις προγραμματικές προτάσεις της Αριστεράς απέναντι στην πλέον μακροχρόνια κοινωνική, υγειονομική και οικολογική κρίση. Ωστόσο, τουλάχιστον εντός του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι η ευρηματικότητα που χαρακτηρίζει πολλές από τις πολιτικές του Προγράμματος δεν απασχόλησαν όσο θα αναμενόταν. Αντίθετα η εσωκομματική συζήτηση, πέρα από επί μέρους τεχνικές παρατηρήσεις, χαρακτηρίστηκε από αντιπαραθέσεις για γενικότερα ζητήματα στρατηγικής, τακτικής και διαδικασιών. Το γεγονός αυτό ουσιαστικά αποκάλυψε ότι το Πρόγραμμα μπορεί μεν να προτείνει πολλά και σημαντικά αλλά δεν υπολόγισε τον «ξενοδόχο». Με άλλα λόγια δεν έλαβε υπόψη του το κόμμα.

Η «παράλειψη» αυτή έχει δύο τουλάχιστον συνέπειες. Αφού η συμμετοχή του κόμματος είναι ελλειπτική από τη μια το Πρόγραμμα αποπολιτικοποιείται αφού προβάλλεται μόνο η (αναγκαστικά) τεχνοκρατική του διάσταση και από την άλλη τίθεται επιτακτικά το ζήτημα της υλοποίησής του. Αυτός είναι και ο λόγος που αξίζει τον κόπο να δούμε λίγο πιο συγκεκριμένα τόσο τη σημασία του προγράμματος για το κόμμα όσο και τον ρόλο και λειτουργία της κομματικής οργάνωσης για την αποτελεσματικότητα των προγραμματικών θέσεων. Ενώ, ίσως είναι χρήσιμες κάποιες σκέψεις όχι μόνο για τις συνέπειες της απουσίας του «ξενοδόχου» από τις πρόσφατες προγραμματικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και για την αντιμετώπιση αυτού του ελλείμματος.

Πρόγραμμα και κρίση κομμάτων

Μερικές αυτονόητες παρατηρήσεις για το πρόγραμμα και τη σχέση του με το κόμμα.

Πρώτον, το πρόγραμμα θέσεων για κάθε κόμμα, και πολύ περισσότερο για τα κόμματα της Αριστεράς είναι θεμελιώδους σημασίας. Και τούτο γιατί από την μια αποτελεί προϊόν κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων και σύνθετων διαδικασιών ανάμεσα στα στελέχη και τα μέλη και από την άλλη αναδεικνύεται, εξ αντικειμένου, σε οδικό χάρτη του κόμματος για τον τρόπο που αυτό επιτελεί τις λειτουργίες του. Λειτουργίες που αφορούν τη συμμετοχή του κόμματος στην οικονομία του εκλογικού και πολιτικού ανταγωνισμού, οι οποίες εκτός των άλλων κανοναρχούν τη σχέση του με την κοινωνία και κυρίως τους θεσμούς της κοινωνικής συμμαχίας αναφοράς του. Υπ’ αυτή ακριβώς την έννοια το πρόγραμμα δεν είναι ένα απλό, τυπικό κείμενο που περιμένει την ερμηνεία του ή απλώς την επιλεκτική και κατά το δοκούν αναφορά σε αυτό.

Δεύτερον, τα προγράμματα ήταν καθοριστικά στοιχεία στη συγκρότηση των κομματικών ταυτοτήτων ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα όταν οι κοινωνικές εξελίξεις περιθωριοποίησαν το «κόμμα στελεχών» και ανέδειξαν «το κόμμα μαζών στις διάφορες οργανωτικά και πολιτικά εκδοχές του»ως τη δημοκρατικότερη και αποτελεσματικότερη οργανωτικά και πολιτικά εκδοχή του. Γι’ αυτό και σε αυτή τη συνάφεια τα κομματικά προγράμματα της εποχής περιλαμβάνουν προοίμια κάτι που αποτελούσε και τον κανόνα μέχρι πρόσφατα. Ενδεικτικό ήταν το Πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ το 2013. Τα προοίμια ουσιαστικά εισάγουν την κοινωνική και πολιτική λογική που διέπει το κόμμα, αποτελούν δηλαδή την περιγραφή των στρατηγικών επιδιώξεων του κόμματος και κατά συνέπεια λειτουργούν ως το πλαίσιο της ερμηνείας, κριτικής και των κατά καιρούς απαιτούμενων αλλαγών τους. Ωστόσο, οι από καιρού τάσεις «επιστημοποίησης» της πολιτικής, όπου δίνεται το προβάδισμα σε τεχνοκράτες και τη λογική τους καθώς κι οι πρόσφατες τάσεις καρτελοποίησης δηλ. ο μετασχηματισμός των κομμάτων σε κόμματα του κράτους, περιόρισε και ξεπέρασε την παράδοση των προοιμίων στα κομματικά προγράμματα. Την παράδοση που ήθελε ξεκάθαρη την διατύπωση του ιδεολογικού / πολιτικού στίγματος των κομμάτων και συνέβαλε στην αποπολιτικοποίηση της πολιτικής τάση που φαίνεται να κυριαρχεί στις σύγχρονες δημοκρατίες.

Τέλος, οι παρατηρήσεις αυτές εύκολα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η σημασία και η αποτελεσματικότητα του προγράμματος εξαρτάται πολύ λιγότερο από τις προθέσεις των συγγραφέων τους και πολύ περισσότερο από τη συστηματική προσπάθεια ερμηνείας και εφαρμογής του. Το υποκείμενο αυτής της προσπάθειας δεν είναι άλλο από το κόμμα. Κατά συνέπεια, σε μεγάλο βαθμό η επιτυχία του προγράμματος εξαρτάται όχι μόνο από τις συνθήκες και τους συσχετισμούς της συγκυρίας αλλά και από του όρους που διαμορφώνει το κόμμα με τις οργανωτικές, πολιτικές και πνευματικές δυνάμεις και ικανότητες που διαθέτει ή/ και δημιουργεί.

Αν, ιδιαίτερα για την Αριστερά, το τελευταίο είναι αυτονόητο, οι επικρατούσες μεταδημοκρατικές συνθήκες έχουν οδηγήσει στην υιοθέτηση της άποψης που θεωρεί δεδομένη την περιθωριοποίηση του ρόλου των κομμάτων. Άποψη που δείχνει ευλογοφανής εξ αιτίας των φαινομένων κρίσης τους. Κρίση που μπορεί να εκδηλώνεται κυρίως ως έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στα κόμματα αλλά παίρνει πολυποίκιλες θεμελιώσεις και διαστάσεις, που έχουν να κάνουν με την ακύρωση ή ελλιπή λειτουργία του θεσμού: περιθωριοποίηση των διαδικασιών πολιτικής εκπροσώπησης, μη συμβολή στις διαδικασίες πολιτικής στρατολόγησης και ανάδειξης στελεχών, διάρρηξη των δεσμών με την κοινωνική δυναμική ή /και αντίστοιχα υποκατάσταση των κοινωνικών θεσμών εκπροσώπησης, περαιτέρω συρρίκνωση της εσωκομματικής δημοκρατίας και τέλος της εν τοις πράγμασι αποδοχής των μεταδημοκρατικών δομών και τάσεων.

Η αποδοχή των μεταδημοκρατικών δομών ως μία δεδομένη συνθήκη πάσχει για δύο τουλάχιστον λόγους: α) γιατί αγνοεί την μοναδικότητα των λειτουργικών δυνατοτήτων του κόμματος ως του μόνου θεσμού πολιτικής εκπροσώπησης, που ενώ εκκινά από την κοινωνία διεκδικεί και την διαχείριση της εξουσίας, και β) γιατί κάνει το λάθος να θεωρεί τις πράγματι μεταδημοκρατικές συνθήκες που υπονομεύουν θεσμούς και διαδικασίες κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης ως μη αναστρέψιμες. Έτσι, επιπόλαια μάλλον, πολλοί είναι αυτοί που έχουν οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι τα πολιτικά κόμματα μπορεί να αντικατασταθούν από διαφόρων ειδών δικτυώσεις, από κοινωνικά κινήματα, ΜΚΟ ή συμφωνίες οργανωμένων συμφερόντων της κοινωνίας των πολιτών, που συνήθως εκτελούν τεχνοκράτικες επιλογές και χωρίς λογοδοσία ή νομιμοποίηση.

Με άλλα λόγια η πανθομολογούμενη κρίση των κομμάτων δεν αποτελεί ένα καθολικό φαινόμενο που αγκαλιάζει όλες τις διαστάσεις των πεδίων λειτουργίας και παρουσίας του θεσμού. Πράγματι, δεν είναι δύσκολο να συμφωνήσουμε ότι τα κόμματα παρουσιάζουν σοβαρά φαινόμενα κρίσης τόσο στη σχέση τους με τα μέλη, τον πολιτικό τους περίγυρο και τους ψηφοφόρους καθώς όσο και με το κεντρικό κόμμα. Δεν θα λέγαμε το ίδιο για τη λειτουργία του κόμματος στα δημόσια αξιώματα, όπου η θεσμική και πολιτική του συμβολή είναι αναντικατάστατη. Με την διατύπωση λοιπόν του P. Mair η κρίση των κομμάτων δεν αποτελεί μια εφ’ όλης της ύλης διαδικασία αφού αφορά κυρίως στο partyontheground και το κόμμα inthecentraloffice αλλά προφανώς όχι στο partyinpublic office. Κατά συνέπεια κάθε συνειδητή ή ασυνείδητη προσπάθεια ή απόφαση να ξεπεράσουμε ή και να ξεμπερδεύουμε με το κόμμα είναι τουλάχιστον βιαστική και πάντως αναντίστοιχη με την συνολική τους λειτουργία στην οργάνωση του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Πρόγραμμα και κόμμα

Παρά τις σοβαρές διαστάσεις της κρίσης των πολιτικών κομμάτων δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ρόλος τους και κυρίως η οργάνωσή τους αποτελεί βασική προϋπόθεση για την επιτυχημένη και αποτελεσματική πορεία κάθε προγράμματος. Και τούτο γιατί αν το πρόγραμμα του κάθε κόμματος ορίζει το πλαίσιο των επιδιώξεών του, ο οδοδείκτης για την υλοποίησή του δεν είναι άλλος από την οργάνωσή του. Άλλωστε είναι γνωστό ότι δεν μπορεί κανείς να κάνει αναφορά στο θεσμό κόμμα χωρίς αναφορά στην οργάνωσή του. Η οργάνωση κάθε κόμματος είναι η ψυχή, το μυαλό και το εργαλείο για κάθε επιθυμία, ενέργεια και πρωτοβουλία. Ορθώς έχει επισημανθεί ότι όποιος αναφέρεται στο θεσμό κόμμα ουσιαστικά υποχρεώνεται να αναφερθεί στην οργάνωσή του. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι σημαντικότερες θεωρητικές προσεγγίσεις των πολιτικών κομμάτων εστιάζουν κυρίως στην οργανωτική τους δομή και λειτουργία.

Ο ρόλος λοιπόν της κομματικής οργάνωσης στην πολιτική και διοικητική αποτελεσματικότητα του Προγράμματος αφορά:
α) Στη διασφάλιση των διαδικασιών της διατύπωσης του. Διαδικασίες που δεν αφορούν μόνο τους φορείς και τα πρόσωπα συμμετοχής αλλά και τον τρόπο λήψης των τελικών αποφάσεων και της διάχυσής τους στους πολίτες.

β) Στη συγκέντρωση και την ιεράρχηση των κοινωνικών αιτημάτων. Αυτή η λειτουργία αποφεύγει την απόλυτη συμπερίληψη όλων των αιτημάτων, που χωρίς διαβάθμιση καταλήγουν σε μια λαϊκίστικη λογική, με αντιφάσεις τέτοιες που ουσιαστικά ακυρώνουν δικαιολογημένα κάθε ίχνος αποδοχής και νομιμοποίησης.

γ) Στον εντοπισμό και την οργάνωση των προϋποθέσεων για την υλοποίηση των προτεινόμενων πολιτικών. Αυτή η συμβολή δεν περιορίζεται μόνο στην υπόδειξη των στελεχών και φορέων υλοποίησης των προγραμματικών προτάσεων αλλά διερευνά και τα θεσμικά και διοικητικά πλαίσια της υλοποίησης του προγράμματος.

Τέλος δ) στην ανάληψη εκείνων των πρωτοβουλιών που ανανεώνουν, επικαιροποιούν και ουσιαστικά διασφαλίζουν την ζωντάνια του προγράμματος και αποτρέπουν είτε την ala carte προώθησή του είτε την ακύρωσή του μετά την δοκιμασία που αναγκαστικά θα αντιμετωπίσει όταν συναντηθεί με τα κυβερνητικά προτάγματα και τις έξεις του κρατικού μηχανισμού.

Πέρα από τα παραπάνω, η κομματική οργάνωση συμβάλλει και έμμεσα στο προγραμματικό και πολιτικό προφίλ του κόμματος. Πράγματι κάθε κομματική οργάνωση, ανεξάρτητα από τη βούλησή της, αποτελεί τον προπομπό, το προείκασμα της κοινωνικής οργάνωσης που το κόμμα ευαγγελίζεται. Κάτι που υλοποιείται και επιβεβαιώνεται καθημερινά όχι μόνο με τον τρόπο που διαχέει και προασπίζεται το πρόγραμμα αλλά και με τον τρόπο που παρακολουθεί και συμβάλλει στις προτάσεις και την γενική κατεύθυνσή του. Με άλλα λόγια το κόμμα με την οργανωτική και την πολιτική του πρακτική αποτελεί όχι μόνο το συμπλήρωμα της προγραμματικής του ρητορικής αλλά και αποδεικνύει συγκεκριμένα τι πραγματικά είναι και κυρίως τι μπορεί να κάνει.

Στο πλαίσιο της παραπάνω συνεισφοράς του κόμματος, η κομματική οργάνωση (και αυτό αφορά το σύνολο των κομμάτων ανεξαρτήτως πολιτικής καταγωγής και προσανατολισμού) έχει την δυνατότητα να δείξει έμπρακτα κατά πόσο επιθυμεί να ελέγξει, ή έστω να περιορίζει τις εγγενείς αδυναμίες και παθογένειες του κοινωνικού σχηματισμού, που το πρόγραμμά του επιδιώκει να θεραπεύσει. Για παράδειγμα, ο τρόπος λειτουργίας της κομματικής οργάνωσης μπορεί να κάνει διαφανή την στάση του κόμματος απέναντι στα συνήθη φαινόμενα του συγκεντρωτισμού, της κοινοβουλευτικοποίησης, του κυβερνητισμού και του απολίτικου τεχνοκρατισμού, που γενικά συγκροτούν εν πολλοίς την μεταδημοκρατική απειλή της δημοκρατίας.

Τέλος, ο τρόπος λειτουργίας της κομματικής οργάνωσης αποτελεί ζωτικής σημασίας παράγοντα που ξεπερνά τις δυσκολίες υλοποίησης του προγράμματος. Καθώς οι κοινωνικές διαφορές, αντιπαραθέσεις και οι εντάσσεις για τις προγραμματικές προτάσεις δεν σταματούν ποτέ στο κατώφλι του κόμματος αυτό οφείλει να αναπτύξει εκείνες τις διαδικασίες – δικλείδες ασφαλείας – οι οποίες είναι ικανές να διασφαλίζουν την υλοποίηση του προγράμματος. Υλοποίηση, φυσικά, που θα κινείται στο πλαίσιο του κανονιστικού προσανατολισμού του κόμματος. Εδώ το ζήτημα της εσωκομματικής δημοκρατίας είναι θεμελιώδες. Η δημοκρατική κουλτούρα επίλυσης ζητημάτων ερμηνείας προγραμματικών θέσεων (λχ για τη φορολογία περιουσίας ο βαθμός κάλυψης της υγειονομικής μέριμνας) προστατεύει το πρόγραμμα από αλλοιώσεις, συγχύσεις και λαϊκισμούς, που μόνο σε πρόσκαιρες πολιτικές συνθέσεις οδηγούν και σε αντιφατικές κυβερνητικές πολιτικές. Σε πολιτικές που οδηγούν στην αποδοχή ή/και συγκάλυψη αντιφατικών κυβερνητικών πολιτικών, που είτε αποπολιτικοποιούν την πολιτική είτε υιοθετούν άκριτα τα δεδομένα προτάγματα του κράτους. Πρακτικές που απογοητεύουν και οδηγούν στην αποστράτευση και σε αντιπολιτικές συμπεριφορές των πολιτών.

Οι παραπάνω παρατηρήσεις υπογραμμίζουν ότι είναι αδύνατον να διατυπωθεί σοβαρή, πειστική προγραμματική πρόταση χωρίς σαφή αναφορά στο κόμμα και την κομματική οργάνωση. Το κόμμα αποτελεί τον «ξενοδόχο» που αν τον ξεχάσεις οι προγραμματικές προτάσεις υποβαθμίζονται είτε σε κατάλογο ευσεβών πόθων είτε σε ρητορική κενή περιεχομένου.

Πρόγραμμα και το κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Τα παραπάνω κάνουν σαφές τη σημασία της κομματικής οργάνωσης για το πρόγραμμα κάθε κόμματος. Ωστόσο, τα σχετικά με τα κόμματα της αριστεράς, τους πολιτικούς θεσμούς που είναι στρατευμένοι στην υπόθεση του κοινωνικού μετασχηματισμού, έχουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και υποχρεώσεις, στα οποία γίνεται συνοπτική αναφορά παρακάτω. Τα παρακάτω, αγνοούν όσους βιάζονται να κηδέψουν το κόμμα και αδιαφορούν για το γεγονός ότι οι κομματικές οργανώσεις αποτελούν θεσμό με μεγάλη βολονταριστική ευελιξία. Κάτι που διασφαλίζει ότι τα κόμματα, τουλάχιστον της αριστεράς μπορούν να πάρουν αποφάσεις και να αλλάξουν έξεις και πρακτικές που περιορίζουν την πολιτική τους δράση και κατά συνέπεια την συμβολή τους στην συγκρότηση και υλοποίηση του προγράμματος. Με άλλα λόγια ο προγραμματικός σχεδιασμός «χωρίς τον ξενοδόχο» αποτελεί ζήτημα επιλογής και όχι κάτι αναπόφευκτο.

Στα καθ’ ημάς λοιπόν, για να διασφαλιστούν οι προϋποθέσεις για την θετική συμβολή του κόμματος οι παρακάτω παρατηρήσεις θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα χρήσιμες.

Α) Το κόμμα πρέπει να αποκτήσει συνείδηση των όρων και της λογικής της ιδρυτικής του συγκρότησης. Εκείνης που το έφερε στο πολιτικό προσκήνιο και εκείνης που το οδήγησε στις αρχικές καταστατικές αρχές. Πέρα από τις αναγκαίες προσαρμογές, οι όποιες παραβιάσεις αυτών των θεμελίων του κόμματος οδηγεί σε αντιφάσεις, συγχύσεις και τέλος σε πολιτικές επιλογές που υπονομεύουν την ταυτότητά του. Στο πλαίσιο αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να φροντίσει ώστε όλα τα στελέχη, τα μέλη και ο πολιτικός περίγυρος να γίνει κοινωνός της πολιτικής στρατηγικής. Η ανάλυση, η κατανόηση και η συνειδητοποίηση της τελευταίας είναι απαραίτητο στοιχείο αξιολόγησης και αξιοποίησης των κεκτημένων, των όρων και ορίων των αναγκαίων επικαιροποιήσεων και προσαρμογών χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η θεμελιακή ταυτότητα του κόμματος. Η άρνηση, η αποφυγή ή/και η αποτυχία διασφάλισης της θεμελιακής ταυτότητας του κόμματος αφήνει το τελευταίο έκθετο σε επιθέσεις ή σε αυθαίρετες ερμηνείες που στόχο έχουν την αποδόμηση ή την υπονομευτική απανανοηματοδότηση και την διαλυτική επαναθεμελίωση του κόμματος. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση όσων στο δημόσιο διάλογο «φιλικά» επιχειρούν να ορίσουν τη νέα στρατηγική και προσανατολισμό του κόμματος. Παρεμβάσεις που συνήθως γίνονται από όσους ο Κ. Δοξιάδης προσφυώς έχει χαρακτηρίσει «Αντισύριζα φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ».

Β) Το τελευταίο μπορεί να διασφαλιστεί μέσω μιας συστηματικής διαρκούς επιμόρφωσης στελεχών, μελών και φίλων. Άλλωστε η λειτουργία αυτή των κομμάτων, έχει οδηγήσει σε πολυεπίπεδες διαδικασίες, οι οποίες ιστορικά συνόδευαν σχεδόν καταστατικά τα κόμματα της Αριστεράς. Οι διαδικασίες αυτές εκτός των άλλων εντάσσονται στον ιδεολογικό αγώνα που πρέπει έτσι και αλλιώς να διεξαγάγει το κόμμα του κοινωνικού μετασχηματισμού. Αποδείχθηκαν μάλιστα τόσο πολιτικά αποτελεσματικές που σύντομα υιοθετήθηκαν από τα περισσότερα κόμματα άλλων (συντηρητικών, φιλελευθέρων κά) παραδόσεων.

Γ) Καθώς η εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία της κομματικής οργάνωσης αποτελεί προϋπόθεση των παραπάνω, χωρίς αμφιβολία απαιτείται η βελτίωσή της. Με δεδομένο μάλιστα ότι το πρότυπο κομματικής οργάνωσης που χαρακτηρίζει, όχι μόνο το ΣΥΡΙΖΑ αλλά και όλα τα κόμματα, είναι εδώ και δεκαετίες αναντίστοιχο με τις εξελίξεις και τη δυναμική του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας, η οργανωτική ανασυγκρότηση αποτελεί έναν εκ των ων ουκ άνευ στόχο. Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να ανταποκριθεί σε αυτή την πρόκληση, ωστόσο με δεδομένο ότι δεν υπάρχουν έτοιμες εναλλακτικές οργανωτικές λύσεις το εγχείρημα δεν είναι εύκολο. Γι’ αυτό θα πρέπει να επιχειρηθεί με συστηματικότητα και υπομονή και κυρίως με ιδιαίτερη αναφορά και συμπερίληψη κυρίως υποκείμενα κοινωνικής της αναφοράς. Φυσικά η ευρηματική αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών επικοινωνίας φαίνεται να αποτελεί βασική αιχμή αυτής της πρόκλησης, με κανένα τρόπο όμως δεν μπορεί να γίνει ως η μόνη απάντηση στο οργανωτικό πρόβλημα της ριζοσπαστικής αριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ ειδικότερα, όπως φαίνεται να υποστηρίζεται από πολλούς.

Δ) Σε συνέχεια των παραπάνω η οργανωτική ανασυγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να στηρίζεται στην διεύρυνση της συμμετοχής και στον εκδημοκρατισμό της κομματικής οργάνωσης και λειτουργίας. Οδοδείκτης σε αυτό το εγχείρημα αποτελεί φυσικά η αντιμετώπιση της κομματικής κρίσης ιδιαίτερα στα πεδία που αναφέραμε δηλ. στο πεδίο της κοινωνικής του γείωσης και στο πεδίο του κεντρικού κόμματος. Το τελευταίο θα βελτιώσει την εικόνα και την αποτελεσματικότητα του κόμματος στην παρουσία του στα δημόσια αξιώματα. Για το τελευταίο είναι προφανές ότι η σαφήνεια των κριτηρίων και η υιοθέτηση διαφανών διαδικασιών για την στρατολόγηση και ανάδειξη στελεχών είναι ζωτικής σημασίας. Η καταλληλόλητα του στελεχιακού δυναμικού του κόμματος δεν αφορά μόνο την εικόνα και την βελτίωση της ελκυστικότητα του κόμματος αλλά και την διασφάλιση της εφαρμογής του προγράμματος καθώς και της δυνατότητας της διαρκούς επικαιροποίησης και βελτίωσής του.

Τέλος, Ε) καμιά από τις παραπάνω παρατηρήσεις που αφορούν τον ιδιαίτερο ρόλο και σχέση του κόμματος της Ριζοσπαστικής Αριστεράς και των «Προγραμματικών Θέσεων» δεν μπορούν αντιμετωπιστούν με σοβαρότητα χωρίς την οικοδόμηση μιας ιδιαίτερης, διακριτής και σε αντιδιαστολή με την κυριαρχούσα κομματική κουλτούρα. Μιας κουλτούρας που θα χαρακτηρίζεται από ουσιαστικές πρακτικές διαβούλευσης, διαφάνειας και αλληλεγγύης. Μιας κουλτούρας που θα διαμορφώνει και θα εμπεδώνει το φρόνημα του «ανήκειν» μελών, στελεχών και πολιτικού περίγυρου του κόμματος. Ενός φρονήματος που θα στηρίζεται στην συντροφικότητα και έτσι πρακτικά θα περιορίζει φαινόμενα και συμπεριφορές παραγοντισμού, ιδιοτέλειας, πελατειακών σχέσεων και λογικών μηδενικού αθροίσματος.

Είναι γεγονός ότι οι παραπάνω πρωτοβουλίες που πρέπει να αναλάβει η κομματική οργάνωση του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να διασφαλίζεται η απαραίτητη συμβολή του στο Πρόγραμμα του κόμματος, αν και επείγουν, απαιτούν χρόνο για την ολοκλήρωσή τους. Η οικοδόμηση συμμετοχικής, δημοκρατικής και αλληλέγγυας κομματικής κουλτούρας είναι διαδικασία που απαιτεί υπομονή και επιμονή. Κατά συνέπεια, το χρονοδιάγραμμα υλοποίησής δεν μπορεί να διέπεται από μια λογική του «εδώ και τώρα». Έξεις και υπονομευτικές στρεβλώσεις από την «κριτική» που ασκείται από «φίλους» και αντιπάλους, οι οποίοι είτε περιορίζονται στην εκλογική αποτελεσματικότητα είτε απλώς στο αίτημα για πιο «ορθολογική» διαχείριση της δεδομένης κατάστασης συγκροτούν μια εν τοις πράγμασι ιδεολογική αντιπαράθεση, η οποία δεν είναι εύκολα και γρήγορα αντιμετωπίσιμη. Στη συνάφεια αυτή για τον ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου καταστατική αρχή είναι η εκκίνηση των διαδικασιών κοινωνικού μετασχηματισμού, δεν μπορεί παρά ο πολιτικός του ορίζοντας να ξεπερνά τον εκάστοτε εκλογικό κύκλο. Χωρίς φυσικά να παραβλέπει κανείς την αναγκαιότητα της εμπλοκής με τα «καθημερινά» του κοινοβουλευτικού ανταγωνισμού είναι απαραίτητο η δημιουργία και η εμπέδωση μιας λογικής, κουλτούρας και μιας στρατηγικής που δεν θα περιορίζεται σε αυτά. Εδώ ακριβώς βρίσκονταν η μεγάλη και ιστορική πρόκληση για όλες σχεδόν τις παραδόσεις της αριστεράς: η έμπρακτη υιοθέτηση μιας διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα τις συγκυριακές κοινωνικές και πολιτικές ευθύνες και υποχρεώσεις της και των στρατηγικών μάκρο- επιδιώξεων κοινωνικού μετασχηματισμού.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, στην ιστορική του πορεία προς την εξουσία, κατάφερε με εντυπωσιακό τρόπο να «διδάξει» αυτή την απαιτητική διαλεκτική σχέση. Εστίασε στο συγκεκριμένο και με την κριτική του πρότεινε λύσεις, ενώ παράλληλα οι πολιτικές του προτάσεις για την συγκυρία πάντα εμπεριείχαν τόσο αναφορές στις στρατηγικές του επιδιώξεις όσο και τις απαραίτητες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες (λχ. ταξική μεροληψία, ενότητα του συνόλου των αριστερών παραδόσεων κ.ά.). Σε αυτή τη πορεία ο «ξενοδόχος», η κομματική οργάνωση, παρά τις ελλείψεις και αδυναμίες, η συλλογικότητα κόμμα ήταν παρούσα.

Ωστόσο, η απρόσμενη προκήρυξη των τελευταίων εκλογών καθώς και εκλογική υποχώρηση, που ακολούθησε, φαίνεται ότι έχει οδηγήσει στην παραμέληση ή και αγνόηση των οργανωτικών και πολιτικών κεκτημένων του κόμματος. Ο Ξενοδόχος μοιάζει να ξεχάστηκε ή τουλάχιστον να έχασε το ρόλο του. Η εξέλιξη αυτή, αν και δικαιολογημένη τόσο από τις καταστροφικές για την κοινωνία πολιτικές και τον προσανατολισμό της Νεοδημοκρατικής κυβέρνησης, που καθημερινά μας δείχνει τι ακριβώς σημαίνει νέα ακραία δεξιά (alt-right),έχει οδηγήσει σε σειρά πρωτοβουλιών πολιτικής «ακαταστασίας». Μια ακαταστασία που αντί να οδηγεί στην ενδυνάμωση του φρονήματος, της αυτοπεποίθησης και της πολιτικής επιρροής του κόμματος ώστε να παρακινεί την κοινωνία να συμμετέχει στην προσπάθεια οικοδόμησης μιας νέας εναλλακτικής κυβερνητικής απάντησης στην διαρκή χειροτέρευση της κρίσης, φαίνεται να συνεισφέρει στην αποστράτευση, απογοήτευση και ακόμη χειρότερα στην επιβεβαίωση της πολεμικής ιαχής των αντιπάλων ότι «όλοι το ίδιο είναι».

Μια «ακαταστασία» που οδηγεί σε ανορθολογικές πρωτοβουλίες, που ενώ από μόνες τους είναι απαραίτητες και πολιτικά χρήσιμες, η χρονικότητα και οι διαδικασίες, που τις συνοδεύουν, οδηγούν στην αλληλοακύρωσή τους. Για παράδειγμα, η νέα Διακήρυξη, κάλεσμα για την διεύρυνση,(Φθινόπωρο 2019)ενώ κινήθηκε σε σωστή κατεύθυνση ανακοινώθηκε πριν την κατάθεση του κομματικού και του κυβερνητικού απολογισμού.

Παράλληλα, η απαραίτητη ενδυνάμωση μέσω διεύρυνσης του κόμματος περιορίστηκε μόνο σε ποσοτικούς στόχους και χωρίς ποιοτικά χαρακτηριστικά και διαδικαστικά προαπαιτούμενα. Την ίδια στιγμή το εξαιρετικό κείμενο του κυβερνητικού απολογισμού πολύ λίγο απασχόλησε τον εσωκομματικό διάλογο και κατά συνέπεια σχεδόν αποκρύφτηκε από τους πολίτες. Η ακαταστασία αυτή φαίνεται να δημιουργεί σημαντικά εμπόδια στον συντονισμό και την επικοινωνία του κόμματος ενώ την ίδια στιγμή εμφανίζονται δύο αντιφατικές τάσεις: από την μια τάση συγκεντρωτισμού, ιδιαίτερα ξένη προς την κατά παράδοση εδραιωμένη κουλτούρα του κόμματος και από την άλλη μια τάση τιμαριοποίησης των διαδικασιών λήψης αποφάσεων. Πρόκειται για διαδικασίες, που όχι μόνο περιορίζουν την φαντασία και την δημιουργικότητα, που απαιτεί η «παραγωγή πολιτικής» στις νέες συνθήκες της συγκυρίας, αλλά και μετατρέπουν τις απαραίτητες συνθέσεις σε λογικές μέσου όρου.

Οι παραπάνω παρατηρήσεις για τη σχέση κόμματος και προγραμματικών θέσεων των κομμάτων καθώς και η απουσία σαφούς ρόλου της κομματικής οργάνωσης του ΣΥΡΙΖΑ με το πρόσφατο κείμενο θέσεων δεν θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως αφηρημένος δεοντολογικός κατάλογος ηθικής κυρίως θεμελίωσης. Αντίθετα έχουν ιδιαίτερη πρακτική και πολιτικοοργανωτική σημασία. Επί πλέον η στενή λειτουργική σχέση της κομματικής οργάνωσης με το Πρόγραμμα έχει περαιτέρω θετικές συνέπειες για τη λειτουργία της Δημοκρατίας. Και τούτο διότι στην παραγωγή πολιτικών προτάσεων πρέπει να είναι παρούσα η οργανωμένη συλλογικότητα του βασικού θεσμού κοινωνικής εκπροσώπησης ώστε να μην παρεισφρήσουν οι άνευ λογοδοσίας και ελέγχων τεχνοκρατικές πρωτοβουλίες, που ουσιαστικά εμπεδώνουν τις έτσι και αλλιώς υπάρχουσες μεταδημοκρατικές δομές και σχέσεις. Κατά συνέπεια, αν για τα κόμματα του δεσπόζοντος ρεύματος (δεξιά, νεοδεξιά, κεντρώα και σοσιαλδημοκρατικά) αυτή η υποχρέωση είναι αδιάφορη ή αποτελεί χαμηλής προτεραιότητας καθήκον – μπορούν με άλλα λόγια να κάνουν και χωρίς τον «Ξενοδόχο» – για την ριζοσπαστική αριστερά /τον ΣΥΡΙΖΑ ο κεντρικός ρόλος του κόμματος στη διατύπωση και υλοποίηση του προγράμματος δεν μπορεί παρά να αποτελεί ύψιστης σημασίας.

Φυσικά, θα πρέπει κανείς να έχει κατά νου ότι οι διαδικασίες είναι δυναμικές και ότι οι Προγραμματικές Θέσεις έχουν ήδη ψηφιστεί. Με άλλα λόγια οι παρατηρήσεις αυτές δεν προτείνουν αποκατάσταση της σχέσης και του ρόλου της κομματικής οργάνωσης εκκινώντας από μηδενική βάση ούτε την αγνόηση των προβλημάτων, που δημιουργεί η έμπρακτη λειτουργική και ουσιαστική απουσία του κόμματος στις προγραμματικές θέσεις. Η προσπάθεια αντιμετώπισης αυτού του ελλείμματος και των συναφών πρακτικών, που το συνοδεύουν, θα πρέπει να γίνει στη λογική «τούτων δοθέντων» και όχι στη λογική της χαμένης ευκαιρίας.

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι εάν συνεχιστεί ο παραγκωνισμός της κομματικής οργάνωσης ο ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύει να μετασχηματιστεί σε κόμμα παλαιοκομματικής λογικής, που θα θυμίζει καθημερινά τον αλήστου μνήμης δικομματισμό, που μόλις προ ολίγων ετών διέλυσε, ή /και να μεταλλαχθεί σε κόμμα του δήθεν αριστερού (πάντα συντηρητικού) αναχωρητισμού. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι οι δυνατότητες και η ευελιξία που πάντα προσφέρει η συλλογική βούληση του κόμματος είναι δυνατόν να αποκαταστήσει την λειτουργική σύνδεση του Προγράμματος με την κομματική οργάνωση, να προσφέρει τις απαραίτητες εγγυήσεις της υλοποίησής του και να αντικαταστήσει την απαισιοδοξία του παραλυτικού σκεπτικισμού με την αισιοδοξία της πράξης.

Ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης είναι καθηγητής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Πηγή: iEidiseis