Η απίστευτη απόδραση 27 αγωνιστών της Αριστεράς από τις φυλακές των Βούρλων, που έγινε στις 17 Ιουλίου του 1955, είναι μία από τις πιο γνωστές σελίδες στην πολιτική Ιστορία της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Κάπως λιγότερο γνωστά είναι η υπόθεση της επικήρυξής τους και ο πολιτικός θόρυβος που είχε προκαλέσει.
Η επικήρυξη ήρθε ως απάντηση των κρατικών μηχανισμών στο τεράστιο πλήγμα που είχαν υποστεί από την απόδραση η κυβέρνηση Παπάγου και το μετεμφυλιακό κράτος. Έτσι οι δραπέτες επικηρύχθηκαν. Για να γίνει αυτό, χρειάστηκε να ενεργοποιηθεί ένας νόμος του 1871 για την εξουδετέρωση της ληστείας, του μοναδικού αδικήματος για το οποίο ο Ποινικός Κώδικας προέβλεπε το μέτρο της επικήρυξης. Σπανιότατα είχε χρησιμοποιηθεί και μόνο για εξαιρετικά επικίνδυνες περιπτώσεις. Θα ήταν γελοίο αν δεν ήταν ανατριχιαστικό: η επικήρυξη προσέφερε αμοιβή για τον φόνο ή τη σύλληψη των 27. Αμοιβή, μάλιστα, που ήταν διπλάσια από την αντίστοιχη αμοιβή για την αποτελεσματική κατάδοσή τους.
Το φύλλο της κυβέρνησης με ημερομηνία 21 Ιουλίου 1955. Η κυβέρνηση Παπάγου, στην προσπάθειά της να λάβει το μέτρο της επικήρυξης, ενεργοποίησε νόμο του 1871, “βαφτίζοντας” ληστές (!) τους πολιτικούς κρατούμενους που απέδρασαν από τις φυλακές των Βούρλων
Δικαίως από την πρώτη στιγμή ξεσηκώθηκε σάλος. Η επικήρυξη αποτελούσε επί της ουσίας κίνητρο για αυτοδικία και φόνο σε βάρος των ανθρώπων. Οι άνδρες της ασφάλειας, οι αστυνομικοί και οι ένοπλες παρακρατικές ομάδες που κυριαρχούσαν στην ύπαιθρο, τα περίφημα ΤΕΑ, ήξεραν ότι σε περίπτωση που θα δολοφονούσαν έναν από τους δραπέτες όχι μόνο δεν θα έμπλεκαν, αλλά θα αμείβονταν και από πάνω. Το πόσο της επικήρυξης, που ξεκινούσε από 10.000 δραχμές και έφτανε τις 15.000 για αυτούς που η Ασφάλεια θεωρούσε ηγετικά στελέχη, μπορούσε να βάλει σε πειρασμό ακόμα και απλούς πολίτες αν συνυπολόγιζε κανείς τη φτώχεια και την εξαθλίωση που επικρατούσαν στην Ελλάδα.
Τα νομικά επιχειρήματα
Με την εντονότατη παρότρυνση της ΕΔΑ και της “Αυγής”, οι προοδευτικοί νομικοί κύκλοι αντέδρασαν αμέσως. Δημοσιεύτηκαν γνωματεύσεις που αποδομούσαν νομικά την κατάπτυστη αυτή απόφαση. Η επιχειρηματολογία ήταν διεξοδική: οι δραπέτες δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ληστές, και μάλιστα με την έννοια που είχε ο όρος τον προηγούμενο αιώνα, όταν το ζητούμενο ήταν η εξάρθρωση υπαίθριων, εξαιρετικά επικίνδυνων ένοπλων συμμοριών. Οι δραπέτες δεν απειλούσαν τη δημόσια ασφάλεια με αδικήματα φόνου, αρπαγής ή στάσης. Έχοντας φύγει από τις φυλακές, δεν ήταν ένοπλοι και σε καμία περίπτωση δεν αποτελούσαν ένοπλη ομάδα ώστε να επικηρυχθούν με κάποιον νόμο που ίσχυε κατά την περίοδο του Εμφυλίου. Όσο δε αφορούσε την “εθνική” ασφάλεια, κανένας νόμος από αυτούς που υποτίθεται πως τη θωράκιζαν απέναντι στην κομμουνιστική δράση δεν προέβλεπε επικηρύξεις…
Οι δραπέτες δεν ήταν κατάδικοι. Ήταν υπόδικοι για κατασκοπεία και δεν είχαν καταδικαστεί ποτέ για οτιδήποτε άλλο. Οι 26 από τους 27, μέχρι τη σύλληψή τους, κυκλοφορούσαν απολύτως ελεύθερα. Άρα, για την παράβαση ποιου νόμου είχαν επικηρυχθεί; Υπήρχε μόνο το πλημμέλημα της δραπέτευσης: τιμωρείτο από τον Ποινικό Κώδικα με εξαιρετική επιείκεια, από δέκα ημέρες έως έναν χρόνο, φυλάκιση και δεν δικαιολογούσε τέτοια μέτρα. Συνεπώς, η επικήρυξη ήταν μια προτροπή για διάπραξη κακουργήματος σε βάρος πολιτικών κρατουμένων, αντίθετη σε κάθε έννοια ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σε κάθε διεθνή σύμβαση που είχε υπογράψει η χώρα. Η ΕΔΑ, από την πλευρά της, κατήγγειλε ότι την κατάσταση την έκαναν πολύ χειρότερη τα εμπρηστικά και εμπαθή δημοσιεύματα στον Τύπο της Δεξιάς, ενώ κάποιοι επισήμαναν ότι η επικήρυξη δημιουργούσε άλλοθι και για διάπραξη κοινών εγκλημάτων, καθώς ο δράστης μπορούσε να ισχυριστεί πως εξέλαβε το θύμα για κάποιον από τους δραπέτες.
Οι πολιτικές αντιδράσεις
“Γενικότερη πηγή της ανωμαλίας για τη χώρα δεν είναι η απόδραση 27 από τους 5.000 πολιτικούς κρατούμενους, αλλά η διαιώνιση του καθεστώτος των διώξεων, των φυλακίσεων, των έκτακτων μέτρων, ψηφισμάτων και θεσμών” έλεγε στην ανακοίνωσή της η ΕΔΑ, η οποία κάλεσε όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων να παρέμβουν. Τα κόμματα του πολυδιασπασμένου Κέντρου ανταποκρίθηκαν με δηλώσεις των αρχηγών τους, διαβήματα και κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις. (Σε μια άσκηση ισορροπίας, μάλιστα, η ΦΔΕ του Σοφούλη δήλωσε ότι η κυβέρνηση κατέφευγε σε παράνομα και αντισυνταγματικά μέτρα προκειμένου να συγκαλύψει τις ευθύνες της για την απόδραση). Η Ελληνική Ένωση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη κάλεσε την κυβέρνηση να αποσύρει την επικήρυξη και να περιοριστεί σε όσα προβλέπουν το σύνταγμα και οι νόμοι του κράτους. Οι υπουργοί του Παπάγου δήλωναν πρόθυμοι να κάνουν “ό,τι είναι δυνατόν”, παραδέχονταν όμως έμμεσα ότι η κατάσταση ήταν υπό τον απόλυτο έλεγχο των μηχανισμών του στρατού και της ασφάλειας.
Αντίποινα
Η επικήρυξη των 27 αποτελούσε μέρος μιας γενικότερης δέσμης βίαιων κυβερνητικών μέτρων. Τις επόμενες ημέρες εκδηλώθηκε ένα πρωτοφανές κύμα διώξεων, ερευνών, συλλήψεων και εκτοπίσεων. Στις φυλακές των πολιτικών κρατουμένων, ανδρών και γυναικών, επιβλήθηκαν σκληρά μέτρα: στέρηση αυλισμού, τροφής, φωτισμού και αλληλογραφίας, διαρκείς έφοδοι στα κελιά, ομαδικοί και ατομικοί ξυλοδαρμοί. Οι κάτοικοι της Κέρκυρας διαμαρτυρήθηκαν για τις απεγνωσμένες φωνές των κρατουμένων που ακουγόντουσαν συνεχώς από την τοπική φυλακή. Παρά τις διαβεβαιώσεις του υπουργού Δικαιοσύνης Θεοφανόπουλου, 200 πολιτικοί κρατούμενοι μετήχθησαν στις απομονωμένες από τον κόσμο και απάνθρωπες από κάθε άποψη φυλακές της Γυάρου, ενώ διέρρεαν σχέδια για μεταγωγή όλων των πολιτικών κρατουμένων στο “νησί του Διαβόλου” της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Ένας θανατοποινίτης, ο Νίκος Καρδαμύλης, εκτελέστηκε στις φυλακές της Θεσσαλονίκης στις 29 Αυγούστου 1955 – έξι ολόκληρα χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου. Η παραπαίουσα κυβέρνηση Παπάγου και το παρακράτος της εθνικοφροσύνης ανταπέδιδαν τον εξευτελισμό που είχαν υποστεί στα Βούρλα με μια γενικευμένη απάνθρωπη εκστρατεία αντιποίνων.
Άγγελος Τσέκερης
Πηγή: Η Αυγή