Μια εικόνα χίλιες λέξεις –λένε. Δυο εικόνες δυο χιλιάδες λέξεις; Ίσως και πολύ περισσότερες, αν πρόκειται για τη σύγκριση των δύο εικόνων, όπως η εικόνα των δύο πρωθυπουργών, Ζάεφ και Τσίπρα, στο Νταβός με την εικόνα του Κυρ. Μητσοτάκη στην πολιτική επιτροπή της ΝΔ. Είναι η σύγκριση της εικόνας δύο κόσμων, δύο αντίθετων πολιτικών προοπτικών, δύο διαφορετικών αντιλήψεων για την πολιτική, τις διεθνείς σχέσεις και το μέλλον των λαών.
Οι δύο πρωθυπουργοί λειτουργούσαν σαν πομποί αισιοδοξίας, ελπίδας και πνεύματος συνεργασίας, σαν εκπρόσωποι δύο κυβερνήσεων, δύο κρατών, δύο λαών που θέλουν να σχεδιάσουν με σταθερά βήματα την πορεία τους προς το αύριο, ως γείτονες που εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο και πιστεύουν ότι από αυτή την εμπιστοσύνη μπορεί να προκύψει κοινό, αμοιβαίο όφελος και όφελος για την ευρύτερη περιοχή.
Ο πρόεδρος της ΝΔ, με το ύφος του, τις κινήσεις του, τον τόνο της φωνής του και προπάντων με το λόγο του στην πολιτική επιτροπή του κόμματός του απέπνεε την απαισιοδοξία για την έκβαση των διαπραγματεύσεων, φόβο για το μέλλον της ίδιας της χώρας του και καχυποψία για ένα γειτονικό κράτος που, ακόμα κι αν ήθελε η ηγεσία του, δεν μπορεί να βλάψει μια χώρα με τη διεθνή παρουσία, την πολιτική σταθερότητα, τη θέση στο γεωπολιτικό χάρτη και την ιστορία της Ελλάδας. Μια καχυποψία, δηλαδή, που μεταφράζεται σε έλλειψη εμπιστοσύνης στις δυνάμεις του ίδιου του ελληνικού λαού.
Δέκα βήματα πίσω
Κανείς δεν είναι βέβαιος για την κατάληξη της αναζωογονημένης διαδικασίας διαπραγμάτευσης με τη διαμεσολάβηση του ΟΗΕ. Δεν πρόκειται για εύκολη υπόθεση. Αλλά ο χειρότερος τρόπος για να φτάσει αυτή η διαδικασία σε αίσια και για τις δύο πλευρές και για τα Βαλκάνια έκβαση, είναι να την υπονομεύσεις από την αρχή λέγοντας τα ανείπωτα, όπως έπραξε ο κ. Μητσοτάκης, επιλέγοντας να κάνει δεκάδες βήματα πίσω από τη θέση στην οποία η ίδια η κυβέρνηση του κόμματός του, το 2008, είχε καταλήξει.
Όταν θεωρεί ότι χρειάζεται «βελτίωση» το «κεκτημένο του Βουκουρεστίου το 2008», ανεξάρτητα αν το αντιλαμβάνεται ή όχι, αυτό ακριβώς κάνει. Γιατί θεωρώντας «κεκτημένο» σε μια διαπραγμάτευση τη θέση για σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό ή χρονικό προσδιορισμό, εννοεί ότι περιμένει υποχωρήσεις από την άλλη πλευρά, δηλαδή τελική ονομασία σε διαφορετική βάση. Ποια ακριβώς; Η μόνη διαφορετική βάση που μπορεί σ’ αυτή την περίπτωση να νοηθεί, είναι ένα όνομα χωρίς να έχει το συνθετικό «μακεδονικό» ή «Μακεδονία». Αυτό, όμως, μόνο συμβιβαστική λύση δεν μπορεί να θεωρηθεί.
Αποδεικνύεται, δηλαδή, ότι μάταια περιμέναμε τόσο καιρό να ακούσουμε τη θέση της ΝΔ, όσο ακούγαμε τις δικαιολογίες ότι θέλει πρώτα να ενημερωθεί από την κυβέρνηση ή ότι θέλει να ακούσει την κυβερνητική θέση, στην οποία απαραιτήτως να συμφωνούν και οι ΑΝΕΛ.
Όπως και να ΄χει, η ΝΔ δια στόματος του προέδρου της κατέληξε να καταταγεί στη χορεία των πολιτικών δυνάμεων που επιθυμούν να μην υπάρχει τέτοιο συνθετικό στο όνομα του γειτονικού κράτους, καθώς επίσης και στη χορεία των δυνάμεων που θέλουν να απωθούν στο απώτερο μέλλον τη λύση εκκρεμών διακρατικών προβλημάτων, με την ελπίδα ότι μπορούν στο εσωτερικό να στηθούν σ’ αυτή τη βάση της εκκρεμότητας επικίνδυνες κερδοσκοπικές πολιτικές εκμεταλλεύσεις, αλλά και πολιτικές καριέρες. Πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευτεί η θέση του κ. Μητσοτάκη ότι η θέση του μακεδονικού «θα πρέπει να αναζητηθεί σε άλλη συγκυρία, με κατάλληλη προετοιμασία»και αυτό μάλιστα «κατά πάσα πιθανότητα», διατύπωση που παραπέμπει σε ακόμη πιο απώτερο μέλλον! Την ίδια στιγμή που όλοι διαπιστώνουν ότι σήμερα διαφαίνεται μια σοβαρή δυνατότητα επίλυσης.
Νέα διαχωριστική γραμμή
Δεν ξέρω αν είναι πρόωρο να το πει κάποιος, αλλά με αυτή την τοποθέτηση ο πρόεδρός της μετατοπίζει τη ΝΔ από την άλλη μεριά της διαχωριστικής γραμμής που διαφορίζει τα μη εθνικιστικά δεξιά κόμματα από τα αλλόφοβα και εθνοκάπηλα. Πριν κρίνουμε την εκτίμηση αυτή, ας λάβουμε υπόψη τις τοποθετήσεις όχι μόνο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, ή του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας για το επίμαχο ζήτημα, αλλά ακόμα και του Κωνσταντίνου Γλίξμπουργκ! Η ηγεσία της ΝΔ τους υπερακοντίζει όλους αυτούς με το άλμα της προς τα (ακρο) δεξιά. Σ’ αυτό το άλμα δεν ακολουθεί τον κ. Μητσοτάκη ούτε η Ντόρα Μπακογιάννη, η οποία έσπευσε ήδη να δηλώσει ότι δεν είναι σοβαρή στάση όλος ο κόσμος να λέει τη γειτονική χώρα Μακεδονία κι εμείς να τους λέμε «φούφουτους» και ότι δεν πρόκειται να πάει στο συλλαλητήριο της Αθήνας.
Ταυτόχρονα, με την τοποθέτησή του ο κ. Μητσοτάκης συμβάλλει, άθελά του προφανώς, στην πιο έντονη χάραξη μιας διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στις ελληνικές πολιτικές δυνάμεις. Από τη μια μεριά, η ΝΔ μόνο με τις δυνάμεις που βρίσκονται στα δεξιά της, και στην απέναντι όχθη οι δυνάμεις που για ένα διάστημα ερωτοτροπούσαν με την εκτίμηση ότι η ΝΔ είναι ένα λαϊκιστικό, ευρωπαϊκό, εκσυγχρονιστικό και φιλελεύθερο κόμμα υπό τη νέα ηγεσία του κ. Μητσοτάκη. Τώρα, πολλές από αυτές τις δυνάμεις, όπως το Ποτάμι και η ΔΗΣΥ, βλέπουν ένα χαοτικό κενό στη θέση της εικόνας που, ως ένα βαθμό, και οι ίδιοι είχαν φιλοτεχνήσει.
Ήδη οι αυτόκλητοι καθοδηγητές τους, όπως ο κ. Πρετεντέρης, ξορκίζουν το ενδεχόμενο να φέρει η δεξιά στροφή της ΝΔ το Κέντρο πιο κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ. Όμως, το διακύβευμα που έχει τίτλο «επίλυση ή διαιώνιση του μακεδονικού ζητήματος», δεν είναι ένα οποιοδήποτε δευτερεύον ή τριτεύον ζήτημα. Γι’ αυτό και κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει την τοποθέτηση κάθε κόμματος σ’ αυτό ισχυριζόμενος ότι σε πολλά άλλα υπάρχει συμφωνία. Για την ώρα, πάντως, το μόνο αυτοπροσδιοριζόμενο ως κεντρώο κόμμα που συμπαρατάσσεται στο συγκεκριμένο ζήτημα ανοιχτά με τη ΝΔ, είναι το κόμμα του κ. Λεβέντη. Όσοι ζηλεύουν τη δόξα του, δεν έχουν παρά να τον ακολουθήσουν.
Το τι θα πράξουν τα κόμματα του κέντρου, θα το δούμε, σύντομα. Μην ξεχνάμε ότι ο έλληνας πρωθυπουργός προανήγγειλε ότι προτίθεται η ελληνική κυβέρνηση να δώσει το πράσινο φως για την έναρξη της νέας φάσης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στην ΕΕ. Κίνηση που θα τεθεί υπό την έγκριση της Βουλής. Εκεί, ο καθένας θα υποχρεωθεί να πει το μεγάλο «ναι» ή το μεγάλο «όχι».
Όμως, το γιατί έκανε αυτό το σάλτο η ΝΔ, εξακολουθεί να απασχολεί πολλούς. Δεν χρειάζεται, ίσως, να ψάχνουν σε μεγάλο βάθος. Ο πανικός από το μεγάλο συλλαλητήριο και η ψηφοθηρική διάθεση στο χώρο προς τα δεξιά της την τυφλώνουν οδηγώντας τη σε μια επιλογή, που θα την κάνει να υποστεί αυτό ακριβώς που φοβάται: μείωση της πολιτικής και, τελικά, και της εκλογικής επιρροής της.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή