Χρονιά πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων το 2019, σε όλα τα πεδία της αντιπροσώπευσης. Το γεγονός ότι σε λίγους μήνες, μέχρι το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, θα αποτυπωθούν οι πολιτικοί συσχετισμοί και στα 3 πεδία: κοινοβούλιο, αυτοδιοίκηση, ευρωκοινοβούλιο εξηγούν τον εκνευρισμό και την ένταση των πολιτικών επιτελείων, τα οποία αναζητούν τις κατάλληλες εκλογικές τακτικές για το έπαθλο, το οποίο σε τελευταία ανάλυση δεν είναι άλλο από την κυβερνητική πλειοψηφία.
Το παράδοξο ιστορικά είναι ότι το πλέον υποτιμημένο πεδίο, αυτό των ευρωεκλογών, πεδίο που στο παρελθόν ήταν η εύκολη «θυσία» προκειμένου να κερδηθεί η παρτίδα στη μεγάλη εκλογική σκακιέρα, σήμερα έχει ιδιαίτερη αξία στο βαθμό που η ενδεχόμενη επικράτηση της ακροδεξιάς απειλής στην κλίμακα της Ευρώπης θα επηρεάσει αναπόφευκτα τις πολιτικές και εκλογικές εξελίξεις σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα, της δικής μας συμπεριλαμβανομένης. Με άλλα λόγια οι ευρωεκλογές σε αυτή τη συγκυρία δεν είναι πεδίο για πολιτικούς ελιγμούς και εκλογικούς πειραματισμούς.
Εξίσου παράδοξο αν και όχι ανεξήγητο ή μη αναμενόμενο είναι ότι ο πολιτικός χρόνος είναι πυκνός και απρόοπτος, όπως γίνεται πάντα στο τέλος εποχής, όταν ο παλιός κόσμος πεθαίνει, ο νέος παλεύει να γεννηθεί και στο μεσοδιάστημα καιροφυλακτούν τα τέρατα (Γκράμσι).
Οι εστίες της έντασης και της αβεβαιότητας είναι πολλές, τόσες που δεν μπορείς να τις κατατάξεις με βάση ούτε τη χρονική προτεραιότητα, ούτε την επικινδυνότητα.
Η διεθνής σκηνή
Οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί με τη χρήση του πολέμου ως το εργαλείου της ηγεμονίας και της επιβολής δεν φαίνεται να μπαίνουν σε ύφεση. Αντίθετα μετά την αναγγελία της απόφασης των ΗΠΑ για αποχώρηση των στρατευμάτων της από τη Συρία, ανοίγει μια νέα σελίδα εχθροπραξιών. Το ίδιο και με τους ανταγωνισμούς για τους ενεργειακούς δρόμους. Από αυτή τη σκοπιά η συμφωνία των Πρεσπών είναι μια ηλιαχτίδα ειρήνης και συνανάπτυξης σε ένα ανταριασμένο διεθνές περιβάλλον.
Η κλιματική αλλαγή δεν αποτελεί πλέον μια πρόβλεψη των επιστημόνων για το μέλλον, αλλά τη σημερινή ζοφερή πραγματικότητα για εκατομμύρια ανθρώπους, από την Ινδονησία μέχρι τον Καναδά και από το Σαν Φρανσίσκο μέχρι τον ευρωπαϊκό Νότο και την Ελλάδα. Οι βιβλικές καταστροφές δεν υποχρεώνουν τα βιομηχανικά κράτη για συνεννόηση και χαλάρωση, αντίθετα η μεγαλύτερη χώρα στην παραγωγή ρύπων, οι ΗΠΑ, αποχώρησαν από τη συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή.
Ο εμπορικός πόλεμος δεν είναι μια υπόθεση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας αλλά τείνει να συμπεριλάβει όλο το δυτικό κόσμο, με την Ευρώπη και τον Καναδά να δέχονται πρώτοι τον εκβιασμό της επιβολής δασμών και τις βιομηχανικές τάξεις να σηκώνουν πρώτες τη σημαία της συνθηκολόγησης. Η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία, έντρομη, διαπραγματεύτηκε μόνη της με τον Τραμπ, χωρίς δηλαδή τη μεσολάβηση του γερμανικού κράτους, προκειμένου να αποφύγει τα χειρότερα.
Όλα τα προηγούμενα, δηλαδή οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί και πόλεμοι, η κλιματική αλλαγή, η καπιταλιστική κρίση αλλά και οι παγκόσμιες και οι περιφερειακές ανισότητες δημιουργούν το υπόστρωμα για τις μεγάλες προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές. Το προσφυγικό ζήτημα γίνεται το εργαλείο επιβολής για τους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ του Τραμπ και της Τουρκίας του Ερντογάν και ταυτόχρονα το εργαλείο για την άσκηση βιοπολιτικού ελέγχου στις εγχώριες τάξεις όχι μόνο από την ακροδεξιά δημαγωγία, αλλά και από κυβερνητικά σχήματα —στην Ευρώπη από τις χώρες του Βίσενγκραντ— όπου ο ρατσισμός και η ξενοφοβία γίνονται η επίσημη κρατική ιδεολογία.
Με κέντρο τις πολιτικές λιτότητας
Η καπιταλιστική κρίση δεν είναι μια υπόθεση του παρελθόντος, παρά τις ενέσεις ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες και τους κρατικούς προϋπολογισμούς (υπέρ των τραπεζών και των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων). Πως θα μπορούσε να ξεπεραστεί εξάλλου η κρίση χωρίς καταστροφή κεφαλαίου, όταν η υπερσυσσώρευσή του δημιουργεί πολλαπλασιασμό της χρηματοπιστωτικής σφαίρας με τα κεφάλαια παρκαρισμένα —δηλαδή χωρίς επενδυτικό ενδιαφέρον για την πραγματική οικονομία— σε ασφαλείς τοποθετήσεις. Τα αδιάθετα κεφάλαια και τα χαμηλά επιτόκια, μεταξύ των οποίων και τα κεφάλαια ασφαλιστικών οργανισμών, δημιουργούν την πίεση για αύξηση των επιτοκίων με ότι αυτό σημαίνει για την παγκόσμια οικονομία (επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης) και τα χρέη των κρατών. Η Fed ανεβάζει τα επιτόκια και στην ΕΚΤ έληξε το πρόγραμμα πιστωτικής χαλάρωσης (QE), αν και η τελευταία αναζητά τρόπους έμμεσης παράτασης του.
Η μόνη «σταθερά», σε μια διαταραγμένη παγκοσμίως συνθήκη, είναι οι πολιτικές λιτότητας, με άλλα λόγια η εσωτερική υποτίμηση, η αναδιανομή εισοδημάτων και δικαιωμάτων σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων. Η αμφισβήτηση της λιτότητας επιφέρει την οργή των νεοφιλελεύθερων κέντρων και την απειλή οικονομικών μέτρων πειθάρχησης. Η περίπτωση της Ιταλίας, της 3ης μεγαλύτερης οικονομίας στην Ευρώπη, όπου η άρνηση να υπακούσει στους περιορισμούς του Συμφώνου Σταθερότητας και του «χρυσού κανόνα» των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, δημιούργησε μια ακραία επιθετικότητα όχι μόνο από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ αλλά και από τις χρηματαγορές. Βλέπετε, θεματοφύλακες του νεοφιλελευθερισμού δεν είναι μόνο «οι κανόνες» της ΕΕ και η Κομισιόν, αλλά και οι χρηματαγορές και οι παγκόσμιοι οργανισμοί.
Αξίζει να αναφερθεί ότι στη συζήτηση που διεξάγεται για τη συνταγματική αναθεώρηση οι εκπρόσωποι της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ ζήτησαν να συμπεριληφθεί ο «χρυσούς κανόνας» του Συμφώνου Σταθερότητας στα υπό αναθεώρηση άρθρα, να συνταγματοποιηθεί δηλαδή ο νεοφιλελευθερισμός.
Βιωμένη πραγματικότητα
Όλα τα παραπάνω δεν είναι νέα, δεν συνιστούν δηλαδή προβλέψεις για το ενδεχόμενο ενός ζοφερού μέλλοντος, αποτελούν τη βιωμένη πραγματικότητα της δεκαετίας της κρίσης και ταυτόχρονα αποτέλεσαν το πλαίσιο των περιορισμών και των καταναγκασμών με το οποίο αναμετρήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ τα 4 χρόνια της διακυβέρνησης του.
Με το ίδιο πλαίσιο αναμετρήθηκαν και αναμετρούνται και άλλες χώρες και κυβερνήσεις στην Ευρώπη και στον κόσμο, αλλάζουν, όμως, οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις. Στην Ελλάδα ο ΣΥΡΙΖΑ αναμετρήθηκε σε μια συνθήκη με την οποία άλλες χώρες συνάντησαν μόνο σε συνθήκες πολέμου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε την κυβέρνηση της χώρας το 2015 με ανεργία στο 27%. Η απώλεια του ΑΕΠ ήταν της τάξης του 25%. Η απώλεια των εισοδημάτων ήταν της τάξης του 36%. Ο κατώτερος μισθός μειώθηκε κατά 22% και για τους νέους κατά 32%. Οι μισθοί και οι συντάξεις καταποντίστηκαν και την ίδια στιγμή ο καθένας μπορούσε να διαπιστώσει την παραγωγική διάλυση, τις κλεισμένες επιχειρήσεις, τα κλειστά καταστήματα.
Έχει ενδιαφέρον να δούμε σε αδρές γραμμές ποιες είναι οι δύο πολιτικές στρατηγικές που συγκρούστηκαν τότε και συγκρούονται και σήμερα στην Ελλάδα και στον ευρωπαϊκό χώρο. Οικονομολόγοι μιλάνε για τα οικονομικά της προσφοράς από τη μια μεριά και από την άλλη μεριά για τα οικονομικά της ζήτησης. Τα οικονομικά της προσφοράς επιχειρούν με μοναδική αξία τη βελτίωση των κερδών των επιχειρήσεων να δημιουργήσουν το πλαίσιο για αύξηση των κερδών και όταν με το καλό γίνει αυτό, όπως λέει και η Νέα Δημοκρατία, τότε θα μοιράσουνε την πίτα. Έλα ντε, όμως, που η ίδια η πραγματικότητα τούς διαψεύδει. Και στον κόσμο ολόκληρο και στην Ευρώπη πια μιλάνε για ανάπτυξη χωρίς εργασία, για αύξηση των ποσοστών του ΑΕΠ, για αύξηση των κερδών των επιχειρήσεων και η κοινωνία όχι μόνο δεν εισπράττει τίποτα, αλλά την ίδια στιγμή έρχεται σε πιο μεγάλη κοινωνική κρίση με μεγαλύτερες ανισότητες και με απουσία του κοινωνικού κράτους. Και αντιδρά με όποιον τρόπο μπορεί.
Με αυτήν την έννοια, μπορούμε να κατανοήσουμε τις κοινωνικές εκρήξεις που συντελούνται σε όλον τον παγκόσμιο χάρτη, από την Puerta del Sol, το Σύνταγμα, τη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, το Γκεζί της Κωνσταντινούπολης και σήμερα τη Γαλλία με τα «κίτρινα γιλέκα», όπου η διαμαρτυρία έχει να κάνει με το περιεχόμενο της πολιτικής, δηλαδή τι μέτρα επιβάλλονται εις βάρος των ασθενέστερων, αυτών που δεν έχουν φωνή. Τα κινήματα όμως, όπως χαρακτηριστικά λέει ο Α. Νέγκρι με αφορμή τα «κίτρινα γιλέκα», για να έχουν συνέχεια και αποτέλεσμα χρειάζονται τη συνδρομή του κομματικού υποκειμένου και μάλιστα σε κυβερνητικό επίπεδο.
Μείγμα κοινωνικής αισιοδοξίας
Από την άλλη μεριά, η δική μας πολιτική στηρίζεται σ’ αυτό που λέμε αύξηση της ζήτησης. Γνωρίζουμε, δηλαδή, και θεωρητικά αλλά και εμπειρικά ότι χωρίς αύξηση της λαϊκής κατανάλωσης δεν υπάρχουν δουλειές, δεν υπάρχουν επενδύσεις. Κανείς δεν μπορεί να τοποθετεί επενδυτικά σχέδια όταν ξέρει ότι η λιτότητα έχει εξανεμίσει οποιαδήποτε δυνατότητα αγοράς. Την ίδια στιγμή που η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ στοχεύει στη ζήτηση, επιχειρεί ταυτόχρονα να καλύψει και ένα κενό δεκαετιών αναφορικά με την απουσία κοινωνικού κράτους και κράτους πρόνοιας. Η πολιτική του έχει να κάνει με την καθολικότητα των δικαιωμάτων, δηλαδή με την καθολική πρόσβαση στη δημόσια υγεία και ειδικά των ανασφάλιστων, με την πρόσληψη εκπαιδευτικών, με την πρωτοβάθμια υγεία, με τα σχολικά γεύματα, τα επιδόματα παιδιών, ενοικίου, θέρμανσης, το Κοινωνικό Επίδομα Αλληλεγγύης, το μεταφορικό ισοδύναμο, κά. Παρεμβάσεις που εκτός από το σκέλος της κοινωνικής αλληλεγγύης έχουν και σκέλος οικονομικής ανάπτυξης και οικονομικής δυνατότητας. Δεν είναι μυστικό ούτε άγνωστο πως η κυβέρνηση υποχρεώνεται να υλοποιεί μέτρα σε αντίπαλη κατεύθυνση, όπως είναι τα πρωτογενή πλεονάσματα και τα δημοσιονομικά μέτρα, ούτε είναι εκτός ύλης οι προσπάθειες που καταβάλει για πανευρωπαϊκό συντονισμό κατά της λιτότητας.
Η σημερινή πραγματικότητα δεν χρειάζεται πολύ μεγάλη ανάλυση. Οι 344.000 νέες θέσεις εργασίας, δηλαδή το ποσοστό της ανεργίας από 27% που πήγε στο 18,6%, είναι σημαντικό δεδομένο για πάρα πολλές χιλιάδες ανθρώπων και οικογενειών. Ο τριπλασιασμός των επιχειρήσεων που ανοίγουν σε σύγκριση μ’ αυτές που κλείνουν δίνει δυνατότητες για δουλειές, δίνει το ενδεχόμενο μιας πιο αισιόδοξης προοπτικής για μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Η μείωση της αδήλωτης εργασίας από το 19,1% το 2014 στο 12,4% δείχνει τη συνειδητή προσπάθεια να συρρικνωθεί αυτό το σκέλος της μαύρης, γκρίζας εργασίας, της αδήλωτης εργασίας και οι στοχευμένες ενεργητικές πολιτικές στον χώρο της εργασίας δείχνουν μια τεράστια προσπάθεια να αντιστρέψουμε τη γενικευμένη τάση στον καπιταλισμό —και ειδικά στον ευρωπαϊκό χώρο— για ελαστικές εργασιακές σχέσεις, για εργασιακή ανασφάλεια.
Θα μπορούσαν να παρατεθούν κι άλλα στοιχεία αυτού του μείγματος διαφορετικής πολιτικής που παράγει κοινωνική αισιοδοξία. Όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού, η κατάργηση του υποκατώτατου, η επανόρθωση των συλλογικών συμβάσεων, η επεκτασιμότητα των κλαδικών, η αύξηση της οικοδομικής δραστηριότητας κατά 17,9%, η αύξηση των εξαγωγών και άλλα πολλά που είναι σε εξέλιξη ή έπονται.
Ο Χριστόφορος Παπαδόπουλος είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Β’ Αθήνας
Πηγή: Η Εποχή