Η χθεσινή εκδήλωση για τον Νίκο Μπελογιάννη στη γενέτειρά του έχει ενδιαφέρον, αν κανείς αναλογιστεί και το είδος των συζητήσεων που έχει προκαλέσει.
Ο Μπελογιάννης έχει περάσει μετά τιμής στο αριστερό μαρτυρολόγιο, σε αντίθεση –παραδείγματος χάρη– με τον σύγχρονό του Πλουμπίδη, ο οποίος και κατηγορήθηκε για πολλά χρόνια ως προδότης και πουλημένος. Δεν υποτιμώ καθόλου το σθένος του ανθρώπου, τη μέχρι του τέλους υπεράσπιση των ιδεών του, τη στυγερή δολοφονία του παρά τη διεθνή κατακραυγή.
Νομίζω όμως πως, μετά από τα πολλά που έχει περάσει η ελληνική Αριστερά και ο τρόπος με τον οποίο παράγει πολιτική, αξίζει τον κόπο να στραφούμε στον Δημήτρη Μπάτση, ο οποίος εκτελέστηκε μαζί με τους Μπελογιάννη, Καλούμενο και Αργυριάδη, και να στοχαστούμε (αρκετά γενικευτικά εν προκειμένω) με αφορμή τη δική του περίπτωση.
Το βιβλίο του Η βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα αγνοήθηκε στην πραγματικότητα από την ελληνική Αριστερά. Η απόπειρα σχεδιασμού, συλλογής δεδομένων και έρευνας ως προϋποθέσεων για την εκφώνηση πολιτικού λόγου ήταν ένα υπόδειγμα που δεν έτυχε ευρείας μίμησης. Ο τρόπος αυτός περιελάμβανε άλλου τύπου μέριμνες γραφής από τις διαπιστωτικές της κακής κατάστασης της εργατικής τάξης στον καπιταλισμό. Ευλόγως θα κατέληγε σε προτάσεις ή και υλοποιήσεις που θα πήγαιναν πέρα από τα καθιερωμένα εκλογικά και οργανωτικά μοντέλα τα οποία ήταν εθισμένη να υπηρετεί η Αριστερά.
Ο προγραμματισμός όμως θεωρήθηκε –χοντρά χοντρά– ρεφορμιστική τακτική, οι προτάσεις ανέβαιναν τα επίπεδα της αφαίρεσης μέχρι του σημείου να γίνονται bullets σε ένα χαρτί που μπορεί να συμπεριλάβει τους πάντες αλλά δεν λέει κάτι συγκεκριμένο, η ψηλάφηση ενός εναλλακτικού παραγωγικού μοντέλου με τις δεδομένες δυνάμεις της οικονομίας στον δεδομένο παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και ισχύος φαινόταν καραμπινάτη αποστασία από τα ιερά και τα όσια της παράταξης.
Το τοτέμ του Κεντρικού Σχεδιασμού ως της απόλυτης μεθόδου για τη διαχείριση της οικονομίας δεν έγινε κατορθωτό να αποσυσκευαστεί ως ατελέσφορο τουλάχιστον για τη Σοβιετική Ένωση, ενώ οι θεωρίες κέντρου/περιφέρειας είτε υιοθετήθηκαν χωρίς τις αναγκαίες προσαρμογές στην ελληνική πραγματικότητα, είτε απορρίφθηκαν με πρόνοιες να αναδειχτεί ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής ήταν απολύτως ηγεμονικός στη χώρα από τον… 19ο αιώνα. Ακόμη και στα χρόνια της παρούσας οικονομικής κρίσης, ο συνεταιριστικός τρόπος παραγωγής και η κοινωνική οικονομία όταν δεν απαξιώνονταν –για πολλοστή φορά τα τελευταία 150 χρόνια– ως ρεφορμισμός ή μικροαστικός αναρχισμός, έγιναν σύνθημα ή πρώιμες και εν πολλοίς ανεπαρκείς πολιτικές υλοποιήσεις.
Το πολιτικό έθος, λοιπόν, που επικράτησε στην ελληνική Αριστερά συντονιζόταν περισσότερο με τις μυθολογίες ηρωισμού ενός απώτερου και πάντα δικαιωμένου παρελθόντος, παρά με τις συνθήκες στις οποίες έπρεπε να παραχθεί η πολιτική σε χρόνο ενεστώτα, αναλύοντας το εδώ και τώρα. Έτσι, ο ιμπεριαλισμός ως τελικό στάδιο του καπιταλισμού, μιας και το είπε ο Λένιν, δεν αμφισβητείται. Η βαντγκαρντιστική λογική του κόμματος νέου τύπου υφίσταται ακόμα τυπικά ή και άτυπα, ενώ, όσο οι πρόνοιες για συνδικαλιστική ενδυνάμωση αποτυγχάνουν, άλλο τόσο πολλαπλασιάζονται οι (ίδιες και οι ίδιες) αναφορές στο απολύτως απαραίτητο της παρέμβασης σε αυτό το πεδίο. Τέλος, οι πολιτικές υλοποιήσεις από αναπτυσσόμενες χώρες πολλές φορές υιοθετούνται χωρίς να έχει προηγηθεί ανάλυση.
Σε αντίθεση με την Αριστερά, η Δεξιά διδάχτηκε από επιτυχημένες τακτικές της αντίπαλής της παράταξης. Από τα από τα κάτω κινήματα των ακροδεξιών μέχρι τη δημιουργία των «μαύρων» δεξαμενών σκέψης στις ΗΠΑ που συγκρότησαν τα κυβερνητικά προγράμματα των ρεπουμπλικανών. Από την υιοθέτηση της κομματικής δομής μέχρι την πρόνοια για την πολιτισμική ηγεμονία.
Ο τρόπος που παράγεται η πολιτική στην Αριστερά είναι εξαιρετικά δύσκολο να αλλάξει. Οι καινοτομίες, η σε βάθος αμφισβήτηση του ταυτοτικού πολιτικού ειδώλου, η αναγνώριση της επιτελεστικότητας και του αποτελέσματος, ως αρετών που δεν εκπληρώνονται μέσω της πολιτικής βούλησης και μόνο, είναι μακρόσυρτες διαδικασίες που έως ότου πυροδοτηθούν θα λοιδορηθούν μιας και θα αμφισβητήσουν ιεραρχίες και συστήματα σκέψης, πόσο μάλλον όταν το τέλος τους παραμένει άδηλο. Οι σχεσιακές προσεγγίσεις άλλωστε είναι πολύ δύσκολο να πάρουν ένα κάποιο προβάδισμα διάχυσης ενάντια στις οντολογικές ή τις φαινομενολογικές προτάσεις.
Σε κάθε περίπτωση, θα είναι πάντα πιο εύκολο να μη μετακινείσαι ακόμα κι αν αυτό τείνει εις βάρος της μακροπρόθεσμης αναπαραγωγής, παρά να αμφισβητείς πρώτα και να δοκιμάζεις μετά σε μια ασταμάτητη διαλεκτική διαδικασία. Με αυτόν τον τρόπο, η από οποιαδήποτε σκοπιά άρση της μνημονιακής πραγματικότητας και της επιτροπείας, δε μπορεί να μην αφορά τη μελέτη σε βάθος πολλαπλών πεδίων που συνεξελίσσονται και παράγουν την πραγματικότητα. Ο Μπάτσης κατάλαβε τη σπουδαιότητα της μελέτης σε άλλες εποχές. Κάπως χρειάζεται να γίνει κατανοητό ξανά.