Εδώ και δεκαπέντε χρόνια, η ελληνική οικονομία βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μια σειρά αλλεπάλληλων διεθνών κρίσεων, με πρώτη την χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-8, αναζητώντας ένα νέο δρόμο ανάπτυξης και μια νέα θέση στο διεθνή καταμερισμό εργασίας μετά την κατάρρευση του προηγουμένου μοντέλου οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης το 2009, με την κρίση δημόσιου χρέους.
Η βαθιά και δομική κρίση του ελληνικού καπιταλισμού της περιόδου 2008-2016 θεωρείται η μεγαλύτερη σε καιρό ειρήνης στην παγκόσμια ιστορία των οικονομικών κρίσεων. Πρέπει να κατανοηθεί πρωτίστως ως παραγωγική-αναπτυξιακή, δευτερευόντως ως δημοσιονομική, και οπωσδήποτε ως κατεξοχήν πολιτική.
Η εύκολη ανάπτυξη της δεκαετίας του 1990, που στηρίχθηκε στον τουρισμό, τη ναυτιλία, τις ιδιωτικοποιήσεις, την κατασπατάληση των πόρων των ΚΠΣ, τις επενδύσεις των ιδιωτών στο χρηματιστήριο και στις κατοικίες και του κράτους στις κατασκευές των Ολυμπιακών Αγώνων και σε εξοπλισμούς με φτηνό δανεικό χρήμα, κατέληξε στα δίδυμα ελλείμματα – εξωτερικό και δημοσιονομικό – και είναι αποτέλεσμα της αμεριμνησίας όλων των ελληνικών κυβερνήσεων, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, και όλων πολιτικών ελίτ της χώρας, οι οποίες προσχώρησαν στο νεοφιλελεύθερο δόγμα της ανάπτυξης χωρίς σοβαρή βιομηχανική και τεχνολογική πολιτική και επένδυση στη δημιουργία αντίστοιχων θεσμών, μιας ανάπτυξης μέσα από το άνοιγμα στις αγορές και το ξένο τραπεζικό και πολυεθνικό κεφάλαιο που αθρόα εξαγόραζε ιδιωτικές κερδοφόρες και κρατικές επιχειρήσεις στρατηγικού χαρακτήρα.
Τα Μνημόνια της περιόδου 2010-2018 κινητοποίησαν τη δημοσιονομική προσαρμογή και την εσωτερική υποτίμηση ως μηχανισμούς εξάλειψης του δημοσιονομικού και του εξωτερικού ελλείμματος αντίστοιχα. Όσον αφορά την εσωτερική υποτίμηση, η δραστική περικοπή των μισθών με σκοπό τη μείωση του κόστους παραγωγής και των τιμών, θεωρήθηκε από τους συντάκτες των Μνημονίων ως η κομβική προϋπόθεση όχι μόνο ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας-τιμής της εγχώριας παραγωγής αλλά και δραστικής αλλαγής του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας, προς την κατεύθυνση ενός εξωστρεφούς μοντέλου που έλκεται από τις εξαγωγές και όχι από την εσωτερική κατανάλωση, όπως το προηγούμενο.
Γνωρίζουμε πλέον, ότι πέραν του τεράστιου κοινωνικού κόστους που προκάλεσαν, με όρους εκρηκτικής αύξησης της ανεργίας, κατάρρευσης μισθών και εισοδημάτων και ραγδαίας επέκτασης της φτώχειας, τα δύο πρώτα Προγράμματα Οικονομικής Προσαρμογής που εφαρμόστηκαν μεταξύ 2010-2014 οδήγησαν την ελληνική οικονομία σε παραγωγικό ακρωτηριασμό και αδιέξοδο. Αδιάσειστοι δείκτες είναι όχι μόνο η δραματική συρρίκνωση του ΑΕΠ και η καθίζηση των επενδύσεων, η οποία οδήγησε από το 2011 σε ένα φαινόμενο αποεπένδυσης δεκαετούς διαρκείας και στην υποχώρηση της παραγωγικότητας της εργασίας, αλλά και η εγκατάλειψη της χώρας από ένα εκατομμύριο άτομα, εκ των οποίων ένα σημαντικό μέρος αντιστοιχεί στο φαινόμενο του braindrain, που εξηγεί και τις σημερινές ελλείψεις σε συγκεκριμένες κατηγορίες ειδικευμένου εργατικού δυναμικού.
Οι κοινωνικές επιδόσεις των κυβερνήσεων του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αναμφισβήτητες: δραστική μείωση της ανεργίας, της φτώχειας και των ανισοτήτων, διάσωση του κοινωνικού κράτους και δρομολόγηση της ανόρθωσής του, αύξηση του κατώτατου μισθού και κατάργηση του υποκατώτατου για τους νέους, επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, βελτίωση της προστασίας των εργολαβικών εργαζόμενων, ενεργοποίηση και ενδυνάμωση του ΣΕΠΕ, μεταρρύθμιση του ΟΑΕΔ. Από την άλλη πλευρά, οι ανωτέρω κυβερνήσεις σταθεροποίησαν την οικονομία και δρομολόγησαν την ανάκαμψή της, χωρίς όμως να πετύχουν ικανοποιητικές οικονομικές επιδόσεις και απογείωση, λόγω της συνέχισης της πολιτικής λιτότητας.
Σήμερα, μετά τον παραγωγικό ακρωτηριασμό της επί Μνημονίων και τα σοκ της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης και ευρισκόμενη στο μεταίχμιο μιας μεγάλης επιβράδυνσης λόγω της νέας παγκόσμιας ύφεσης, η ελληνική οικονομία μοιάζει να βρίσκεται σε ένα αναπτυξιακό αδιέξοδο, εγκλωβισμένη σε μια προβληματική παραγωγική εξειδίκευση και σε μόνιμη τεχνολογική υστέρηση, που παράγουν διαρκώς εξωτερικά ελλείμματα, σε συνδυασμό με την υπερχρέωση κράτους, επιχειρήσεων και νοικοκυριών, ενώ ο πληθωρισμός κατατρώει την αγοραστική δύναμη των μισθών και το εισόδημα των λαϊκών τάξεων και των κατώτερων μεσαίων στρωμάτων, που είναι τα κύρια θύματα του νέου κύματος φτωχοποίησης.
Η ιδιαιτερότητα της σημερινής συγκυρίας συνίσταται στο ότι, ποτέ άλλοτε στην πρόσφατη ελληνική ιστορία δεν υπήρξε περίοδος κατά την οποία να είναι τόσο εμφανές, ότι η άνοδος του βιοτικού επιπέδου του λαού και η ανόρθωση του κοινωνικού κράτους σε μονιμότερη βάση είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με την παραγωγική ανασυγκρότηση, την αναβάθμιση και τον οικολογικό μετασχηματισμό της οικονομίας, που προϋποθέτουν μια ενεργή αναπτυξιακή – βιομηχανική, τεχνολογική και περιφερειακή – πολιτική, την αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων και μια ριζική φορολογική μεταρρύθμιση.
Οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των διαφορετικών πολιτικών προτάσεων για το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας περνούν αναγκαστικά από την πολιτική οικονομία της ανάπτυξης, που καθορίζει αφενός την κοινωνική συμμαχία που το στηρίζει, αφετέρου τη διανομή και αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Εξ αυτών, η κύρια διαχωριστική γραμμή αφορά τη θέση του κόσμου της εργασίας στο αναπτυξιακό μοντέλο (μισθοί, εργασιακά δικαιώματα, κοινωνική προστασία, εκπαίδευση-κατάρτιση), από την οποία εξαρτάται η συμβολή του στην παραγωγή νέου πλούτου και στην τεχνολογική αναβάθμιση του παραγωγικού συστήματος.
Η Μαρία Καραμεσίνη είναι Καθ. Οικονομικών της Εργασίας και της Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρώην Πρόεδρος και Διοικήτρια ΟΑΕΔ (νυν ΔΥΠΑ).
Χρόνης Διαμαντόπουλος