Macro

Μαρία Καραμεσίνη: Η Ευρωπαϊκή Ένωση στο μεταίχμιο: τομές ή χάος

Επτά μήνες πριν από τις ευρωεκλογές του 2024, το φάντασμα της Ακροδεξιάς πλανάται πάνω από την Ευρώπη. Η ανάδειξή της ως δεύτερης δύναμης στο νέο ευρωκοινοβούλιο, μπροστά από τους σοσιαλδημοκράτες, και η συμμαχία της με το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα θεωρείται από τους πολιτικούς αναλυτές το πιθανότερο σενάριο. Δεδομένου ότι όλα τα κόμματα της Ακροδεξιάς είναι ευρωσκεπτικιστικά και υπέρ της ΕΕ ως χαλαρής συνομοσπονδίας κρατών, η επιβεβαίωση αυτού του σεναρίου κινδυνεύει να βάλει τις προοδευτικές δυνάμεις στη γωνία και την Αριστερά στο περιθώριο για κάποιες δεκαετίες, θέτοντας ταφόπλακα στο σχέδιο της πολιτικής ενοποίησης της ΕΕ. Η τελευταία βρίσκεται σήμερα στο μεταίχμιο.
 
 
Η εκκόλαψη της Ακροδεξιάς
 
 
Η εκκόλαψη της σύγχρονης Ακροδεξιάς στην ΕΕ είναι το αποτέλεσμα των διαλυτικών συνεπειών τεσσάρων δεκαετιών νεοφιλελευθερισμού στη συνοχή των ευρωπαϊκών κοινωνιών, των απορρυθμίσεων που συνόδευαν την παγκοσμιοποίηση και, κυρίως, της διάβρωσης εργασιακών δικαιωμάτων, της αύξηση των ανισοτήτων πλούτου και ισχύος, της κοινωνικής περιθωριοποίησης εργατικών στρωμάτων και μεταναστών πρώτης και δεύτερης γενιάς. Ωστόσο, ήταν η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 και οι πολιτικές λιτότητας που επιβλήθηκαν στους λαούς της ΕΕ στη δεύτερη φάση της κρίσης (μετά το 2010) που έστρωσαν το έδαφος για την απογείωση της Ακροδεξιάς στις περισσότερες χώρες. Ένα αυξανόμενο μέρος των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων έστρεψε τα νώτα στους πολιτικούς διαχειριστές της λιτότητας αλλά και στην Αριστερά. Το κενό πολιτικής εκπροσώπησης που δημιουργήθηκε ήρθε να καλύψει ένας αστερισμός δεξιών λαϊκιστικών και ακροδεξιών κομμάτων.
 
Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα «τιμωρήθηκαν» εκλογικά γιατί μεγάλο μέρος της λαϊκής τους βάσης θεώρησε ότι πρόδωσαν τα συμφέροντά της. Τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς περιθωριοποιήθηκαν είτε διότι δεν διέθεταν πολιτικό σχέδιο για την ευόδωση των κοινωνικών αγώνων, είτε διότι διέψευσαν τις ελπίδες των λαϊκών τάξεων και μεσαίων στρωμάτων για ένα καλύτερο αύριο, αφού πρώτα διεκδίκησαν να τις εκπροσωπήσουν καλλιεργώντας αυταπάτες για τις δυνατότητες ουσιαστικών πολιτικών αλλαγών και βιώσιμων κοινωνικών κατακτήσεων, μέσα σε ένα ασφυκτικό ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο καταναγκασμών.
 
 
Λιτότητα και υπονόμευση της αλληλεγγύης
 
 
Η κρίση του 2008 είχε και μια επιπλέον εξίσου σημαντική συνέπεια, που ενίσχυσε την απήχηση της Ακροδεξιάς στην ΕΕ. Δεδομένης της διάβρωσης των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων και, κυρίως, της διεύρυνσης των ανισοτήτων, που είχαν επιφέρει στα παλιά κράτη μέλη της ΕΕ οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές των προηγούμενων δεκαετιών, οι πολιτικές λιτότητας της περιόδου 2010-2014 κλόνισαν και υπονόμευσαν στα μάτια και στη συνείδηση των λαών τη σημασία της αλληλεγγύης, που αποτελεί θεμελιακή αρχή – μαζί με αυτήν της οικονομικής και κοινωνικής σύγκλισης των κρατών μελών – του πολιτικού σχεδίου της ευρωπαϊκής ενοποίησης, από την ίδρυση της ΕΟΚ μέχρι σήμερα. Δημιούργησαν στα λαϊκά και μεσαία στρώματα των πλούσιων χωρών του Βορρά της Ε.Ε. (Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία, Δανία, Σουηδία, Φινλανδία) αμυντικά αντανακλαστικά με στόχο την διατήρηση του δύσκολα κατακτημένου και απειλούμενου επιπέδου ευημερίας τους, έναντι των «τεμπέληδων» του Νότου, που θεωρήθηκαν αποκλειστικά υπεύθυνοι, με τις καταναλωτικές υπερβολές τους που στηρίζονταν στον υπερβολικό δανεισμό, για την χρεοκοπία των κρατών τους, και γι’ αυτό ανάξιοι οικονομικής αλληλεγγύης.
 
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανόδου της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη είναι το AfD, κόμμα αρχέτυπο της alt-right, που σήμερα έρχεται δεύτερο στις δημοσκοπήσεις στη Γερμανία. Το AfD ήταν γέννημα της εποχής της κρίσης της ευρωζώνης και υπήρξε λάβρο κατά των «τεμπέληδων Ελλήνων», σε μια χώρα που οι κυβερνήσεις της εφάρμοσαν πρώτα στον ίδιο τον γερμανικό λαό τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας που επέβαλαν στη συνέχεια με περισσή αυστηρότητα στις «απείθαρχες» χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Θυμίζουμε ότι ο σοσιαλδημοκράτης Σρέντερ ήταν αυτός που εγκαινίασε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, τροφοδοτώντας τα mini-jobs και τη μείωση των πραγματικών μισθών μεταξύ 2000-2007, ενώ ήταν ο Μεγάλος Συνασπισμός χριστιανοδημοκρατών-σοσιαλδημοκρατών αυτός που ψήφισε το 2009 την ενσωμάτωση του «φρένου χρέους», δηλαδή των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και της μόνιμης λιτότητας, στο γερμανικό σύνταγμα.
 
Ο δεύτερος ισχυρότερος τροφοδότης της ανόδου της Ακροδεξιάς και της υπονόμευσης της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ ήταν η προσφυγική κρίση του 2015, που προκάλεσε την σφοδρή αντίδραση κυρίως των-φτωχότερων από τα παλιά-νέων κρατών μελών της ανατολικής και νότιας Ευρώπης, που εντάχθηκαν στην ΕΕ το 2004 και το 2013. Οι κυβερνήσεις και οι λαοί τους αρνήθηκαν να μοιραστούν με «παρείσακτους» το εισόδημα που τους απέφερε η δύσκολη προσπάθεια σύγκλισης με το επίπεδο ζωής των πλούσιων χωρών της ΕΕ.
 
 
Το Brexit, η Ακροδεξιά και ο φόβος διάλυσης της ΕΕ
 
 
Το πρώτο συγκλονιστικό γεγονός μέσα από το οποίο η Ακροδεξιά ήρθε βίαια στο ευρωπαϊκό προσκήνιο ήταν το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος για το Brexit του 2016, που υπήρξε ο θρίαμβος των Τζόνσον και Φάρατζ. Τα θεσμικά όργανα της EΕ και οι ηγεσίες των κρατών μελών της είδαν ξαφνικά το σενάριο της διάλυσης της Ένωσης από αδιανόητο να γίνεται πιθανό. Η ψυχρολουσία ανάγκασε τις πολιτικές ελίτ να συνειδητοποιήσουν, ότι οι πολιτικές λιτότητας, σε συνδυασμό με τη μακροχρόνια αποσάθρωση των κοινωνικών κατακτήσεων των ευρωπαϊκών λαών και την όξυνση των ανισοτήτων εντός και μεταξύ κρατών μελών, έθεταν σε κίνδυνο όχι μόνο την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης αλλά την ίδια την ύπαρξη της ΕΕ
 
Ο φόβος διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν αυτός που οδήγησε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπό τον πρόεδρο Γιούνκερ να πάρει αμέσως την πρωτοβουλία για την διαμόρφωση και υιοθέτηση του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων, τον Νοέμβριο του 2017, ώστε να τεθεί συμβολικά ένα τέλος στην πορεία αποψίλωσης εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων στην οποία η ίδια η ΕΕ είχε ωθήσει τα κράτη μέλη της τα προηγούμενα χρόνια, και να δοθεί το σήμα για μια δυναμική ανάκαμψη της ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής. Πέντε χρόνια μετά, ο Πυλώνας έχει οδηγήσει στην υιοθέτηση αρκετών σημαντικών Οδηγιών, μεταξύ των οποίων η Οδηγία-σταθμός για αξιοπρεπείς κατώτατους μισθούς και για την τόνωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, που για πρώτη φορά ρυθμίζει τους μισθούς σε κοινοτικό επίπεδο. Επίσης, αναλήφθηκαν πολλές αξιόλογες πρωτοβουλίες, όπως οι Συστάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την μακροχρόνια φροντίδα ή το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Ωστόσο, η υιοθέτηση του Πυλώνα δεν συνοδεύτηκε μέχρι το 2021 από την ενίσχυση των πόρων του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου για κοινωνικές επενδύσεις.
 
Παράλληλα, την ίδια εποχή, τα όργανα και οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις της ΕΕ συνειδητοποιούσαν ότι αυτή κινδυνεύει με τεχνολογική παρακμή, διότι αφενός επλήγη περισσότερο από τις υπόλοιπες περιοχές του κόσμου από την κρίση του 2008, και αφετέρου η ανάκαμψη των οικονομιών της κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2010 ήταν αργή λόγω του πολύ χαμηλού ύψους παραγωγικών επενδύσεων. Ως αποτέλεσμα, η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή που προέκυψε από τις ευρωεκλογές του 2019, παρουσίασε τη νέα αναπτυξιακή στρατηγική της ΕΕ, με κύριους άξονες τις μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις που στόχευαν στον πράσινο και ψηφιακό μετασχηματισμό της ευρωπαϊκής οικονομίας (Πράσινη Συμφωνία, Ψηφιακή Στρατηγική), χωρίς όμως αυτή να συνοδεύεται από πρόσθετους ευρωπαϊκούς πόρους για τη χρηματοδότησή της. Οι συγκεκριμένοι πόροι ενδέχεται να μην είχαν ποτέ εξευρεθεί αν δεν είχε εμφανιστεί ο Covid-19.
 
 
Η πανδημία του Covid-19 ως καμπή
 
 
Η πανδημία του Covid-19 αποτελεί την καθοριστικότερη στιγμή στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά το 2008, μακράν σημαντικότερη του δημοψηφίσματος για το Brexit. Μπροστά στο θανάσιμο κίνδυνο κατάρρευσης των ευρωπαϊκών οικονομιών και κοινωνικής εξέγερσης λόγω των λοκντάουν, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε να αναστείλει προσωρινά τους δημοσιονομικούς κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και την απαγόρευση κρατικών ενισχύσεων σε κλάδους και επιχειρήσεις που πλήττονται από την πανδημική κρίση, και η ΕΕ να συνδράμει τα κράτη μέλη της με χαμηλότοκα δάνεια (SURE) για την κάλυψη των δαπανών διατήρησης της απασχόλησης των μισθωτών στις πληττόμενες επιχειρήσεις, και εισοδηματικής προστασίας των αυτοαπασχολούμενων. Βέβαια, παρά τα εκτεταμένα μέτρα προστασίας της απασχόλησης και του εισοδήματος, η μείωση του μέσου εισοδήματος από εργασία στην ΕΕ ήταν 7%.
 
Η σημαντικότερη όμως τομή που επέφερε η πανδημία είναι αναμφίβολα το Σχέδιο Ανάκαμψης της ΕΕ από την κρίση του Covid-19 (Next Generation EU) και η έκδοση κοινού ευρωπαϊκού χρέους για τη χρηματοδότηση επενδύσεων στην πράσινη και ψηφιακή οικονομία και σε κοινωνικές επενδύσεις, π.χ. στην υγεία, τη στέγη κλπ, που αυξάνουν την ανθεκτικότητα των οικονομιών απέναντι σε κρίσεις. Για την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, οι κυβερνήσεις ωθήθηκαν για πρώτη φορά στο να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν μια ενεργητική αναπτυξιακή πολιτική, αλλά και «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» ως προαπαιτούμενα της χρηματοδότησης.
 
 
Ταμείο Ανάκαμψης – ο φόβος μιας δεύτερης κρίσης της ευρωζώνης
 
 
Η τομή του Ταμείου Ανάκαμψης θα ήταν αδύνατη χωρίς τον κίνδυνο χρεοκοπίας της Ιταλίας υπό το βάρος του υψηλού δημόσιου χρέους της, που χρειάστηκε να αυξηθεί για να χρηματοδοτήσει το κόστος των μέτρων κατά της πανδημίας, και τον φόβο της ηγεσίας της ΕΕ και των κρατών μελών της για το ενδεχόμενο μιας δεύτερης, μετά την ελληνική, κρίσης της ευρωζώνης. Μέτρησε επίσης για την υπερψήφιση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ταμείου Ανάκαμψης ο κίνδυνος αναρρίχησης της Aκροδεξιάς στην εξουσία στην Ιταλία, μετά από μια ενδεχόμενη αποτυχία του Ντράγκι να περάσει η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Τέλος, η έκδοση κοινού χρέους δεν θα είχε αποφασιστεί χωρίς την καθολικότητα των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης στα κράτη μέλη της ΕΕ και της αύξησης του δημόσιου χρέους της από 78% του ΑΕΠ, το 2019, στο 90%, το 2020. Η χρηματοδότηση της ανάκαμψης των οικονομικών τους με ευρωπαϊκούς πόρους ήταν συμφέρουσα για την πλειονότητα των κρατών μελών, ενόψει μάλιστα και της λήξης της αναστολής του Συμφώνου Σταθερότητας.
 
Όσοι και όσες πίστεψαν ότι η διαχείριση της κρίσης του Covid-19 από την ΕΕ με την εγκατάλειψη του δόγματος της λιτότητας, την έκδοση κοινού χρέους για τη χρηματοδότηση επενδύσεων και την εφαρμογή της αρχής της αλληλεγγύης στην κατανομή των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, σε συνδυασμό με μια ενεργή ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική, θα αποτελούσαν ιστορική καμπή προς την κατεύθυνση της εμβάθυνσης της πολιτικής και κοινωνικής ενοποίησης της ΕΕ, σύντομα διαψεύστηκαν.
 
 
Πόλεμος, πληθωρισμός, επιστροφή στην ορθοδοξία
 
 
Με τον πόλεμο στην Ουκρανία, η ΕΕ καταρχήν ευθυγραμμίστηκε πλήρως με τις επιλογές των ΗΠΑ στη αντιπαράθεση με τη Ρωσία, τα κράτη μέλη της αναγκάστηκαν να αποδεχθούν την αύξηση στρατιωτικών δαπανών τους στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, που συμπιέζει στους εθνικούς προϋπολογισμούς τις κοινωνικές δαπάνες, καθώς και τις δαπάνες για την περιβαλλοντική προστασία και τις δημόσιες υπηρεσίες. Στη Γερμανία τροποποιήθηκε, το 2022, το «φρένο χρέους», μόνο και μόνο για να δημιουργηθεί νέο ταμείο 100 δισ. ευρώ για αμυντικές δαπάνες. Επιπλέον, η αύξηση του πληθωρισμού λόγω της ενεργειακής κρίσης και της «απληστίας» του κεφαλαίου οδήγησε σε κρίση του κόστους ζωής. Τα κέρδη των ενεργειακών κολοσσών και των επιχειρήσεων του τομέα τροφίμων εκτοξεύτηκαν, η αγοραστική δύναμη των μισθών μειώθηκε, και η ενεργειακή φτώχεια αυξήθηκε σε όλες της χώρες της ΕΕ. Η άνοδος του πληθωρισμού επανέφερε την οικονομική ορθοδοξία στην άσκηση νομισματικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (άνοδος επιτοκίων), και αύξησε την κοινωνική δυσαρέσκεια που ευνόησε την Ακροδεξιά (νίκη της Μελόνι στην Ιταλία και του Βίλντερς στην Ολλανδία).
 
Τέλος, ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι κυρώσεις στη Ρωσία, η μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών και η άνοδος των επιτοκίων είχαν και θα έχουν σημαντικές δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις.
 
Η άνοδος του κόστους της ενέργειας οδήγησε το γερμανικό αναπτυξιακό μοντέλο σε κρίση. Το 2023 η γερμανική οικονομία σημείωσε ύφεση (-0,3% μείωση ΑΕΠ), ενώ αυτή της ΕΕ οδηγήθηκε στασιμότητα (0,6% αύξηση του ΑΕΠ) και προβλέπεται ότι θα αναπτύσσεται αργά τα επόμενα χρόνια.
 
Η ΕΕ παρουσιάζει υστέρηση σε όλα τα πεδία υψηλής τεχνολογίας επειδή αρνήθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες να αναπτύξει μια κοινή βιομηχανική πολιτική από (νεοφιλελεύθερη) επιλογή. Η σημερινή όξυνση των γεωπολιτικών ανταγωνισμών προοιωνίζεται επιδείνωση των τεχνολογικών επιδόσεων. Το μεγάλο πρόγραμμα επιδότησης των επιχειρήσεων για την ανάπτυξη και χρήση πράσινων τεχνολογιών, που υιοθέτησαν το 2022 οι ΗΠΑ, σε συνδυασμό με την επιβολή αυστηρού προστατευτισμού στους παραγωγούς τους, απειλεί ευθέως την αντίστοιχη ευρωπαϊκή βιομηχανία, ενώ αν τα επόμενα χρόνια οι ΗΠΑ καταφέρουν να σύρουν εκβιαστικά την Ε.Ε. στην αντιπαράθεσή τους με την Κίνα, οι επιπτώσεις στην γερμανική και ευρωπαϊκή οικονομία θα είναι τεράστιες.
 
 
Οικολογικός μετασχηματισμός, τεχνολογική υστέρηση, ανισότητες
 
 
Τόσο ο οικολογικός μετασχηματισμός των ευρωπαϊκών οικονομιών και η αντιμετώπιση της τεχνολογικής υστέρησης της Ε.Ε. όσο και η οικονομική και κοινωνική σύγκλιση των κρατών μελών της τελευταίας χρειάζονται ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις μεγάλης κλίμακας, ενώ και απαιτείται ένας μεγάλος όγκος δημόσιων πόρων μετά τη λήξη των χρηματοδοτήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης, το 2026.
 
Η πρόταση αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας και της οικονομικής διακυβέρνησης της Ε.Ε., για την οποία επρόκειτο να αποφασίσει χθες το Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών (Ecofin), παρέχει μεν ευελιξία δημοσιονομικής προσαρμογής στα κράτη μέλη με δημόσιο έλλειμμα άνω του 3% ή χρέος άνω του 60%, αλλά το επιπλέον δημοσιονομικό περιθώριο που τους δίνει για την πραγματοποίηση επενδύσεων είναι μικρό. Δεν έκανε δεκτό τον «χρυσό κανόνα», δηλαδή την εξαίρεση από το έλλειμμα και το χρέος των δημόσιων επενδύσεων για τον οικολογικό μετασχηματισμό και των κοινωνικών επενδύσεων.
 
Επίσης, σήμερα δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις και συσχετισμοί του 2020 για συναίνεση όχι μόνο στην έκδοση κοινού χρέους αλλά ούτε καν στην ανάγκη σημαντικής αύξησης των ίδιων πόρων της ΕΕ, όπως φαίνεται από τη δυσκολία συμφωνίας των κρατών μελών για την αύξηση κατά 100 δισ. ευρώ του σημερινού κοινοτικού προϋπολογισμού, ώστε να δοθεί επιπλέον οικονομική βοήθεια στην Ουκρανία και να καλυφθούν τα έξοδα για τη διαχείριση της μετανάστευσης από αυτήν τη χώρα. Επιπλέον, φιλελεύθεροι και ακροδεξιοί αρνούνται κάθε πρωτοβουλία έκφρασης της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών. Ακριβώς το αντίθετο από αυτό που επιδιώκουν τα υπερχρεωμένα κράτη μέλη του ευρωπαϊκού Νότου, που έχουν αποκλίνει από το μέσο όρο της ΕΕ και τις χώρες του πυρήνα της την περασμένη δεκαπενταετία, και η μόνη τους δυνατότητα για σύγκλιση περνάει μέσα από την αύξηση των πόρων των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών ταμείων και τη διανομή τους με βάση τις ανάγκες και τη αλληλεγγύη προς τα πιο αδύναμα κράτη μέλη.
 
 
Αριστερά, δημοκρατία, ευρωπαϊκή ενοποίηση
 
 
Από τη σκοπιά της ευρωπαϊκής Αριστεράς, μια σημαντική αύξηση του κοινοτικού προϋπολογισμού και η επιβολή ευρωπαϊκών φόρων ή/και η έκδοση κοινού χρέους είναι αναγκαίοι όροι τήρησης των δεσμεύσεων της ΕΕ για την απανθρακοποίηση της οικονομίας της, την μείωση των περιφερειακών και κοινωνικών ανισοτήτων εντός και μεταξύ των κρατών μελών της και την χρηματοδότηση μιας κοινής τεχνολογικής και βιομηχανικής πολιτικής. Αν τα παραπάνω προϋποθέτουν την πολιτική ενοποίηση της ΕΕ, αυτή δεν μπορεί να είναι αποδεκτή παρά μόνο εάν σημαίνει τον πλήρη εκδημοκρατισμό των θεσμών της και την επινόηση νέων οργάνων πολιτικής εκπροσώπησης που να συνδέουν το εθνικό με το κοινοτικό επίπεδο. Μπροστά στον κίνδυνο κυριαρχίας της Ακροδεξιάς, που θα σκορπίσει το χάος μετατρέποντας την ΕΕ σε χαλαρή συνομοσπονδία, είναι αναγκαία μια συμμαχία της Αριστεράς με τους σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους, η οποία να προωθεί θεσμικές τομές στην ΕΕ για την εμβάθυνση της δημοκρατίας και την ενίσχυση της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών της.

Μαρία Καραμεσίνη