Macro

Μαρία Καραμεσίνη: Γυναικεία απασχόληση, ισότητα των φύλων & αναπτυξιακή στρατηγική

Παρά τις κατακτήσεις των τελευταίων πενήντα ετών, η ισότητα των φύλων στην Ελλάδα αποτελεί σήμερα μεγάλο κοινωνικό και πολιτικό στοίχημα, διότι η χώρα μας βρίσκεται στην τέταρτη θέση από το τέλος στην κατάταξη των κρατών μελών της ΕΕ
 
Οι ανισότητες φύλου αποτελούν δομικό στοιχείο των πατριαρχικών καπιταλιστικών κοινωνιών και οφείλονται σε τρεις αιτίες. Πρώτον, στη μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική ισχύ των ανδρών, που τους εξασφαλίζει κυριαρχία επί των γυναικών στη δημόσια και ιδιωτική σφαίρα και δωρεάν απόλαυση οικιακών υπηρεσιών φροντίδας. Δεύτερον, στις κοινωνικές αντιλήψεις περί ανδρικής υπεροχής, που ταυτόχρονα υποτιμούν τις ικανότητες, την αξία της εργασίας και την κοινωνική συνεισφορά των γυναικών και συνιστούν την ιδεολογική βάση της πατριαρχίας και, τρίτον, στις διακρίσεις κατά των γυναικών στην αγορά εργασίας και στην υπερεκμετάλλευση της εργασίας τους από το κεφάλαιο.
 
Οι έμφυλες ανισότητες διαπλέκονται με άλλες ανισότητες (ταξικές, φυλετικές, εθνικότητας κ.ά.), διαπερνούν όλους τους τομείς της ιδιωτικής και κοινωνικής ζωής και απαιτούν κοινωνική κινητοποίηση και κρατική παρέμβαση σε όλα τα μέτωπα. Η καταπολέμησή τους, όπως και η εξάλειψη της έμφυλης βίας, αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο κάθε προοδευτικού πολιτικού προγράμματος με πρόταγμα την κοινωνική δικαιοσύνη και τη διεύρυνση της δημοκρατίας.
 
Η πολιτική ισότητας των φύλων είναι μια σχετικά νέα πολιτική, που συγκροτήθηκε σε αυτόνομο πεδίο τις δεκαετίες του 1970 και 1980. Στο άρθρο αυτό αναλύω τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η πολιτική αυτή στην Ελλάδα στο πεδίο της εργασίας και της απασχόλησης. Υποστηρίζω ότι η εξάλειψη των ανισοτήτων φύλου στην αγορά εργασίας αποτελεί μείζον κοινωνικό και πολιτικό στοίχημα που μπορεί να ευοδωθεί με την ενσωμάτωση της διάστασης της ισότητας των φύλων όχι μόνο στην πολιτική απασχόλησης και την κοινωνική πολιτική αλλά και στην αναπτυξιακή στρατηγική της χώρας και απαιτεί μεγάλης κλίμακας κοινωνικές επενδύσεις στην «οικονομία της φροντίδας». Αντίστροφα, η ισότητα των φύλων στην απασχόληση μπορεί να αποτελέσει εργαλείο της αναπτυξιακής στρατηγικής, συμβάλλοντας στην αύξηση της παραγωγικότητας και στην αντιμετώπιση των δυσμενών επιπτώσεων της δημογραφικής γήρανσης στην αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας.
 
Οι ανισότητες φύλου στην εργασία στην Ελλάδα: μείζον κοινωνικό και πολιτικό στοίχημα
 
Οι γυναίκες αγωνίστηκαν, διεκδίκησαν και κατάκτησαν πολλά τον 20ό αιώνα πέραν της νομικής και πολιτικής τους ισότητας, με αποτέλεσμα οι ανισότητες φύλου να μειωθούν, ιδίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
 
Η είσοδος και η σταθερή ένταξη των γυναικών στην αμειβόμενη εργασία και η σταδιακή μείωση των εις βάρος τους διακρίσεων και ανισοτήτων στην αγορά εργασίας στις οικονομικά αναπτυγμένες χώρες αποτελούν έναν μεγάλο παγκόσμιο κοινωνικό μετασχηματισμό που έρχεται από μακριά, διαρκεί πολύ και δεν έχει επιστροφή. Η Κλόντια Γκόλντιν, Αμερικανίδα οικονομολόγος και ιστορικός της εργασίας από τις ΗΠΑ, που βραβεύτηκε φέτος με Νόμπελ στις οικονομικές επιστήμες, χαρακτήρισε τη μαζική και σταθερή ένταξη των γυναικών στην αμειβόμενη εργασία ως παγκόσμια «αθόρυβη επανάσταση» (quiet revolution) και τη μείωση των ανισοτήτων φύλου στα βασικά μεγέθη της αγορά εργασίας ως «μεγάλη σύγκλιση» (grand gender convergence) (Goldin, 2006, 2014).
 
Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω μεγάλων κοινωνικών μετασχηματισμών, η όποια προσπάθεια/κίνηση εμφανιστεί με σκοπό την κοινωνική οπισθοδρόμηση ως προς την τάση εξίσωσης των φύλων, μέσω της επιβολής/προώθησης συντηρητικών νόμων, αξιών και προτύπων, αποτελεί ιστορικό αναχρονισμό και είναι καταδικασμένη να αποτύχει (Karamessini & Rubery, 2014). Επιπλέον, η πολιτική ισότητας των φύλων αντιμετωπίζει στη σημερινή εποχή πολύ διαφορετικές προκλήσεις απ’ ό,τι στο παρελθόν.
 
Στη χώρα μας η «αθόρυβη επανάσταση» άρχισε να ωριμάζει μετά την πτώση της χούντας, ξεκίνησε από τις πιο μορφωμένες αλλά και τις γυναίκες των λαϊκών νοικοκυριών στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και κορυφώθηκε στις δεκαετίες του 1990 και 2000. Συνδέεται με έξι σημαντικές εξελίξεις και προσδιοριστικούς παράγοντες (Καραμεσίνη, 2021): α) τη σταδιακή μετατροπή της ελληνικής οικονομίας σε οικονομία υπηρεσιών, β) την ανάγκη των ιδιωτικών επιχειρήσεων για περισσότερο και ευέλικτο εργατικό δυναμικό, γ) την αύξηση της απασχόλησης στο δημόσιο τομέα, λόγω της διείσδυσης του κράτους στην οικονομία και της ανάπτυξης του κοινωνικού κράτους, δ) τη θεαματική άνοδο του εκπαιδευτικού επιπέδου των γυναικών μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ε) την ανάπτυξη του δεύτερου κύματος του γυναικείου και φεμινιστικού κινήματος μετά την πτώση της χούντας, και στ) την ευρωπαϊκή νομοθεσία και πολιτική ισότητας των φύλων, που επηρέασαν και επηρεάζουν την εθνική νομοθεσία και πολιτική για την ισότητα από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ μέχρι σήμερα.
 
Σήμερα, 50 χρόνια μετά την πτώση της χούντας, οι γυναίκες είναι η ανερχόμενη κοινωνική δύναμη στη δημόσια ζωή της χώρας μας, όπως συμβαίνει και στις περισσότερες αναπτυγμένες αλλά και αναδυόμενες οικονομίες του πλανήτη. Αποτελούν το 42,5% του εργατικού δυναμικού και την πλειονότητα των απασχολούμενων τόσο στα χαμηλά όσο και σε πολλά υψηλά αμειβόμενα επαγγέλματα. Συγκεκριμένα, ανέρχονται στο 53% των ανειδίκευτων εργαζόμενων και στο 55% των απασχολούμενων σε επιστημονικά και ελευθέρια επαγγέλματα, ενώ το 48% των εργαζόμενων του δημόσιου τομέα και των τεχνολογικών επαγγελμάτων είναι γυναίκες, οι οποίες συνεχώς αυξάνουν το μερίδιό τους στο σύνολο των απασχολούμενων σε αυτόν τον τομέα και σε αυτά τα επαγγέλματα.
 
Τέλος, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, το 60% των αποφοίτων της ανώτατης εκπαίδευσης είναι γυναίκες, που έχουν πλέον υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο από τους άνδρες κατά μέσο όρο στους/ις νέους/ες και τους/τις μεσήλικες: 20άρηδες, 30άρηδες και 40άρηδες.
 
Εντούτοις, παρά τις κατακτήσεις των τελευταίων πενήντα ετών, η ισότητα των φύλων στην Ελλάδα αποτελεί σήμερα μεγάλο κοινωνικό και πολιτικό στοίχημα, διότι η χώρα μας βρίσκεται στην τέταρτη θέση από το τέλος στην κατάταξη των κρατών μελών της ΕΕ με βάση το δείκτη ισότητας του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Ισότητας των Φύλων (EIGE). Αυτό συμβαίνει κυρίως λόγω των πολύ μεγάλων ανισοτήτων φύλου στους τομείς της εργασίας, της συμμετοχής σε θέσεις εξουσίας, των εισοδημάτων και της γνώσης (EIGE, 2023). Αρα η πολιτική ισότητας των φύλων στην Ελλάδα έχει να επιτελέσει ένα δύσκολο έργο σε αλληλεξαρτώμενα πεδία.
 
Οσον αφορά τον πρώτο τομέα, αυτόν της εργασίας, η Ελλάδα είναι η χώρα της ΕΕ των 27 κρατών μελών που έχει τις μεγαλύτερες ανισότητες φύλου ως προς την απασχόληση και την ανεργία. Το 2022 το γυναικείο ποσοστό απασχόλησης στον πληθυσμό 20-64 ετών ανέρχονταν στο 55%, ενώ το ανδρικό στο 77%, και το γυναικείο ποσοστό ανεργίας στο 12,5%, ενώ το ανδρικό ήταν 9,3%. Το ίδιο έτος, η Ελλάδα είχε το χαμηλότερο μαζί με την Ιταλία γυναικείο ποσοστό απασχόλησης στην ΕΕ και το υψηλότερο μετά την Ισπανία γυναικείο ποσοστό ανεργίας.
 
Επιπλέον, σε ευρωπαϊκή σύγκριση, η Ελλάδα είχε το 2021 τις έκτες μεγαλύτερες έμφυλες ανισότητες στην ΕΕ ως προς τη συμμετοχή στην οικιακή εργασία, δεδομένου ότι το 65% των γυναικών και μόλις το 27% των ανδρών ηλικίας 18-74 ετών μαγείρευε ή/και έκανε τις υπόλοιπες οικιακές εργασίες καθημερινά. Η ανισότητα φύλου ως προς την παροχή φροντίδας και εκπαίδευσης σε παιδιά ή εγγόνια, ηλικιωμένους και ανάπηρους σε καθημερινή βάση ήταν πολύ μικρότερη και κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ.
 
Ακούγεται συχνά, ότι οι γυναίκες στην Ελλάδα -ιδίως αυτές με χαμηλό ή μεσαίο εκπαιδευτικό επίπεδο με ποσοστά απασχόλησης 38% και 48,5% αντίστοιχα- δεν συμμετέχουν στην αγορά εργασίας και δεν απασχολούνται εκτός σπιτιού διότι προτιμούν να είναι βασικά νοικοκυρές και επικουρικά εργαζόμενες (τροποποιημένο οικογενειακό πρότυπο άνδρα-κουβαλητή) ή εμποδίζονται λόγω των οικογενειακών τους υποχρεώσεων και των ανεπαρκειών του ελληνικού συστήματος φροντίδας παιδιών, ηλικιωμένων και αναπήρων (πρόβλημα συμφιλίωσης εργασίας-οικογένειας-προσωπικής ζωής). Ο ισχυρισμός είναι σωστός, αλλά μόνο εν μέρει, διότι ο βασικός προσδιοριστικός παράγοντας του χαμηλού γυναικείου ποσοστού απασχόλησης είναι, κατά τη γνώμη μου, το ελληνικό μοντέλο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και, συνακόλουθα, η ποσότητα και το είδος των προσφερόμενων θέσεων εργασίας στην οικονομία. Το δυσθεώρητο ύψος της ανεργίας στις γυναίκες με χαμηλό και μεσαίο εκπαιδευτικό επίπεδο -ποσοστό 21% το 2022, έναντι 10 και 11% στους άνδρες αντίστοιχου επιπέδου- «κραυγάζει» ότι αυτές ψάχνουν για δουλειά αλλά οι νέες θέσεις που δημιουργούνται στην οικονομία είτε δεν απευθύνονται σε αυτές κατά κύριο λόγο, διότι αφορούν ανδρικά επαγγέλματα, είτε, ακόμα και όταν απευθύνονται σε αυτές προνομιακά (γυναικεία επαγγέλματα) δεν επαρκούν να απορροφήσουν όλες όσες είναι διαθέσιμες να εργαστούν, είτε ότι αυτές υφίστανται διακρίσεις στις προσλήψεις έναντι των ανδρών σε μικτά και ανδρικά επαγγέλματα για διάφορους λόγους (π.χ. μητρότητα). Φυσικά, όλα τα παραπάνω ισχύουν ταυτόχρονα.
 
Το πρόβλημα της ισότητας των φύλων στην απασχόληση είναι λοιπόν και αναπτυξιακό. Ως εκ τούτου, αν η πολιτική ισότητας των φύλων επιδιώξει να καταστεί αποτελεσματικότερη ως προς την προώθηση της γυναικείας απασχόλησης, την απορρόφηση της γυναικείας ανεργίας και τη μείωση των ανισοτήτων φύλου στην αγορά εργασίας, θα πρέπει να επηρεάσει την αναπτυξιακή πολιτική, πέραν της πολιτικής απασχόλησης και της πολιτικής συμφιλίωσης εργασίας-οικογένειας-προσωπικής ζωής.
 
Αναπτυξιακή στρατηγική, γυναικεία εργασία και ισότητα των φύλων
 
Η παραπάνω ανάλυση είχε ως στόχο να καταστήσει αντιληπτό ότι η ισότητα των φύλων στην αμειβόμενη εργασία αποτελεί κοινωνικό και πολιτικό στόχο/στοίχημα, του οποίου η επίτευξη εξαρτάται από το μοντέλο ανάπτυξης και τη δυναμική του τελευταίου ως προς τη δημιουργία επαρκών και κατάλληλων θέσεων εργασίας. Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να δείξουμε και το αντίστροφο. Οτι η προώθηση του στόχου της ισότητας των φύλων μπορεί να δώσει μεγαλύτερη αναπτυξιακή ώθηση στην οικονομία και να της επιτρέψει να απαντήσει σε μεγάλες αναπτυξιακές προκλήσεις, όπως η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας καθώς και οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού ή η υπονόμευση της οικονομικής βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, την οποία προκαλεί η δημογραφική γήρανση.
 
Ως γνωστόν, η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα είναι η δεύτερη χαμηλότερη στην ΕΕ ως αποτέλεσμα της καταστροφής της παραγωγικής βάσης της χώρας επί Μνημονίων, που συνοδεύτηκε από μια δωδεκαετία αποεπένδυσης, δηλαδή καθαρής μείωσης του αποθέματος κεφαλαίου. Η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας αποτελεί λοιπόν επιτακτική ανάγκη και γι’ αυτό χρειάζεται να αξιοποιηθεί το σύνολο του υψηλά εκπαιδευμένου γυναικείου ανθρώπινου δυναμικού της χώρας που είτε βρίσκεται στην ανεργία είτε ετεροαπασχολείται. Σημειωτέον, ότι οι γυναίκες ηλικίας 25-49 ετών με πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά ανεργίας και ετεροαπασχόλησης απ’ ό,τι οι αντίστοιχοι άνδρες. Επιπλέον, οι γυναίκες στη χώρα μας αντιπροσωπεύουν μόλις το 30% των διευθυντικών/διοικητικών στελεχών του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα και έχουν ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής στα διοικητικά συμβούλια των εισηγμένων στο χρηματιστήριο επιχειρήσεων (18,1%) στην ΕΕ. Διεθνείς έρευνες στον τομέα του μάνατζμεντ έχουν δείξει ότι η ανάδειξη γυναικών σε διοικητικές θέσεις συσχετίζεται θετικά με καλύτερους τρόπους διοίκησης και οργανωτικές αλλαγές που αυξάνουν την παραγωγικότητα.
 
Ας έρθουμε τώρα στη δεύτερη μεγάλη αναπτυξιακή πρόκληση, που συνιστούν οι περιορισμοί που θέτει η δημογραφική γήρανση στην ανάπτυξη και οι οποίοι πρέπει να αντιμετωπιστούν. Γνωρίζουμε ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε την τελευταία δεκαετία κατά 450 χιλιάδες και προβλέπεται να μειωθεί κατά 1,5 εκ. τα επόμενα 30 χρόνια, ενώ ταυτόχρονα θα συνεχίζει να γηράσκει με επιταχυνόμενους ρυθμούς. Συνεπώς, αναμένονται ελλείψεις εργατικού δυναμικού που θα αυξάνονται προϊόντος του χρόνου, δεδομένης και της πτωτικής πορείας της ανεργίας. Εχουν ήδη αρχίσει να γίνονται αισθητές με την οικονομική ανάκαμψη που ακολούθησε το πέρας της πανδημίας του Covid-19, με τις ακάλυπτες εποχικές ανάγκες σε προσωπικό στα ξενοδοχεία και στα εστιατόρια που παρουσιάζονται κάθε σεζόν. Ταυτόχρονα, οι συνέπειες της γήρανσης στο ασφαλιστικό σύστημα προβλέπονται δραματικές τις επόμενες δεκαετίες, με την αναλογία συνταξιούχων/εργαζόμενων να επιδεινώνεται ραγδαία και την οικονομική βιωσιμότητα του συστήματος να απειλείται, αν δεν αυξηθεί το ποσοστό απασχόλησης του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας.
 
Οντας πολύ πιο χαμηλό από το ανδρικό, το γυναικείο ποσοστό απασχόλησης έχει συγκριτικά πολύ μεγαλύτερα περιθώρια αύξησης και συμβολής στην αύξηση του γενικού ποσοστού απασχόλησης. Γι’ αυτό και μια ενεργητική πολιτική αύξησης του γυναικείου ποσοστού αποτελεί κομβική κατεύθυνση πολιτικής αντιμετώπισης των αρνητικών συνεπειών της δημογραφικής γήρανσης στην ανάπτυξη[1].
 
Η αύξηση του γυναικείου ποσοστού απασχόλησης προϋποθέτει την ένταξη σε θέσεις εργασίας τόσο των άνεργων γυναικών όσο και πολλών άλλων γυναικών που είναι εκτός εργατικού δυναμικού και μπορούν να κινητοποιηθούν. Γι’ αυτό ένα αποτελεσματικό μέσο ώθησης του γυναικείου ποσοστού απασχόλησης προς τα πάνω είναι η πραγματοποίηση μεγάλων επενδύσεων στην «οικονομία της φροντίδας», που περιλαμβάνει τους κλάδους της κοινωνικής φροντίδας παιδιών, ηλικιωμένων και αναπήρων, της προσχολικής και σχολικής εκπαίδευσης και της υγείας. Οι δημόσιες επενδύσεις στην επέκταση και ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών σε αυτούς τους κλάδους απαλλάσσουν τις γυναίκες από ένα μεγάλο μέρος της απλήρωτης οικιακής εργασίας φροντίδας, επιτρέποντάς τους να διεκδικούν όχι μόνο την απρόσκοπτη, αλλά και την ισότιμη με τους άνδρες συμμετοχή τους στην αμειβόμενη εργασία. Επιπλέον, οι θέσεις εργασίας που δημιουργούν οι κοινωνικές επενδύσεις σε αυτούς τους τομείς ευνοούν την αύξηση της γυναικείας απασχόλησης, διότι τα επαγγέλματα της εκπαίδευσης, της κοινωνικής φροντίδας και της υγείας κυριαρχούνται από γυναίκες.
 
Στο πλαίσιο της διεθνούς συζήτησης για μια έξοδο από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 σε προοδευτική κατεύθυνση, αρκετές φεμινίστριες οικονομολόγοι είχαν υποστηρίξει ότι οι κοινωνικές επενδύσεις στη φροντίδα θα έπρεπε να αποτελούν βασικό πυλώνα ενός κοινωνικά δίκαιου και συμπεριληπτικού αναπτυξιακού μοντέλου, που να προωθεί την αύξηση της γυναικείας απασχόλησης και την ισότητα των φύλων, ταυτόχρονα με την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και το δικαίωμα στη φροντίδα όλων όσων την έχουν ανάγκη. Ως αποτέλεσμα αυτών των ζυμώσεων, το Ευρωπαϊκό Λόμπι Γυναικών εντέλει υιοθέτησε την πρόταση για μια Μωβ (Φεμινιστική) Οικονομία και διεκδίκησε ένα «Σύμφωνο Φροντίδας για την Ευρώπη» δίπλα από αυτό για την Πράσινη Οικονομία λίγο πριν την έναρξη της πανδημίας του Covid-19 (EWL 2019).
 
Η κρίση του κορωνοϊού λειτούργησε προωθητικά για τις παραπάνω απόψεις. Εδειξε τη σημασία της φροντίδας υπό την ευρεία έννοια (υγεία, εκπαίδευση, κοινωνική φροντίδα) για την κοινωνική αναπαραγωγή και την «ανθεκτικότητα» των κοινωνιών απέναντι σε έκτακτες απειλές καθώς και την τεράστια συνεισφορά των γυναικών στην παροχή της τόσο μέσω της απλήρωτης οικιακής εργασίας όσο και μέσω της κυριαρχίας τους στα επαγγέλματα της υγείας, της κοινωνικής φροντίδας και της εκπαίδευσης. Το φθινόπωρο του 2022, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε την «Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Φροντίδα», που περιλάμβανε δύο Συστάσεις του Συμβουλίου προς τα κράτη μέλη της ΕΕ, η μια για την ανύψωση των στόχων της κάλυψης των παιδιών 0-3 και 3-6 ετών από υπηρεσίες φροντίδας και η άλλη για την ανάπτυξη πολιτικών μακροχρόνιας φροντίδας (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2022).
 
Ωστόσο, ο τομέας της φροντίδας δεν εντάχθηκε στο «Ελλάδα 2.0» και αποκλείστηκε από τις χρηματοδοτήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης. Γενικότερα, η ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου απουσιάζει εντελώς από το «Ελλάδα 2.0». Επίσης το νέο ΕΣΠΑ 2021-2027 δεν περιλαμβάνει αξιόλογες δράσεις στο πεδίο της φροντίδας, πλην του προγράμματος «Νταντάδες της Γειτονιάς» και της επέκτασης του ωραρίου λειτουργίας νηπιαγωγείων και ολοήμερων δημοτικών σχολείων.
 
Μια προοδευτική προσέγγιση θα έπρεπε να αλλάξει τις πολιτικές προτεραιότητες και την κατανομή των πόρων υπέρ της ισότητας και της κοινωνικής φροντίδας.
 
Συμπερασματικά
 
Η ισότητα των φύλων στην απασχόληση αποτελεί ένα μείζον κοινωνικό και πολιτικό στοίχημα στη χώρα μας, λόγω των πολύ μεγάλων ανισοτήτων φύλου στην ελληνική αγορά εργασίας σε ευρωπαϊκή σύγκριση. Η ευόδωση του στοιχήματος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις επιλογές που αφορούν το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας, άρα η πολιτική ισότητας των φύλων θα πρέπει να επεκτείνει την εμβέλεια παρέμβασής της και σε αυτό το πεδίο. Από την άλλη πλευρά, η αναπτυξιακή στρατηγική και πολιτική της χώρας οφείλει να λάβει σοβαρά υπόψη της, ότι η αύξηση του γυναικείου ποσοστού απασχόλησης και η μείωση των ανισοτήτων φύλου στην αγορά εργασίας μπορεί να συμβάλουν σημαντικά ή και καθοριστικά στην επίτευξη κομβικών αναπτυξιακών στόχων: στην αύξηση της παραγωγικότητας, στην αντιμετώπιση των ελλείψεων εργατικού δυναμικού και την οικονομική βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, η οποία απειλείται από τη δημογραφική γήρανση. Οι κοινωνικές επενδύσεις μεγάλης κλίμακας στην «οικονομία της φροντίδας» αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο μιας προοδευτικής αναπτυξιακής στρατηγικής με έντονο κοινωνικό πρόσημο, που συμβάλλει αλλά και επωφελείται από την προώθηση της γυναικείας απασχόλησης και της ισότητας των φύλων.
 
Η Μαρία Καραμεσίνη είναι καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου