Με το δεύτερο, μετά τα μνημόνια, κύμα φτωχοποίησης της κοινωνίας σε πλήρη εξέλιξη, ως αποτέλεσμα της διαβρωτικής επίδρασης του πληθωρισμού στην αγοραστική δύναμη των μισθών των εργαζομένων και των εισοδημάτων των νοικοκυριών, δεν είναι να απορεί κανείς που το τελευταίο Ευρωβαρόμετρο έδειξε ότι το κόστος ζωής αποτελεί την κορυφαία πηγή αγωνίας για το 97% των Ελλήνων. Διπλά αναμενόμενο, αφού η χώρα μας είναι πλέον η δεύτερη φτωχότερη στην ΕΕ, με το δεύτερο χαμηλότερο κατά κεφαλή εισόδημα σε όρους αγοραστικής δύναμης μετά τη Βουλγαρία, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, και με τη συντριπτική πλειονότητα των μισθωτών της να έχει υποστεί καθήλωση μισθών για μία και πλέον δεκαετία μετά από τη βίαια μείωσή τους τη μνημονιακή περίοδο.
Από την έναρξη της ενεργειακής κρίσης, ο μέσος μισθός έχει απωλέσει το 9% της αγοραστικής του δύναμης, ενώ ο κατώτατος μισθός το 19%, με τον συνυπολογισμό της ονομαστικής του αύξησης κατά 9,7% το 2022. Η υποτίμηση της αξίας των μισθών έχει αυξήσει κατακόρυφα το άγχος επιβίωσης των εργαζομένων, κυρίως αυτών με μερική, προσωρινή και χαμηλόμισθη απασχόληση, σε μια αγορά εργασίας όπου ενδημούν η μαζική ανεργία, οι εξατομικευμένες εργασιακές σχέσεις, τα εξαντλητικά ωράρια και οι απλήρωτες υπερωρίες. Στις παραπάνω αρνητικές εξελίξεις ήρθαν να προστεθούν τα ανησυχητικά σημάδια ως προς την εξέλιξη της απασχόλησης, λόγω της επιβράδυνσης της οικονομίας που ξεκίνησε από τα μέσα του 2022 και θα συνεχιστεί και φέτος. Για το 2023 προβλέπεται ανάσχεση της τάσης αποκλιμάκωσης της ανεργίας που παρατηρήθηκε τα προηγούμενα χρόνια και η σταθεροποίησή της στο δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ, με τα ποσοστά των νέων και των γυναικών να παραμένουν στην κορυφή της ευρωπαϊκής κατάταξης.
Κατά συνέπεια, το τρίπτυχο «ακρίβεια–επισφάλεια–ανεργία» συνιστά ένα εκρηκτικό μείγμα που διογκώνει την κοινωνική δυσαρέσκεια απέναντι στην κυβέρνηση, κομβικό για την έκβαση της επικείμενης εκλογικής αναμέτρησης, δεδομένου ότι οι μισθωτοί και οι άνεργοι αποτελούν το 75% του εργατικού δυναμικού της χώρας. Η θεματική συνέντευξη του κ. Μητσοτάκη για την οικονομία και την αγορά εργασίας δεν έδωσε καμία απολύτως είδηση στο πεδίο αυτό. Δικαιολόγησε τη μεταφορά –για προεκλογικούς λόγους– της ημερομηνίας αύξησης του κατώτατου μισθού από την 1η Μαΐου στην 1η Απριλίου με βάση την έναρξη της τουριστικής περιόδου και αδιαφόρησε παντελώς για την απώλεια αγοραστικής δύναμης των υπόλοιπων μισθών λόγω πληθωρισμού, εξαρτώντας ρητά την αύξηση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και την επάνοδο των συλλογικών διαπραγματεύσεων, που είπε ότι έχουν υποχωρήσει λόγω «έλλειψης κουλτούρας» και όχι λόγω της πολιτικής βούλησης και των νόμων της κυβέρνησής του. Όσο για τους δημόσιους υπαλλήλους και λειτουργούς, που μετά τις μειώσεις αποδοχών και την κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού με το πρώτο μνημόνιο δεν έχουν δει καμία αύξηση μισθού, επανέλαβε την εξαγγελία της ΔΕΘ για ενιαίο μισθολόγιο από το 2024, υπό τον όρο ότι θα επανεκλεγεί η ΝΔ στην κυβέρνηση.
Ως προς το ζήτημα της ανεργίας, αντιπαρήλθε την πρωτιά της Ελλάδας στην ΕΕ ως προς την ανεργία των νέων και των γυναικών, με το ότι ο αριθμός των ανέργων μειώνεται με μεγαλύτερη ταχύτητα στη χώρα μας σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ, περνώντας στο ζήτημα των ελλείψεων σε εργατικό δυναμικό και στην αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων και των ηλικιωμένων μέσω της κατάρτισης στις ζητούμενες από την αγορά δεξιότητες.
Ο κ. Μητσοτάκης δεν είναι αφελής. Η ολοκλήρωση του νεοφιλελεύθερου σχεδίου των μνημονίων για τη μείωση του κόστους εργασίας και την ελεγχόμενη αύξησή του μέσω της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, της αποδυνάμωσης του συνδικαλισμού και των συλλογικών διαπραγματεύσεων, του περιορισμού των απεργιών και για την αντιμετώπιση της ανεργίας μέσω της κατάρτισης και των κυρώσεων στους ανέργους που δεν αποδέχονται θέσεις εργασίας, αποτέλεσε και αποτελεί τον πυρήνα του αναπτυξιακού σχεδίου και τη βασική φιλοσοφία των νόμων της κυβέρνησής του από τον Ιούλιο του 2019 μέχρι σήμερα. Στον αντίποδα κινούνται οι προγραμματικές θέσεις και εκλογές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για την επαναρρύθμιση και προστασία της εργασίας, την ενίσχυση των μισθών, την αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συνδικαλιστικών ελευθεριών.
Τούτων δεδομένων, ο κ. Μητσοτάκης γνωρίζει ότι το τρίπτυχο «ακρίβεια, επισφάλεια, ανεργία» συνιστά ένα εκρηκτικό μείγμα που απειλεί την επανεκλογή του. Γι’ αυτό επιδιώκει να εξασφαλίσει τη συναίνεση των εργοδοτών –κυρίως του ΣΕΒ– για σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού, έναντι ανταλλαγμάτων όταν επανεκλεγεί. Αν κάτι βγήκε από την προαναφερθείσα συνέντευξή του, είναι ότι ένα από τα ανταλλάγματα μπορεί να είναι η περαιτέρω μείωση των εργοδοτικών εισφορών, με άγνωστες συνέπειες για το ασφαλιστικό σύστημα. Δεν αποκλείεται παράλληλα να εξαγγείλει κάποια παροχή προς τους δημοσίους υπαλλήλους. Όπως έχει εκτενώς γραφτεί, ο κ. Μητσοτάκης θα πει την τελευταία του λέξη λίγο πριν την προκήρυξη εκλογών. Αναμένουμε.
Μαρία Καραμεσίνη