Macro

Μακρίνα Βιόλα Κώστη – Σπύρος Νιάκας: Μιζέρια των αριθμών ή αριθμοί της μιζέριας;

Τις τελευταίες μέρες γίνεται έντονα λόγος για τη μιζέρια των Ελλήνων, που ενώ δεν είναι φτωχοί, νιώθουν φτωχοί. Η αιτία; Η Αριστερά, που επενδύει στη μιζέρια. Αυτά ειπώθηκαν σε διάφορα πάνελ από -ποιον άλλον;- τον Άδωνι Γεωργιάδη. Από την Αριστερά που θα μας έπαιρνε τα σπίτια, θα μας έπαιρνε τα Χριστούγεννα, το σίριαλ έχει συνέχεια. Vol. 2025, η Aριστερά μάς κάνει μίζερους. Τι πιο σύνηθες, θα έλεγε κανείς/μία από ιδεολογικούς αντιπάλους επιπέδου Τραμπ; Μας προξένησε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ωστόσο, μια άποψη που πέρασε ξυστά από μπροστά μας από το αριστερό μετερίζι. Ότι, πράγματι, φταίξιμο στη μιζέρια έχει και η Αριστερά, επειδή ασκεί κριτική βασισμένη σε Greek statistics. Και το κάνει αυτό παραγνωρίζοντας, από τη μία, συστηματικά την υποκειμενική σύλληψη της πραγματικότητας που καθοδηγεί την πολιτική συμπεριφορά των ανθρώπων, με συνέπεια να οδηγείται σε λάθη αφού μιλά για ελλείψεις που αφορούν μειοψηφίες (δε φτάνουν τα χρήματα για τα βασικά) αψηφώντας, από την άλλη, ελλείψεις που είναι πλειοψηφικές (φόβος ανεργίας, πίεση οικονομικών υποχρεώσεων, δεν περνάμε καλά γιατί αξίζουμε περισσότερα απ΄ όσο πληρωνόμαστε).

Με λίγα λόγια, η Αριστερά μάλλον υπερβάλλει με τη φτώχεια των πληβείων παρακάμπτοντας τις προσδοκίες και ανησυχίες της -με την ευρεία έννοια- μεσαίας τάξης. Ο Άδωνις, μάλιστα, αναδεικνύει με όσα ισχυρίζεται και ένα κλασσικό (😉 συμπέρασμα της πολιτικής επιστήμης: ότι η στέρηση είναι συνήθως σχετική και συνδέεται με τη διαφορά προσδοκιών και πραγματικότητας.

Το να κατηγορείς την Αριστερά για εσφαλμένη πολιτική διαχείριση του προβλήματος της φτώχειας αποτελεί θεμιτό αντικείμενο συζήτησης. Υπάρχει, άλλωστε, εξ’ αριστερών κριτική με αυτό το αντικείμενο. Όμως, θεωρούμε προκλητική τη δικαίωση του Α. Γεωργιάδη για τον φανταστικό χαρακτήρα της φτώχειας των Ελλήνων ως ταξικά και πολιτικά εσφαλμένη, ιδίως όταν επενδύεται με δόσεις επιλεκτικής επιστημοσύνης.

Στατιστική και όχι Greek Statistics

Τον όρο τον χρησιμοποίησε η ΕΕ για να χαρακτηρίσει δυσφημιστικά τις πρακτικές αλλοίωσης των μετρήσεων από την ΕΛΣΤΑΤ. Έκτοτε, η ΕΛΣΤΑΤ έγινε ανεξάρτητη αρχή και αποτελεί οργανικό μέρος της Eurostat, η οποία εκτός από την επίσημη αντικειμενική μέτρηση της φτώχειας θέσπισε και μία υποκειμενική μέτρηση συμπεριλαμβάνοντας, εκτός του εισοδήματος, παράγοντες που αφορούν τον πλούτο (όπως καταθέσεις, δάνεια, χαμένες αποταμιεύσεις και επενδύσεις, ή απώλεια πρώτης κατοικίας σε πλειστηριασμό). Εμμέσως, έτσι, αναγνωρίζεται πως η αντικειμενική, βάσει εισοδήματος, μέτρηση της φτώχειας (19% στην Ελλάδα) πλησιάζει την πραγματική της διάσταση μόνο αν ληφθεί υπόψη και η υποκειμενική μέτρηση (68%). Η Αριστερά συνυπολογίζει και, ορθώς, μετρά στις αναλύσεις της και τις δύο μετρήσεις. Επομένως, η κατηγορία για «Greek Statistics» πέφτει στο κενό.

Υποκειμενική φτώχεια ή χάσαμε τη γη κάτω από τα πόδια μας;

Η αντίληψη ότι η διάψευση των προσδοκιών είναι που προκαλεί τη στέρηση και ένα αίσθημα φανταστικής φτώχειας είναι ξένη προς την Αριστερά, γιατί πίσω από κάθε υποκειμενική σύλληψη της πραγματικότητας βρίσκεται η πράξη και το προσωπικό βίωμα που συνήθως για τα μεγάλα ζητήματα της καθημερινής επιβίωσης είναι και συλλογικό. Άρα, όταν το 68% των Ελλήνων θεωρεί ότι είναι φτωχό, αυτό δε συμβαίνει επειδή του καρφώθηκε η ιδέα πως άξιζε περισσότερα (ευκταίο να του καρφωθεί) ή επειδή απλά φοβάται μη χάσει τη δουλειά του. Κάτι σοβαρό έχει ήδη συντελεστεί αλλάζοντας τους όρους της ζωής του. Έτσι, ενώ σε σύγκριση με το 2010, το μέσο πραγματικό ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα σε ολόκληρη την ΕΕ ήταν 18,5% υψηλότερο το 2023, στην Ελλάδα σημείωσε πτώση κατά 28,4% (Eurostat). Αντίστοιχα, ο μέσος πραγματικός μισθός μειώθηκε κατά 30% (ΟΟΣΑ). Σύμφωνα με τα στοιχεία παγκόσμιου πλούτου των Credit Suisse/UBS, ο μέσος ακαθάριστος πλούτος ανά ενήλικα στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 27% την περίοδο 2010-2022, όταν στην Ισπανία μειώθηκε μόλις κατά 3% και στην Πορτογαλία αυξήθηκε κατά 40% αντίστοιχα! Επίσης, το 74% των ενήλικων του πληθυσμού δεν κατέχει περιουσία πάνω από 100.000 δολάρια, όση δηλαδή αντιστοιχεί σε ένα ακίνητο πολύ χαμηλής αξίας.

Στέγαση και υποκειμενική φτώχεια

Την περίοδο 2010-2023 το ποσοστό ιδιοκατοίκησης μειώθηκε 1,5 ποσοστιαία μονάδα στην ΕΕ (από 66,8% σε 65,3%) έναντι 7,6 ποσοστιαίων μονάδων στην Ελλάδα (από 77,2% σε 69,6%). Αυτό σημαίνει ότι 330.000 νοικοκυριά έχασαν το σπίτι τους. Το παραπάνω συμπέρασμα επιβεβαιώνουν οι πλειστηριασμοί κατοικιών, οι οποίοι την περίοδο 2016-2023 αυξάνονταν 39% ετησίως, αφού από 724 το 2016 ανήλθαν σε 7.291 το 2023 με την τελευταία διετία (2021-2023) να έχουν διπλασιαστεί.

Θα πάρουμε ποτέ σύνταξη ή μήπως μιζεριάζουμε;

Το 2020 τα περιουσιακά στοιχεία των συνταξιοδοτικών ταμείων ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν στην Ελλάδα μόλις 1% όταν σε Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία ήταν 10-11% και όταν ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ ήταν 63,5% (στοιχεία ΟΟΣΑ).

Που πάνε τα λεφτά;

Οι Θεσσαλονίκη και Αθήνα καταλαμβάνουν την 18η και 20η πιο χαμηλή θέση σε αγοραστική δύναμη ανάμεσα σε 141 ευρωπαϊκές πόλεις, την ίδια ώρα που σε κόστος διαβίωσης (συνυπολογιζομένων των ενοικίων) είναι μόλις στην 53η και 59η πιο χαμηλή θέση αντίστοιχα!

Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι την τελευταία δεκαπενταετία έχουν συμβεί δραματικές αλλαγές στην υλική (όχι ψυχολογική) κατάσταση των εργαζομένων, που δικαιολογούν την αίσθηση κοινωνικής υποβάθμισης σε επίπεδο φτώχειας πολύ χειρότερο από αυτό που αποτιμούν οι επίσημες στατιστικές. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ το κατώφλι φτώχειας είναι ετήσιο μεικτό εισόδημα 6.000 για μονοπρόσωπο νοικοκυριό και 12.000 για τετραμελές νοικοκυριό, ή 500 και 1000 ευρώ αντίστοιχα ανά μήνα, καθαρά δηλαδή 400 και 800 ευρώ αντιστοίχως. Με τον πήχη τόσο χαμηλά, περίπου 2 εκατομμύρια συμπολίτες μας θεωρούνται φτωχοί. Ποιος όμως ζει με 400 ευρώ όταν το μέσο ενοίκιο για ένα δυάρι είναι 400 ευρώ και όταν μόνο για διατροφή θέλει τουλάχιστον άλλα τόσα; Και ποια τετραμελής οικογένεια μπορεί να ζήσει με 800 ευρώ μηνιαίως; Οι δικές μας, πάντως ούτε μπορούν, ούτε θέλουμε να ζουν με τόσα.

Η φτώχεια στην Ελλάδα είναι πολύ μεγαλύτερη από 19% και δικαίως ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού δηλώνει φτωχό. Με εύκολα μαθηματικά, υπολογίζουμε ότι η φτώχεια αφορά τουλάχιστον 3-3,2 εκατομμύρια ενηλίκων ή 4,5 εκατομμύρια πληθυσμού ή το 43% του συνόλου (αντί του 19%). Δεν είναι ο φθόνος και η μιζέρια της Αριστεράς που το κάνει να νιώθει φτωχό, σύμφωνα με την τελευταία σονάτα της εγχώριας τραμπικής δεξιάς. Ούτε βέβαια οι ανησυχίες και οι διαψευσμένες προσδοκίες. Είναι η απτή (υλική) πραγματικότητα που κάνει 1.233 χιλιάδες μισθωτούς και 1.492 χιλιάδες συνταξιούχους να λαμβάνουν λιγότερα από 1.000 ευρώ μεικτά, ενώ υπάρχουν και 500 χιλιάδες άνεργοι (στην πλειονότητα τους μακροχρόνιοι), που εξ’ ορισμού είναι φτωχοί, βορρά στα ακροδεξιά κελεύσματα.

Να μην υποτιμάμε τη σοβαρότητα της φτώχειας στην ελληνική κοινωνία, ιδίως σε μία περίοδο που ο ενεργειακός πόλεμος και ο προστατευτισμός υπόσχονται αναζωπύρωση του στασιμοπληθωρισμού (οικονομική στασιμότητα – υψηλός πληθωρισμός – υψηλή ανεργία). Το πρόβλημα της Αριστεράς δεν είναι ότι υπερβάλλει με τη φτώχεια και δε λογαριάζει τις ανησυχίες της μεσαίας τάξης, αλλά αντίθετα, ότι δε δίνει ρηξικέλευθες πολιτικές λύσεις απέναντι στην εκμετάλλευση και φτώχεια των εργαζομένων, ώστε να τους συσπειρώσει κατά της κυβέρνησης λιτότητας, που ποντάρει στις χαμηλές προσδοκίες. Ας αρχίσουμε λοιπόν να απαντάμε στα πώς, διότι τα γιατί τα γνωρίζουμε.

Μακρίνα Βιόλα Κώστη – Σπύρος Νιάκας

Η ΕΠΟΧΗ