1) Το κείμενο στο σύνολο του, καθώς και η διαδικασία που ακολουθήθηκε μέχρι στιγμής, τόσο για την συγγραφή του όσο και για τον τρόπο παρουσίασης, θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό την εσωκομματική συζήτηση στον ΣΥΡΙΖΑ και τις εξελίξεις στα κεντρικά πολιτικά ζητήματα που τον απασχολούν στην πορεία του προς το συνέδριο του κόμματος.
2) Σε ότι αφορά το περιεχόμενο, το κείμενο αναφέρεται εκτενώς και με επάρκεια στα σημαντικά ζητήματα που αναδεικνύονται στην παρούσα ιστορική στιγμή (πανδημία, υγειονομική κρίση, οικονομική κρίση, πολιτική δυσπραγία, κοινωνική αμηχανία) και ιδιαίτερα στη διαμόρφωση των όρων ενός δυστοπικού παρόντος και μέλλοντος εάν τα πράγματα αφεθούν στους αστάθμητους παράγοντες που καθορίζουν την ιστορία. Αυτό το τοπίο περιγράφεται πολύ παραστατικά στο άρθρο της Ιταλίδας φιλοσόφου Ντονατέλα ντι Τσέζαρε με τίτλο «Το μέλλον ως πηγή αγωνίας» [ΕΦ.ΣΥΝ. 02.- 03.01.2021] από όπου παραθέτω αυτούσια την τελευταία παράγραφο που αναδεικνύει την προτεραιότητα της πολιτικής:
Εδώ έρχεται στο φως η πανωλεθρία της πολιτικής, η οποία έχει χάσει κάθε σωτηριολογική διάσταση. Χωρίς δεσμούς με την Ιστορία, στερούμενη ώθησης προς το μέλλον, ανίκανη για μια σφαιρική θεώρηση, η πολιτική, περιορισμένη μόνο στη διακυβέρνηση, προχωρώντας από τη μια επείγουσα κατάσταση στην άλλη, επικεντρώνεται στο παρόν χωρίς αύριο, προσπαθώντας να ακολουθήσει τα γεγονότα, να καβαλήσει το κύμα. Η ανευθυνότητα, δηλαδή η έλλειψη απαντήσεων στις μελλοντικές γενεές, φαίνεται να είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της τωρινής πολιτικής. Είναι δύσκολο να προβλέψουμε ποιες θα είναι οι συνέπειες για την επιβίωση της δημοκρατίας. Πάνω απ’ όλα η πολιτική είναι ανίκανη να προεκταθεί στο μέλλον επινοώντας μια εναλλακτική λύση. Μπορούμε να ονειρευόμαστε μόνο στο εσωτερικό του καπιταλιστικού ρεαλισμού, όπου τα όνειρα τις περισσότερες φορές μετατρέπονται σε εφιάλτες. Για το σύγχρονο φαντασιακό φαίνεται ότι είναι πιο εύκολο να φανταστεί το τέλος του κόσμου από το να αναπαραστήσει το τέλος του καπιταλισμού. […]
3) Το κείμενο επίσης θέτει με σωστό τρόπο, δίχως να αφήνει περιθώρια σε άγονη εσωκομματική αντιπαράθεση, τον τρόπο που πρέπει να λειτουργήσει το κόμμα συλλογικά και δημοκρατικά για να βρει τις απαντήσεις στα κεντρικά ερωτήματα μετά την τελευταία εκλογική ήττα, όπως και σε αυτά της ταυτότητας, του μετασχηματισμού και της διεύρυνσής του, των πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών, του πολιτικού του σχεδίου, της αντιπολιτευτικής του στάσης και των προγραμματικών του προτάσεων.
4) Από τα τρία διακριτά μέρη του, το πρώτο που αναφέρεται στη συγκυρία μέσω της πανδημίας, και το τρίτο που αναφέρεται στις προγραμματικές θέσεις, που θα πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να επεξεργαστεί ενόψει του ανακληθέντος συνεδρίου του, πιστεύω ότι εκφράζουν το πνεύμα που επικρατεί εντός του κόμματος και θα τύχουν γενικής αποδοχής. Αποτελούν τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή που θα μπορούσε ένα πολιτικό υποκείμενο σοσιαλδημοκρατικής εκδοχής ή ρεφορμιστικής αριστερής κατεύθυνσης να διατυπώσει στη σημερινή συγκυρία. Ένα πολιτικό υποκείμενο, δηλ., που επιδιώκει να αποτελέσει το αντίπαλο δέος σε μια επιθετική νεοφιλελεύθερη πολιτική με στόχο κυρίως να διεκδικήσει την κυβέρνηση για να αν συστήσει το κράτος κοινωνικής πρόνοιας και το κράτος δικαίου. Οι δύο αυτοί βασικοί μείζονες στόχοι αποτελούσαν το κεντρικό επίδικο της παραδοσιακής Σοσιαλδημοκρατίας την μεταπολεμική περίοδο στην Ευρώπη. Ήταν σε θέση όμως τότε, την περίοδο της οικονομικής ανάπτυξης, να παίξουν έναν κεντρικό ρόλο στη σφαίρα της πολιτικής η οποία διεκδικούσε μέσω της κρατικής διαχείρισης να βελτιώσει τη θέση του κόσμου της εργασίας στην αντίθεση του με το κεφάλαιο, παρά το γεγονός ότι δεν απειλούσαν τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής στον πυρήνα τους.
Σήμερα την εποχή της απόλυτης ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού φαντάζει αδύνατο για ένα πολιτικό υποκείμενο να υπόσχεται την επιστροφή στο κράτος κοινωνικής πρόνοιας μέσω της αναδιανομής του υποτιθέμενου πλούτου που θα προκύψει από ένα νέο παραγωγικό μοντέλο μιας «υποτιθέμενης και αναζητούμενης» παραγωγικής ανασυγκρότησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με την εμπειρία της κυβερνητικής του θητείας, αποτελεί την πιο τρανή απόδειξη για τη δυσκολία αυτού του εγχειρήματος. Πρέπει, επομένως, να απαντήσει στο ερώτημα του εάν και κατά πόσον δημιουργούνται αντίστοιχες δυνατότητες στη σημερινή οικονομική κρίση, λαμβάνοντας υπ’ όψη τον τρόπο που λειτουργεί ο ελληνικός καπιταλισμός στα πλαίσια της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, όπως και τον κομβικό ρόλο του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου που καθορίζει τις ροές του χρήματος με κριτήριο την τιμολόγηση του ηθικού και πολιτικού κινδύνου. Εάν δεν το κάνει είναι αδύνατο να πείσει το κοινωνικό σώμα ότι μπορεί να υλοποιήσει μία τέτοια πολιτική. Εάν αυτή η θέση είναι σωστή, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει π.χ. να καταγγέλλει το σχέδιο Πισσαρίδη και να μην ασκεί κριτική στην κυβερνητική πολιτική που, αξιοποιώντας τις συνθήκες της πανδημίας, προετοιμάζεται πυρετωδώς για τα όσα πρόκειται να υλοποιήσει κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος της υγειονομικής κρίσης.
Αυτό όμως σημαίνει επίσης ότι θα πρέπει να δώσει το βάρος σε εκείνο το επίπεδο που είναι πιο ρεαλιστικό και πιο πειστικό και αφορά τη σφαίρα της πολιτικής έναντι της οικονομίας. Μία τέτοια προσέγγιση παραπέμπει στο δεύτερο μέρος του κειμένου που είναι κατά την άποψή μου το σημαντικότερο για τη συζήτηση που θα ακολουθήσει εντός του κόμματος αλλά και με την κοινωνία. Ακόμα και αν ‘πάρεις’ την κυβέρνηση τα περιθώρια για την οικοδόμηση σήμερα του κράτους κοινωνικής πρόνοιας και δικαίου λόγω της αδύναμης σοσιαλδημοκρατικής αναδιανομής είναι πολύ περιορισμένα. Επομένως αυτό που είναι πιο ρεαλιστικό είναι η συγκρότηση ενός πολιτικού και κοινωνικού μετώπου και με τις άλλες δυνάμεις της αντιπολίτευσης για τη διάσωση τουλάχιστον μιας αξιοπρεπούς εκδοχής της φιλελεύθερής αστικής δημοκρατίας και του συστήματος της απλής αναλογικής (κατακτήσεις που έχουν τεθεί υπό διακινδύνευση σήμερα), που θα αποτρέπει τη δυνατότητα της ΝΔ για μία διπλή εκλογική αναμέτρηση με την εγκαθίδρυση ενός πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος με στόχο να εμπεδώσει ένα αυταρχικό καθεστώς τύπου Ορμπάν. Για την επιτυχία όμως ενός αποτελεσματικού κοινωνικού και πολιτικού μετώπου στη σημερινή συγκυρία είναι αναγκαίες τουλάχιστον δύο προϋποθέσεις:
α) Η συστηματική ανάλυση, μελέτη και καταγραφή των κοινωνικών αναγκών σήμερα, η εμπεριστατωμένη απεικόνιση των πολιτικών τάσεων του εκλογικού σώματος αλλά και η αποτύπωση των κυρίαρχων ιδεολογικών και ψυχολογικών συμπεριφορών των κοινωνικών υποκειμένων, που αυτές καθορίζουν την στάση των ανθρώπων σε συνδυασμό με την οικονομική τους κατάσταση και την πολιτική τους ένταξη. Μία τέτοια μελέτη όμως για να είναι ακριβής δεν μπορεί να περιορίζεται στις ποιοτικές και ποσοτικές αναλύσεις των εμπειρικών δημοσκοπικών ερευνών της κοινής γνώμης επί διαφόρων ερωτημάτων της συγκυρίας. Η παραπάνω μελέτη απαιτεί μία σοβαρή και σε βάθος κοινωνιολογική ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας από τη Μεταπολίτευση, που θα συνοδεύεται από τις πολιτικές καταγραφές, τις κοινωνικές διεκδικήσεις και τις δικαιωμένες ή αδικαίωτες επιδιώξεις των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων. Μία ανάλυση που θα επικεντρώνεται κυρίως στις μεγάλες ανατροπές που δημιουργήθηκαν στο πολιτικό σύστημα την τελευταία κυρίως δεκαετία μετά την κρίση χρέους του 2008, και δημιούργησαν τους όρους για την ανάδειξη του αρχικά πρωταγωνιστικού ρόλου στη ζωή του τόπου, του πολιτικού υποκείμενου της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, όπως αυτό εκπροσωπήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά πού σήμερα βρίσκεται σε κάμψη και αμφισβήτηση για το εάν μπορεί και θέλει να αποτελεί το φορέα για σημαντικές πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές ανατροπές. Μια τέτοια ανάλυση θα απαντήσει τι εννοούμε σήμερα όταν αναφερόμαστε στη μεγάλη Προοδευτική Παράταξη, το “μεσαίο χώρο”, στον περίφημο “κεντρώο” χώρο και τη διαίρεση μεταξύ “λαϊκιστών και εκσυγχρονιστών” που επικαλούνταν συστηματικά οι αστικές δυνάμεις από την εποχή της “Παπανδρεικής” κυριαρχίας και της “Σημιτικής” της μετάλλαξης. Μπορεί επίσης να απαντήσει στο ερώτημα για το πώς πολιτικά σήμερα εκπροσωπείται ο επί τρεις δεκαετίες κόσμος του ΠΑΣΟΚ, να εξηγεί δηλ. το ότι το μεγάλο λαϊκό τμήμα του μετακόμισε στο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ το “ριζοσπαστικό” ή “ακραίο κέντρο” που απαρτιζόταν από τους «κοσμοπολίτες εκσυγχρονιστές και τεχνοκράτες μεταρρυθμιστές» μετατοπίστηκε κατά ένα μέρος του αρχικά μέσω του Ποταμιού στη ΝΔ, και κατά ένα δεύτερο παραμένει στο ΚΙΝΑΛ, αλλά αλληθωρίζει προς τη ΝΔ, όπως επανειλημμένα αποδεικνύουν όλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των δημοσκοπήσεων όπου επικροτεί τις πολιτικές της ΝΔ σε ποσοστά μεγαλύτερα ακόμα και από τους καθαρόαιμους δεξιούς ψηφοφόρους. Μία τέτοια ανάλυση θα δώσει ουσιαστική απάντηση στο ερώτημα των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών, στο με ποιους και πάνω σε ποια πολιτική στόχευση μπορεί να οικοδομηθεί σήμερα ένα μέτωπο κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που θα αντιμετωπίσει τη νεοφιλελεύθερη νέο δημοκρατική βαρβαρότητα.
β) Το θέμα του κριτικού απολογισμού της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, κεφαλαιώδες ζήτημα: μετά την πρώτη απόπειρα που έγινε με το κείμενο απολογισμού σε μία Κεντρική Επιτροπή και έκτοτέ αγνοείται η τύχη του. Και όταν μιλάμε για απολογισμό εννοούμε την ανάδειξη όλων των αδυναμιών και των λαθών, ατομικών και συλλογικών, που οδήγησαν πολλούς ανθρώπους του ΣΥΡΙΖΑ να χάσουν την εμπιστοσύνη τους. Ενός απολογισμού που θα εξηγεί πειστικά το πλαίσιο και τα όρια μέσα στα οποία προσπαθήσαμε να υλοποιήσουμε ένα πρόγραμμα υπεράσπισης κοινωνικών διεκδικήσεων στην πενταετία της διακυβέρνησης δίχως την αναγκαία επιτυχία και συνακόλουθα με την αμφισβήτηση από την κοινωνία του όλου εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ. Ενός απολογισμού που θα περιλαμβάνει μία σοβαρή ανάλυση των σημερινών οικονομικών και πολιτικών συνθηκών σε Ελλάδα, Ευρώπη και διεθνώς έτσι ώστε να απαντήσει στο εάν και κατά πόσον οι προγραμματικές μας διακηρύξεις είναι σήμερα ρεαλιστικές και μπορούν να οδηγήσουν στις αναγκαίες ανατροπές. Ενός απολογισμού που θα απαντάει στο εάν πρόκειται για ατομικές πολιτικές ανεπάρκειες ή για μια δομική διαχρονική αδυναμία της ιδεολογικοπολιτικής μας ταυτότητας, που μας εγκλωβίζει στην παράδοση της σοσιαλδημοκρατικής ρεφορμιστικής αριστεράς. Θυμίζω ότι αυτή πάντοτε ισχυριζόταν ότι αρκεί η κατάληψη του κράτους μέσω μιας κυβερνητικής πλειοψηφίας ώστε αυτό να μετασχηματίσει σταδιακά τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής σε σοσιαλιστικό.
Μάκης Σπαθής