Φιλοξενούμε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη του Λίο Πάνιτς για τις αμερικανικές εκλογές, την οποία έδωσε μέσω skype στην Ιωάννα Δρόσου. Ο Πάνιτς είναι Διακεκριμένος Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Γιορκ στον Καναδά, συν-εκδότης του εμβληματικού μαρξιστικού περιοδικού Socialist Register, και καλός φίλος της Εποχής από πού παλιά. Πολύ καλός γνώστης της αμερικανικής πολιτικής σκηνής, έχει τη δυνατότητα να αναλύει τις εξελίξεις σ’ αυτήν τη χώρα εντάσσοντάς τες σε ένα σταθερό διανοητικό πλαίσιο. Οι απαντήσεις του, σκληρές πολλές φορές, έχουν ένα στέρεο θεωρητικό υπόβαθρο. Δεν διστάζει να αποκαλεί τον Τραμπ νεοφασίστα (σημειωτέον ότι τον ίδιο όρο χρησιμοποιεί και ο εκδότης του περιοδικού Monthly Review, αμερικανός καθηγητής Τζον Μπέλαμι Φόστερ), αλλά και να επιμένει ότι ο φασισμός ενυπάρχει εγγενώς ως τάση στον καπιταλισμό. Αν και δεν κρύβει την προτίμησή του για το DSA, το κόμμα των Δημοκρατικών Σοσιαλιστών της Αμερικής-το οποίο παρομοιάζει με τον ΣΥΡΙΖΑ πριν αναλάβει την κυβέρνηση-στηρίζει τον Μπάιντεν ελπίζοντας ότι θα παλέψει κατά του τραμπισμού που είναι ένα σημαντικό ρεύμα στην αμερικανική κοινωνία. Η φιλία και η συντροφικότητά του με τον σοσιαλιστή (και όχι σοσιαλδημοκράτη) Σάντερς δεν τον εμποδίζει να παραδεχθεί ότι αν αυτός ήταν ο υποψήφιος των Δημοκρατικών το πιθανότερο είναι ότι τις εκλογές θα τις είχε κερδίσει ο Τραμπ.
Ρεαλιστής, αλλά και συγκρατημένα αισιόδοξος ο Πάνιτς, μας υπενθυμίζει για μια ακόμα φορά ότι τίποτα δεν κατακτάται μόνο με την ψήφο, και ότι οι εξελίξεις στην Αμερική θα εξαρτηθούν τόσο από την προσπάθεια αλλαγής ορισμένων αντιδραστικών νοοτροπιών του λαού, όσο και από την πάλη της Αριστεράς μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα.
Χ.Γο.
Η Αριστερά βγήκε ζωντανή από τη μάχη των προεδρικών εκλογών των ΗΠΑ
Συνέντευξη με τον Λίο Πάνιτς, καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο πανεπιστήμιο του Γιορκ στον Καναδά
Αφού πήραμε μια βαθιά ανάσα με τη μη επανεκλογή του Τραμπ αρχίζουν νέες αγωνίες και αγώνες, καθώς ο Μπάιντεν κάθε άλλο παρά πρόεδρος με το βλέμμα προς τα αριστερά μπορεί να θεωρηθεί. Το πιθανότερο είναι, στο όνομα των ισορροπιών, να στραφεί στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Ωστόσο, η επανεκλογή αριστερών βουλευτών και βουλευτριών μας και το μεγάλωμα της αριστερής πτέρυγας των Δημοκρατικών, το ρεύμα που απέκτησε το πρόγραμμα του Μπέρνι Σάντερς και η κινητοποίηση χιλιάδων νέων, που δεν φοβούνται να μιλήσουν για σοσιαλισμό, μας κάνει να αισθανόμαστε αισιόδοξοι, από όποια μεριά του πλανήτη και αν είμαστε. Αυτές οι σκέψεις αποτέλεσαν και το αντικείμενο συζήτησης στην πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη με τον Λίο Πάνιτς.
Τώρα, που ο «χειρότερος πρόεδρος στη σύγχρονη ιστορία των ΗΠΑ» μοιάζει να ηττήθηκε, πώς σχολιάζεις το αποτέλεσμα των αμερικάνικων εκλογών;
Αυτή που θεωρώ πρωτεύουσας σημασίας είναι η αντιφασιστική παράμετρος της νίκης του Μπάιντεν. Και αυτός είναι ένας κυρίαρχος λόγος που καταψηφίστηκε ο Τραμπ, και όχι γιατί ήταν ο χειρότερος πρόεδρος. Τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα. Βέβαια, πιστεύω ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, παρά τη συντηρητική σύνθεσή του, θα απορρίψει τους ισχυρισμούς του Τραμπ, όπως βλέπουμε ήδη να κάνουν οι δικαστές σε όλες τις πολιτείες. Σύμφωνα με ρεπορτάζ των Νιου Γιορκ Τάιμς, ομόφωνα οι δικαστές σε κάθε πολιτεία αποφάνθηκαν πως δεν εντοπίστηκαν παρατυπίες. Ωστόσο, η επιχειρηματολογία του Τραμπ, που στηρίζεται ως επί το πλείστον στα ψέματα και τις διαστρεβλώσεις, έχει ευρεία αποδοχή και αυτό με κάνει ιδιαίτερα ανήσυχο. Δεν έχουμε, ακόμα, αποφύγει τον κίνδυνο να υπάρξουν συγκρούσεις στους δρόμους. Μπορεί, μάλιστα, αυτές να ξεκινήσει η Αριστερά ή το κίνημα Black Lives Matter (Οι ζωές των Μαύρων έχουν Αξία) εάν αμφισβητηθεί η εκλογή του Μπάιντεν. Ταυτόχρονα, όμως, θα βγουν στο δρόμο οι παραστρατιωτικές δυνάμεις, που είναι κάτι σαν τη Χρυσή Αυγή, με ισχυρούς δεσμούς αλληλεγγύης και στήριξης με την αστυνομία. Φοβάμαι εξαιρετικά μία τέτοια εξέλιξη. Δεδομένης της στάσης του Τραμπ τολμώ να πω πως ο φόβος μου δεν είναι αστήρικτος. Ο Φρεντ Καπλάν σε άρθρο του στο περιοδικό Slate περιγράφει πώς ο Τραμπ προσπαθεί να ελέγξει τις ένοπλες δυνάμεις, καθώς καθαίρεσε τον Γενικό Γραμματέα Άμυνας και διορίζει σε νευραλγικές θέσεις δικούς του ανθρώπους. Δεδομένων τούτων, θα έλεγα πως τα συναισθήματά μου από τις αμερικάνικες εκλογές είναι ενθουσιασμός και ταυτόχρονα επιφυλακτικότητα.
Θαρρώ πως η ψήφος δεν είχε μόνο αντιφασιστικό χαρακτήρα, αλλά και δημοκρατικό. Το δίλημμα, όπως διαμορφώθηκε, ήταν Τραμπ εναντίον Δημοκρατίας. Τι μέτρα πρέπει να ληφθούν ώστε να μην τεθεί εν αμφιβόλω ξανά η Δημοκρατία;
Είναι αδύνατον να διασφαλιστεί. Ο Χορκχάιμερ είπε τη δεκαετία του ’30 πως «όποιος μιλά για το φασισμό χωρίς να αναφέρεται και στον καπιταλισμό, θα πρέπει να παραμένει σιωπηλός». Αυτή η ρήση τον 21ο αιώνα αντιστρέφεται: «όποιος μιλά για τον καπιταλισμό, χωρίς να αναφέρεται στο φασισμό, θα πρέπει να σωπάσει», καθώς, σήμερα, η συζήτηση για τον καπιταλισμό μπορεί να αποκρύψει τα φασιστικά στοιχεία που αυτός εμπεριέχει. Ωστόσο, αυτά τα στοιχεία είναι σύμφυτα με το αμερικάνικο πολιτικοοικονομικό μας σύστημα. Φυσικά, ο Μπάιντεν μπορεί να πάρει πρωτοβουλίες, που θα ελαχιστοποιούν αυτά τα στοιχεία και την επίδρασή τους, όμως δεν μπορεί να εγγυηθεί την εξάλειψή τους.
Κατανοώ πως υπάρχει χάσμα ανάμεσα στη Δημοκρατία και το Σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία, ωστόσο η καμπάνια του Μπέρνι Σάντερς μίλησε ανοιχτά για το σοσιαλισμό και, μάλιστα, μετεκλογικά ο Μπέρνι Σάντερς όπως και η Squad που δήλωσαν δημόσια πως θα καταθέσουν νομοσχέδια και προτάσεις στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού. Αυτή η αποδαιμονοποίηση του σοσιαλισμού είναι μια μεγάλη νίκη της προεκλογικής καμπάνιας του Σάντερς.
Φυσικά. Ο λόγος που πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι δεν εδράζεται στην εκλογή του Μπάιντεν, παρότι προκάλεσε μεγάλη ανακούφιση, αλλά στην αναζωπύρωση μιας σοσιαλιστικής ατζέντας, όπως και στη γιγάντωση του σοσιαλιστικού κόμματος (Δημοκρατικοί Σοσιαλιστές της Αμερικής, DSA), που πλέον μετρά 16.000 μέλη, ενώ προσέλκυσε –όπως έκανε κάποτε και ο ΣΥΡΙΖΑ- δεκάδες χιλιάδες νέες και νέους στο να οργανωθούν κομματικά και να μην περιορίσουν την ενεργό τους δράση στα κινήματα. Δεν αμφισβητώ σε καμία περίπτωση ότι ο Μπέρνι Σάντερς είναι σοσιαλιστής, όπως μάλιστα αυτοπροσδιορίζεται. Το γεγονός ότι οι πολιτικές που προτείνει και υπερασπίζεται κινούνται σε ένα σοσιαλδημοκρατικό πλαίσιο, δεν σημαίνει ότι ο ίδιος δεν είναι σοσιαλιστής. Για όσους αυτοπροσδιορίζονται στο σοσιαλιστικο χώρο, για όσους διαβάζουν το περιοδικό Jacobin, το οποίο είναι το πιο δημοφιλές σοσιαλιστικό περιοδικό του δυτικού κόσμου, είναι εξαιρετικής σημασίας η ανάδειξη του προγράμματος του Μπέρνι Σάντερς. Αυτό, ωστόσο, που με ανησυχεί, είναι ότι κατά την ανάδειξη του υποψηφίου των Δημοκρατικών, ο Σάντερς ηττήθηκε αφού συνασπίστηκαν οι υπόλοιποι υποψήφιοι, και ύστερα από παρέμβαση του Μπάρακ Ομπάμα. Αυτές οι κινήσεις έδειξαν τα ηθικά όρια των Δημοκρατικών. Ωστόσο, πλέον στο εσωτερικό των Δημοκρατικών αλλά και στο πρόγραμμά τους έχει δημιουργηθεί ένα ρήγμα, και φαίνεται πως απορρίπτεται πια το θέσφατο ότι οι Αμερικανοί δεν θα υποστήριζαν ποτέ έναν σοσιαλιστή υποψήφιο. Παρότι, αυτό ήταν ένα από τα επιχειρήματα του Τραμπ, το οποίο μάλιστα επηρέασε πράγματι το αποτέλεσμα σε κάποιες πολιτείες, όπως είναι η Φλόριντα, αν και για να είμαστε ειλικρινείς η πολιτεία αυτή έχει παράδοση στη στήριξη των ελίτ, είδαμε πως η σοσιαλιστική ατζέντα, όπου προωθήθηκε –καθώς δεν είναι ατυχές το επιχείρημα ότι η καμπάνια του Μπάιντεν απέφυγε να παρουσιάσει προεκλογικό πρόγραμμα- κινητοποίησε περισσότερο κόσμο. Αυτό μας δείχνει ότι το ρεύμα του σοσιαλισμού διαπερνά τις πολιτείες και συγκρούεται με το αντιδημοκρατικό, νεοφασιστικό ρεύμα, ιδιαίτερα όπου η Αριστερά είναι ισχυρή. Ένα από τα συμπεράσματα που βγάζουμε από τις αμερικάνικες εκλογές είναι πως η Αριστερά βγήκε ζωντανή από αυτή τη μάχη και τη μη εκλογή του Σάντερς στη θέση του υποψήφιου των Δημοκρατικών, καθώς είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα έχανε τις εκλογές, και τότε η Αριστερά θα ήταν αυτή που θα δεχόταν τα πυρά για αυτή την ήττα. Και έτσι η «απόρριψη» του σοσιαλισμού θα έφτανε μέχρι και τις σημερινές γενιές. Αυτό είναι όντως παράδοξο, αλλά νομίζω ότι περιγράφει την πραγματικότητα. Με την καμπάνια του Σάντερς κερδήθηκε πολιτικός χώρος, ο οποίος θα αξιοποιηθεί κατά τη διακυβέρνηση Μπάιντεν, για την προώθηση προοδευτικών νομοσχεδίων και μεταρρυθμίσεων, θα δυναμώσει τα συνδικάτα, που έχουν αλώσει οι Ρεπουμπλικάνοι και έχουν μετατραπεί, στην πλειονότητά τους, σε γραφειοκρατικούς μηχανισμούς και θα παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια για ταξικό μετασχηματισμό. Και όσο ο σοσιαλισμός, ως εναλλακτική, θα κερδίζει έδαφος, τόσο θα βλέπουμε να αποκτά λαϊκή αποδοχή.
Η κοινωνία βγήκε από τις εκλογές τρομακτικά διχασμένη. Πώς θα επιλυθεί η πολιτική πόλωση;
Νομίζω ότι πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με αυτή την ανάγνωση. Οι άνθρωποι δεν είναι μόνο εργάτες ή στελέχη επιχειρήσεων, άνδρες ή γυναίκες, υποστηρικτές του Μπάιντεν ή του Τραμπ. Είναι συνδυασμός όλων αυτών των ιδιοτήτων και χαρακτηριστικών, κάποια από τα οποία είναι δομικά και κάποια συγκυριακά. Νομίζω ότι ένα σημαντικό –αν και όχι πλειοψηφικό- μέρος όσων εργατών ψήφισαν τον Τραμπ, θα στήριζαν κριτικά τον Σάντερς, και στήριξαν τον Τραμπ γιατί είναι αντισυμβατικός, γιατί δεν μοιάζει με έναν τυπικό υποψήφιο πρόεδρο, γιατί τους πρόσφερε όσα έχουν περισσότερη ανάγκη. Αντίστοιχα, δείτε τι συνέβη στην Καλιφόρνια, όπου υπερψηφίστηκε –με ποσοστό κοντά στο 70%- ο Μπάιντεν και ταυτόχρονα, υπερψηφίστηκε η «πρόταση 22», σύμφωνα με την οποία οι υπάλληλοι πλατφορμών μετακίνησης όπως είναι η Uber, δεν θεωρούνται εργαζόμενοι αλλά «εργολάβοι» και επομένως δεν δικαιούνται συμβάσεις, ασφαλιστική κάλυψη και άλλα δικαιώματα. Η εκστρατεία του «ναι» σε αυτό το δημοψήφισμα έφτασε τα 200 εκατ. δολάρια, ενώ η εκστρατεία του «όχι» μόλις τα 20 εκατ., και έτσι ορισμένοι ψηφοφόροι του Μπάιντεν έφτασαν να υπερψηφίσουν αυτή την αντεργατική νομοθεσία, την ίδια στιγμή που οι ίδιοι έχουν ριχτεί στην αρένα του ταξικού αγώνα. Είναι, λοιπόν, μια πολύ μπερδεμένη κατάσταση αυτή που έχει διαμορφωθεί, και κάθε άλλο παρά μπορούμε να πούμε πως ο πληθυσμός είναι διχασμένος ανάμεσα σε Ρεπουμπλικάνους και Δημοκράτες, σε υποστηρικτές του Τραμπ και του Μπάιντεν. Για αυτό είναι πολύ σημαντικό να πλησιάσουν αυτόν τον κόσμο οι σοσιαλιστές ή τα μέλη του κινήματος Black Lives Matter ή όσοι ανήκουν στην εργατική τάξη. Είναι αδιανόητο, όταν κάποιος ακούει την έννοια συστημικός ρατσισμός, να νιώθει ένοχος για κάτι που δεν δημιούργησε ο ίδιος και η Αριστερά να μην παρεμβαίνει. Και δεν εννοώ ότι η ανάλυση είναι λάθος, το αντίθετο, υπάρχει συστημικός ρατσισμός στις ΗΠΑ, όμως δεν φταίνε για αυτό οι άνθρωποι του μόχθου. Είναι κρίσιμης σημασίας για την Αριστερά να καταφέρει να δεσμευτεί στον αγώνα για ταξικό μετασχηματισμό, ώστε να αλλάξει τις αναφορές όσων ψήφισαν τον Τραμπ. Δεν λέω πως ο Τραμπ ψηφίστηκε κυρίως από εργάτες, άλλωστε δεν ισχύει κάτι τέτοιο, όμως ήταν απίστευτη η διεισδυτικότητά του. Είναι αδιανόητο το γεγονός ότι τον ψήφισε το 45% των γυναικών πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Αν το ποσοστό αυτό ήταν 15%, τότε θα μιλούσαμε για μια τελείως διαφορετική κατάσταση. Γνωρίζω πως δεν τον στήριξε η πλειοψηφία της εργατικής τάξης, ωστόσο είχε τη στήριξη ενός σημαντικού ποσοστού. Το ίδιο συνέβη και με τις μειονότητες.
Αυτά τα ποσοστά μάς δείχνουν πόσο βαθιά ριζωμένος είναι ο τραμπισμός στην αμερικάνικη κοινωνία. Πώς μπορεί αυτή η κατάσταση να αντιστραφεί;
Αυτή είναι η πραγματική πρόκληση. Πέρα από το συστημικό ρατσισμό, υπάρχει μια συστημική «άγνοια». Βλέπετε, τη δεκαετία του 1850 υπήρχε ένα κόμμα που λεγόταν Know Nothing (Δεν ξέρω τίποτα) με τους υποστηρικτές του να εμφανίζονται ως αντι-ελίτ και να έχει μεγάλη επιρροή στην εργατική τάξη. Το κόμμα αυτό έχει βαθιές ρίζες στην αμερικάνικη κοινωνία, καθώς το περίβλημά του ήταν η υπεράσπιση του –βλακώδους- αμερικάνικου ονείρου, της δυνατότητας να γίνει ο καθένας (λευκός αμερικάνος) διευθυντικό στέλεχος ή ακόμα και πρόεδρος των ΗΠΑ. Φυσικά, το κόμμα αυτό χάθηκε στο χρόνο με τη βοήθεια του σύγχρονου φεμινιστικού κινήματος και των αντιρατσιστικών αγώνων. Πλέον, με την εκλογή της Καμάλα Χάρις στη θέση της αντιπροέδρου των ΗΠΑ, κάθε μαύρο κορίτσι που ζει στην Αμερική μπορεί να ονειρεύεται πως και εκείνο μπορεί να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ. Δεν θα είναι εύκολο να ξεριζωθούν αυτές οι νοοτροπίες από την αμερικάνικη κοινωνία, ωστόσο το κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων μετρά ξανά νίκες στα πεδία των συλλογικών δικαιωμάτων και των κοινωνικών παροχών. Διάβασα πρόσφατα το βιβλίο ενός πρώην Μαύρου Πάνθηρα που φυλακίστηκε για τριάντα χρόνια. Ο ίδιος οργάνωσε διαλέξεις μέσα στη φυλακή για τους μαύρους κρατούμενους. Η ομιλία που είχε μακράν τη μεγαλύτερη προσέλευση ήταν αυτή ενός λευκού διάσημου επιχειρηματία, που είχε και εκπομπή στην τηλεόραση για το πώς μπορεί κανείς να γίνει πλούσιος. Αυτή είναι η πραγματικότητα που ως Αριστερά πρέπει να αναγνωρίσουμε και να αντιμετωπίσουμε.
Ενδεχομένως, η υπερψήφιση της Πράσινης Νέας Συμφωνίας ή του προγράμματος Υγεία για Όλους να πετύχαιναν αυτή την ανατροπή;
Μα δεν θα τα περάσουν αυτά τα νομοσχέδια. Αν οι Δημοκρατικοί έπαιρναν και τη Γερουσία, σενάριο εξαιρετικά απίθανο πλέον, ίσως και να ήταν τα νομοσχέδια αυτά στο τραπέζι. Όμως, δεν έχουν τη στήριξη του Μπάιντεν, ο οποίος φημίζεται για τους συμβιβασμούς του. Αυτή είναι η σφραγίδα του, είναι άνθρωπος των συμφωνιών, προκειμένου να μειώσει την πόλωση μεταξύ Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατών στο Κογκρέσο. Για αυτό το λόγο αξιοποιήθηκε και από τον Ομπάμα, στη δική του θητεία.
Έχω την αίσθηση ότι έρχονται μέρες ανατροπής, ότι έρχεται ξανά η στιγμή των κινημάτων. Ότι θα ζήσουμε ξανά στιγμές του 2012, με τα κινήματα ενάντια στη λιτότητα και υπέρ της άμεσης δημοκρατίας, όταν μάλιστα είδαμε την Αριστερά (και τον ΣΥΡΙΖΑ) στην Ελλάδα να γίνεται πλειοψηφικό ρεύμα. Η πανδημία μοιάζει να μας προετοιμάζει για κάτι τέτοιο, όπως και τα κινήματα Black Lives Matter στην Αμερική ή υπέρ του δικαιώματος των εκτρώσεων στην Πολωνία. Είναι έτσι;
Όσα ζήσαμε το 2012 αποτελούν ορόσημο. Και η μετριοπαθής διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ανάτρεψε πολλά από αυτά τα συναισθήματα. Όπως και να έχει, στην περίπτωση του Μπάιντεν, ξέρουμε ποιος είναι αυτός που εξελέγη. Και δεν είναι ο Τσίπρας του 2012. Ακόμα και αν ο Μπάιντεν έφερνε νέο συνδικαλιστικό νόμο ή την Πράσινη Νέα Συμφωνία δεν θα περνούσαν από το Κογκρέσο. Η καθολική ασφάλιση δεν είναι στην ατζέντα αυτής της διακυβέρνησης. Επομένως, δεν είναι αυτός ο δρόμος της ανατροπής. Θεωρώ, ωστόσο, ότι έχεις δίκιο πως πρέπει να αφουγκραστούμε τα κινήματα και πως πρέπει να συνειδητοποιήσουμε γιατί νέοι σοσιαλιστές συνέρρευσαν στο πλευρό του Σάντερς, έγιναν μέλη του DSA και διαμόρφωσαν ένα δημοφιλές, προοδευτικό πρόγραμμα. Πρέπει να ασκηθεί όση περισσότερη πίεση γίνεται στη νέα διακυβέρνηση και στο εσωτερικό του κόμματος των Δημοκρατικών. Είναι πολύ σημαντικό όσοι εκλέχτηκαν και προέρχονται από την Αριστερά να μην απορροφηθούν από τη δίνη των Δημοκρατικών και να συνεχίσουν να εκπροσωπούν τους ψηφοφόρους τους· αυτούς που είναι από την πλευρά της υπεράσπισης του περιβάλλοντος, του φεμινισμού, του αντιφασισμού, ώστε να συμπαρασύρουν και άλλους στο ρεύμα του σοσιαλισμού. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στην ανάλυσή μας.
Συμφωνώ. Επιμένω ωστόσο πως είναι η στιγμή των κινημάτων, ύστερα από την τρομακτική αύξηση των ανέργων, τη φτωχοποίηση μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας, τη διακινδύνευση πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, που προκαλεί η πανδημία. Και θα πρέπει να είναι μέλημα όσων αυτοπροσδιοριζόμαστε ως αριστεροί αυτός ο απογοητευμένος και οργισμένος κόσμος να στραφεί προς τα αριστερά, διαφορετικά θα δούμε την ακροδεξιά να σαρώνει κάθε γωνιά του πλανήτη.
Συμφωνώ και γι’ αυτό πρέπει να αντιστραφούν και οι ισορροπίες εντός του Δημοκρατικού κόμματος, που τώρα κυριαρχείται από τους πολιτικούς καριέρας. Θα πρέπει να γίνει πιο ριζοσπαστικό, να βοηθήσει τον κόσμο που επλήγη από την πολιτική του Τραμπ να σταθεί ξανά στα πόδια του, να μην χαριστεί κανένας στην άλλη πλευρά. Φοβάμαι, ωστόσο, ότι αυτοί οι πραγματιστές πολιτικοί θα προσπαθήσουν να αντιμετωπίσουν όλα αυτά τα νέα κοινωνικά προβλήματα με ένα συμβιβαστικό τρόπο που θα αναπαράγει τους κοινωνικούς αυτοματισμούς που φοβόμαστε. Παρασκηνιακά, θα προσπαθήσουν να αλλάξουν ορισμένους νόμους προς όφελος των εργατών, ενδεχομένως αρκετούς περιβαλλοντικούς νόμους και όλα αυτά είναι καλά, αλλά η κεντρική κατεύθυνση της διακυβέρνησης θα είναι όπως αυτή που είδαμε στη θητεία του Ομπάμα. Και αυτή η πολιτική δημιουργεί χώρο για την Αριστερά να δράσει, κάτι που δεν θα γινόταν αν επανεκλεγόταν ο Τραμπ, και επομένως είμαι και εγώ αισιόδοξος. Έχουμε πολλή δουλειά μπροστά μας, αλλά αυτό είναι το καλύτερο δυνατό σενάριο, ακόμα και αν δεν δούμε να υλοποιούνται προοδευτικές μεταρρυθμίσεις.
Ο Leo Panitch είναι Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Γιορκ στον Καναδά και συν-εκδότης του εμβληματικού μαρξιστικού περιοδικού Socialist Register.
Πηγή: Η Εποχή