Ηταν μάλλον δύσκολο να φανταστεί κάποιος ότι θα μπορούσε να κρατήσει τόσο η συζήτηση για το κατά πόσο ήταν έτοιμος ο ΣΥΡΙΖΑ να κυβερνήσει το 2015, χωρίς να τεθεί το προαπαιτούμενο ερώτημα «πότε θεωρείται ότι είναι έτοιμο ένα κόμμα για να κυβερνήσει;», καθώς και το συνακόλουθο ζήτημα με ποια κριτήρια αξιολογείται η ετοιμότητα αυτή.
Ετοιμότητα και εμπειρία
Προφανώς δεν μπορεί κανείς να απαιτήσει την ύπαρξη κάποιου, ακαδημαϊκού ας πούμε, τίτλου ως προϋπόθεση ή πιστοποίηση μιας τέτοιας ετοιμότητας για τα στελέχη ενός κόμματος. Ούτε κάποιας προϋπηρεσίας εν είδει πρακτικής εξάσκησης. Δεν παραδοξολογούμε, απλώς υπαινισσόμαστε την ύπαρξη, σε άλλες παρωχημένες εποχές, παρόμοιων κριτηρίων όχι μόνο για την ανάδειξη σε αιρετά αξιώματα, αλλά ακόμα και για την άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν.
Μα, θα πείτε, γιατί τα βάζει ο ΣΥΡΙΖΑ με τους άλλους, αφού δικά του στελέχη έδωσαν αφορμές για τη συζήτηση που άνοιξε. Συγγνώμη, αλλά άλλο πράγμα είναι να αναγνωρίζεις με ειλικρίνεια το πραγματικό πρόβλημα της έλλειψης κυβερνητικής εμπειρίας ή προσβάσεων στον κρατικό μηχανισμό, ιδίως όταν πρόκειται για ένα κόμμα που ωρίμασε μέσα σε λιγότερο από πέντε χρόνια, και άλλο να του κουνάς το δάχτυλο και να λες ότι είναι ιεροσυλία ή τουλάχιστον απρέπεια να διεκδικείς την κυβέρνηση χωρίς αυτά τα προσόντα.
Ποιος «επιτρέπεται» να κυβερνά;
Ο παραλογισμός των ισχυρισμών αυτού του είδους αποκαλύπτεται, μόλις αναλογιστεί κάποιος ότι ο μοναδικός τρόπος απόκτησης κυβερνητικής εμπειρίας είναι η άσκηση κυβερνητικών καθηκόντων και ότι αυτή η εμπειρία δεν θα μπορούσε ποτέ να αποκτηθεί από κανένα κόμμα, αν παίρναμε ποτέ στα σοβαρά τον όρο της «ετοιμότητας». Γιατί κανένα κόμμα δεν θα μπορούσε να κριθεί «έτοιμο», αν δεν είχε ήδη κυβερνητική εμπειρία.
Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο συντηρείται αυτή η συζήτηση, σ’ αυτό ακριβώς το άτοπο συμπέρασμα οδηγεί, τουλάχιστον όσο αφορά την αριστερά: αφού δεν έχετε κυβερνητικές εμπειρίες, αφού δεν έχετε έμπειρα γι’ αυτό το σκοπό στελέχη, τι θέλετε και διεκδικείτε την κυβέρνηση! Κάποιος τηλεοπτικός αστέρας μάλιστα, όχι πρώτου μεγέθους είναι αλήθεια, αναρωτήθηκε: «Στου κασίδη του κεφάλι θέλατε να μάθετε;» Χωρίς να είναι σε θέση να διανοηθεί ότι στην κασίδα όλων μας άσκησαν τα κυβερνητικά τους καθήκοντα όχι μόνο οι άπειροι του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κυρίως οι έμπειροι, με πείρα αρκετών δεκαετιών, που, εναλλασσόμενοι στην κυβέρνηση, οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, αυτό που τους ενόχλησε και τους ενοχλεί, δεν είναι το αμάρτημα της ανετοιμότητας, αλλά η δυνατότητα που δόθηκε σε μια πολιτική δύναμη της αριστεράς να δοκιμάσει ένα άλλο πολιτικό σχέδιο, που δεν είχε ως δεδομένα τα γνωστά αποτελέσματα, γνωστά και από τη χρεοκοπία, αλλά και από τη διαδοχή της πατρότητας των μνημονίων από το 2010 ως το 2014, χωρίς να χαράζει στον ορίζοντα ούτε έξοδος από τα προγράμματα προσαρμογής, ούτε οποιουδήποτε είδους ρύθμιση για το δημόσιο χρέος.
Βιασύνη για κυβέρνηση ή σχέδιο για «παρένθεση»;
Ας έρθουμε, όμως, στα πραγματικά περιστατικά. Πίσω από αυτή τη συζήτηση περί ετοιμότητας τις πιο πολλές φορές κρύβεται η κατηγορία ότι ουσιαστικά η κυβέρνηση Σαμαρά το 2014 εκβιάστηκε να πάει σε πρόωρες εκλογές, γεγονός που αποδεικνύει τη βιασύνη του ΣΥΡΙΖΑ να καθίσει σε υπουργικές καρέκλες. Πρώτα απ’ όλα, δεν υπάρχει τίποτε πιο λογικό και αναμενόμενο από το στόχο της αντικατάστασης μιας κυβέρνησης που θεωρείς ότι ακολουθεί λάθος πολιτική, που πιστεύει ότι τα καταστροφικά μνημόνια θα έπρεπε να τα είχαμε αποφασίσει εμείς, αν δεν μας τα είχαν επιβάλει οι φωστήρες του ΔΝΤ και των Βρυξελλών (οι οποίοι, σημειωτέον, δεν είχαν κανένα πρόβλημα να ομολογήσουν κατόπιν ότι επέβαλαν λάθος πολιτική…)
Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πως η κυβέρνηση Σαμαρά είχε ήδη «βάλει τα μολύβια κάτω» από το καλοκαίρι του 2014, όπως οι δικές της εφημερίδες την κατηγορούσαν, και είχε δρομολογήσει την πρόωρη συζήτηση για την εκλογή προέδρου της δημοκρατίας, με την ελπίδα ότι, ακόμα κι αν έχανε στις πρόωρες εκλογές, η νέα κυβέρνηση δεν θα άντεχε πάνω από μερικούς μήνες. Επρόκειτο για μια άλλη εκδοχή της θεωρίας περί ανετοιμότητας, η οποία, όμως, θα είχε, υποτίθεται, μια θετική κατάληξη για εκείνους. Δυστυχώς, οι πόθοι τους δεν επαληθεύτηκαν και γι’ αυτό καταφεύγουν τώρα στην άλλη εκδοχή, δηλαδή στη θεωρία ότι θα ήταν πολύ καλύτερα σήμερα τα πράγματα, αν δεν παρενέβαινε ο ΣΥΡΙΖΑ και δεν απέκρουε την πολυπόθητη προοπτική της σύντομης παρένθεσης. Οι προπαγανδιστές του καθεστώτος έχουν τώρα χρέος να μας πείσουν πόσο επικίνδυνο και βλαβερό είναι να εμπιστευόμαστε αυτούς που δεν ακολουθούν την πεπατημένη, δεν έχουν την απαραίτητη εμπειρία ή «ετοιμότητα» να συνεχίζουν απλώς τα πράγματα από εκεί που τα αφήνουν οι προηγούμενοι.
Σαν επιχείρημα, μάλιστα, ρίχνουν στο τραπέζι και την «πληροφορία» ότι μέσα στον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ υπήρχε, λόγω της ανετοιμότητας, η άποψη ότι έπρεπε να συμβάλει το κόμμα στην εκλογή προέδρου και να αποφύγει τις πρόωρες εκλογές. Σπουδαία πληροφορία! Οι σχετικές απόψεις είχαν δημόσια κατατεθεί τότε και, ορθά, δεν επικράτησαν. Γιατί οι ψηφοφόροι, που είχαν σε δύο αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις εκτινάξει ένα κόμμα του 4% στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θα έβγαζαν δικαιολογημένα το συμπέρασμα ότι η αριστερά προτιμά να μένει στην αντιπολίτευση και όχι να αναμετριέται με τα δύσκολα – δύσκολα για τον ίδιο το λαό – από κυβερνητικές θέσεις. Τέτοια αριστερά, άλλωστε, υπήρχε ανέκαθεν, και γι’ αυτό παρέμενε σε χαμηλά ποσοστά, παρά τη συνέπειά της, τη μαχητικότητά της, την οργανωτικότητά της και την επιρροή της στις εργαζόμενες τάξεις.
Εν κατακλείδι, ποιο κόμμα είναι έτοιμο και ποιο δεν είναι για να κυβερνήσει, δεν είναι θέμα ειδικής εκπαίδευσης, εμπειρίας, που είναι καλό να υπάρχει, ή κατάλληλης και πιθανότατα μακρόχρονης προετοιμασίας. Είναι θέμα απόφασης και επιλογής τού εκλογικού σώματος – ακόμα κι αν δεν μας αρέσει καθόλου η επιλογή του. Και στην επιλογή βαραίνει, εκτός των άλλων και κατά βάση, η πειστικότητα των προγραμματικών θέσεων.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή