Συνεντεύξεις

Κύρκος Δοξιάδης: Όραμα της ΝΔ μια κουτσουρεμένη δημοκρατία του μετεμφυλιακού κράτους

Δύο στρατηγικές εντοπίζει στην επίθεση της ΝΔ στον ΣΥΡΙΖΑ, ο καθηγητής Κοινωνικής Θεωρίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών, Κύρκος Δοξιάδης. Η πρώτη έχει αντιαριστερό στίγμα και η δεύτερη αντιμετωπίζει τον ΣΥΡΙΖΑ ως έναν άλλο πόλο. Ο ίδιος εντοπίζει «μια “αγανάκτηση” στο νεοφιλελευθερισμό, σε οτιδήποτε τολμά να τον αμφισβητήσει», ενώ διακρίνει την ανάπτυξη δυνάμεων που θα επιδιώξουν ανατροπές. Τέλος, αναφέρεται στο Κέντρο, το οποίο χρησιμοποιείται από τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ ως ένα ρητορικό σχήμα προσέλκυσης ψήφων.

 

Πώς θα περιέγραφες το προφίλ της κυβέρνησης;

Πριν από τις εκλογές του 2019 είχα εφεύρει έναν όρο: «νεοφιλοφασισμός» (νεοφιλελευθερισμός+φασισμός). Τότε τον θεώρησα υπερβολικό και ο στόχος μου ήταν να αναφερθώ σαρκαστικά στην Νέα Δημοκρατία. Η κυβέρνηση είναι σαφές πως αποδεικνύει, με κάθε τρόπο, ότι αυτός ο όρος δεν είναι και τόσο υπερβολικός. Προσπαθεί να συνδυάσει έναν ακραίο νεοφιλελευθερισμό με μια συνεχή και σταθερή διολίσθηση προς τα ακροδεξιά. Ας μην ξεχνάμε ότι το πρώτο κράτος στον κόσμο που εφαρμόστηκε ο νεοφιλελευθερισμός ήταν η πιο στυγνή μεταπολεμική δικτατορία· η Χιλή του Πινοσέτ. Με όλες αυτές τις πρακτικές αυταρχισμού η κυβέρνηση και χρησιμοποιώντας διαρκώς το πρόσχημα της πανδημίας, μας πείθει ότι δεν έχει ιδιαίτερο πρόβλημα να διολισθήσει προς μια ακροδεξιά κατεύθυνση.

 

Ποιο είναι το όραμά της; Γιατί φτάνει σε σημείο να ξηλώσει όλες τις κατακτήσεις της μεταπολίτευσης;

Σε πολιτικό επίπεδο, πράγματι, θέλει να ματαιώσει τη μεταπολίτευση. Ιδανική πολιτική κατάσταση, τουλάχιστον για την ηγεσία της ΝΔ, θα ήταν μια κουτσουρεμένη δημοκρατία του μετεμφυλιακού κράτους. Σε ταξικό επίπεδο, δηλαδή όσον αφορά τα οικονομικά και εργασιακά ζητήματα, υπάρχει μια συνειδητή στρατηγική πρακτικής εφαρμογής νεοφιλελεύθερων θεωριών. Οπότε, το «ξήλωμα» έρχεται ως συνέπεια.

 

Πώς καταφέρνει να προσελκύει στο κόμμα της κόσμο από τα άκρα Δεξιά μέχρι το ακραίο Κέντρο και το Κέντρο; Ποια είναι η συγκολλητική ουσία;

Ο όρος «ακραίο Κέντρο» είναι αποκαλυπτικός. Πρόκειται για ένα Κέντρο αντιαριστερό και άκρως νεοφιλελεύθερο. Από την άλλη, η εκπροσώπηση του πολιτικού φιλελευθερισμού εντός της ΝΔ ήταν αρκετά ισχυρή –αν και ποτέ κυρίαρχη–κατά τις πρώτες μεταδικτατορικές δεκαετίες. Δεν νομίζω ότι πλέον έχουν απομείνει, με τρόπο που να έχουν ισχυρή φωνή στη Νέα Δημοκρατία, Κεντρώοι με την έννοια του πολιτικού φιλελεύθερου.

 

Το Κέντρο έχει γίνει το μήλον της έριδος για τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, με το κάθε κόμμα να το διεκδικεί. Πρόκειται για πολιτικό χώρο, κατά τη γνώμη σου;

Είναι μεγάλη κουβέντα το τι σημαίνει τώρα το Κέντρο και το τι σήμαινε ιστορικά. Από το Μεσοπόλεμο έως τη δεκαετία του ’80, το Κέντρο, με μία έννοια ταυτόχρονα κοινωνική και πολιτική, ήταν η σοσιαλδημοκρατία. Εξέφραζε μια δύναμη συμβιβασμού μεταξύ του κυρίαρχου τμήματος της αστικής τάξης και των εργαζόμενων. Και η στρατηγική συμβιβασμού που εξέφραζε ήταν η έννοια του κοινωνικού κράτους. Προσπαθούσε να ενσωματώσει, κατά τρόπο ομαλό, τα κατώτερα και μεσαία στρώματα στο καπιταλιστικό σύστημα. Και από την άλλη, τα στρώματα αυτά διεκδικούσαν τα αιτήματά τους. Ήταν, λοιπόν, μια δύναμη ισορροπίας. Πιστεύω ότι πλέον ο όρος Κέντρο, πολιτικά και κοινωνικά, δεν έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία. Σήμερα χρησιμοποιείται με όρους ευκαιριακούς και ιδεολογικούς. Κέντρο σημαίνει να μην παρασυρόμαστε από τα άκρα. Πρόκειται για μια πολιτική ρητορική, που χρησιμοποιείται εκατέρωθεν. Είναι άλλο να μιλάς για τα μεσαία στρώματα ως ταξικές δυνάμεις  και άλλο να αναφέρεσαι σε κάτι αφαιρετικό που υποτίθεται ότι έχει και μια ιδεολογική διάσταση και να το ονομάζεις Κέντρο. Χρησιμοποιείται, θα έλεγα, ως ρητορικό σχήμα προσέλκυσης ψήφων.

 

Έχεις την αίσθηση ότι έχει εξαφανιστεί ο δημόσιος διάλογος; Δεν παρουσιάζεται κανενός είδους αντιπολιτευτικός λόγος, είτε από τα κόμματα της αντιπολίτευσης είτε από την κοινωνία, σε ό,τι πράττει αυτή η κυβέρνηση.

Τα περισσότερα ιδιωτικά κανάλια, ούτως ή άλλως λόγω ταξικών συμφερόντων, δεν θα παρουσίαζαν τον αντιπολιτευτικό λόγο, με λίστα Πέτσα ή χωρίς. Και πριν από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, είχα γράψει ένα βιβλίο σχετικά, ήταν εντυπωσιακό το πώς υπήρχε μια προπαγανδιστική σύγκλιση από όλα τα Μέσα, ιδιωτικά και κρατικά, όσον αφορά την Αριστερά. Τώρα αυτό επαναλαμβάνεται σε ακόμα πιο ακραίο βαθμό, με τον ασφυκτικό αποκλεισμό κάθε αριστερής φωνής να είναι συστηματοποιημένος. Πιθανόν να θεωρούν ότι αρκετά έκανε η Αριστερά που την άφησαν να κυβερνήσει επί τεσσεράμισι χρόνια  και τώρα πρέπει να απαλλαγούμε από αυτή.

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ δέχεται επίθεση από τη ΝΔ ως ο δεύτερος πόλος ενός δικομματισμού ή σε μία αντιαριστερή βάση;

Πιστεύω ότι είναι και τα δύο. Υπάρχουν δύο στρατηγικές, οι οποίες δυστυχώς είναι αρκετά αποτελεσματικές. Η πρώτη έχει αντιαριστερό στίγμα. Θεωρεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και αν εφάρμοσε μνημόνια, είναι ένα αριστερό κόμμα και ως τέτοιο πρέπει να εξαφανιστεί. Η δεύτερη που θεωρεί τον ΣΥΡΙΖΑ ως έναν άλλο πόλο είναι, θα έλεγα, η εναλλακτική στρατηγική της δεξιάς απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Σε ένα βαθμό κάποιες δυνάμεις του συστήματος θα ήθελαν μια μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ προς μια «σοσιαλδημοκρατικοποιημένη-νεοφιλελευθεροποιημένη» κατεύθυνση, διότι αυτό θα ήταν ένα πρώτο βήμα αφομοίωσης του ΣΥΡΙΖΑ από το σύστημα. Αυτή η στρατηγική, προς το παρόν, έχει μπει στην άκρη. Όμως η παρουσία αρκετών δημοσιογράφων που αυτοτοποθετούνται αρκετά κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ, πιθανόν να παίζουν ένα ρόλο, ώστε να ενεργοποιηθεί η δεύτερη στρατηγική.

 

Έχουμε την αίσθηση ότι το τελευταίο διάστημα η επιθετικότητα είναι ιδιαίτερα οξεία. Για παράδειγμα, ο χαρακτηρισμός «σκοτεινό διάλειμμα» από τον Κ. Μητσοτάκη προς την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είναι ακραίος.

Πέρα από το αντιαριστερό και αντισυριζαϊκό μένος, στο λόγο της Δεξιάς, σε διεθνές επίπεδο, υπάρχει από την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και έπειτα μια πεποίθηση ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι ιστορική νομοτέλεια. Και οτιδήποτε  αντιστέκεται σε αυτόν είναι σαν να αντιστέκεται σε αυτή την ιστορική νομοτέλεια. Το είδαμε στη θεωρία του Φουκουγιάμα περί τέλους ιστορίας, μέχρι την Θάτσερ που έλεγε ότι δεν υπάρχει εναλλακτική ή την ιδεολογική εμμονή στα νεοφιλελεύθερα δόγματα με την προσήλωση  στην εφαρμογή των μνημονίων. Είναι θα έλεγα γενικά μια «αγανάκτηση» του νεοφιλελευθερισμού, σε οτιδήποτε τολμά να αμφισβητήσει αυτή τη νομοτέλεια.

 

Μαζεύεται η «αγανάκτηση» και από την άλλη πλευρά, όμως.

Εκ των πραγμάτων. Ιδίως με την κρίση της πανδημίας βλέπουμε ότι το σύστημα αδυνατεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Πλέον, σε πολύ κόσμο είναι εμφανή τα αδιέξοδα του συστήματος, ιδιαίτερα όσον αφορά τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους. Οι γνήσιοι εκφραστές των κυρίαρχων δυνάμεων δεν πρόκειται να αλλάξουν απόψεις ούτε να εγκαταλείψουν έτσι εύκολα. Σίγουρα, όμως, αναπτύσσονται δυνάμεις που θα επιδιώξουν ανατροπές. Είναι, όμως, πολύ νωρίς να δούμε προς τα πού θα εξελιχθεί αυτή η αμφισβήτηση. Πιστεύω ότι όλα είναι θέμα πολιτικής οργάνωσης. Πώς όλες αυτές οι δυνάμεις, που εκφράζονται είτε λόγω δυσαρέσκειας από το γεγονός ότι το σύστημα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την πανδημία είτε λόγω προβλημάτων που προκύπτουν από την καταστροφική αντιπεριβαλλοντική πολιτική είτε λόγω της μη ικανοποίησης σύγχρονων αιτημάτων, θα οργανωθούν πολιτικά; Νομίζω ότι τα πράγματα δεν είναι και τόσο αισιόδοξα, προς το παρόν. Δεν έχει αναπτυχθεί μια πολιτική δύναμη, ικανή να αμφισβητήσει το σύστημα.

 

Στις 17 Νοέμβρη είδαμε να συσπειρώνεται ο χώρος της Αριστεράς, με αυτή τη συμμαχία να μην προχωρά. Δεν είναι αναγκαίες τέτοιες κινήσεις, σε αυτούς τους καιρούς που ζούμε;

Τότε, και εγώ, για πρώτη φορά άρχισα να είμαι λίγο λιγότερο απαισιόδοξος σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα συμμαχίας μεταξύ των αριστερών δυνάμεων. Αυτό κράτησε πολύ λίγο. Μετά άρχισαν πάλι οι αντιπαραθέσεις, το ΚΚΕ να ταυτίζει στη ρητορική του τον ΣΥΡΙΖΑ με τη ΝΔ, και χάθηκε κάθε στιγμή σύμπνοιας.

 

Σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα που θεσμοθετεί η ΝΔ, γιατί δεν αλλάζει η δημοσκοπική εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ;

Ο κόσμος, από τη μια, ακόμα αισθάνεται απογοήτευση από τον ΣΥΡΙΖΑ, που αναγκάστηκε να εφαρμόσει μνημόνια, και, από την άλλη, η ταυτοτική κρίση του ΣΥΡΙΖΑ αλλοιώνει το στίγμα. Επικρατεί μια τάση, ιδίως στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, να αμφισβητηθεί στην πράξη ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας του. Το είδαμε, για παράδειγμα, στη σύμβαση του Ελληνικού. Ταυτόχρονα, υπερτερεί ο αρχηγισμός, σε συνδυασμό με την υποβάθμιση της εσωκομματικής δημοκρατίας. Είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι ρεαλισμός και ριζοσπαστισμός πάνε μαζί. Δεν πιστεύω ότι ο κόσμος δεν θέλει αριστερό ριζοσπαστισμό.

 

Πηγή: Η Εποχή