Δεν υπάρχει κόμμα εξουσίας, στην Ελλάδα ή αλλού, που να χάνει εκλογές και να μην αμφισβητεί την ηγεσία του. Τούτο δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι αλλάζει η ηγεσία ενός κόμματος κάθε φορά που χάνει σε κάποια εκλογική αναμέτρηση. Αμφισβητείται, όμως, ποικιλοτρόπως.
Αρχίζουν οι «γκρίνιες» από μέλη και στελέχη, καλείται η ηγεσία να εξηγήσει τις αιτίες της αποτυχίας ή τουλάχιστον να δώσει απολογισμό για την προεκλογική τακτική που ακολούθησε. Και δικαιολογημένα, σ’ έναν βαθμό. Στον κοινοβουλευτισμό, δουλειά της ηγεσίας ενός κόμματος εξουσίας είναι πρώτα και κύρια να κερδίζει εκλογές. Δεν υπάρχει αρχηγός ισχυρού κόμματος που να χάνει εκλογές και να μην «αισθάνεται την καρέκλα του να τρίζει».
Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, μετά την ήττα των εκλογών του 2019, συνέβη το αντίστροφο. Η ηγεσία άρχισε να αμφισβητεί το κόμμα. Ηταν όντως το κόμμα αυτό που άρχισε να αμφισβητείται (από την ηγεσία) και μάλιστα στην πράξη: η δημοκρατική οργανωτική του δομή, η αριστερή ιδεολογική του φυσιογνωμία, ο ίδιος του ο τίτλος.
Με αποκορύφωμα το 3ο Συνέδριο, όπου ο κεντρικός θεσμός του κόμματος, το αντιπροσωπευτικό σώμα, στο οποίο συζητιούνται και αποφασίζονται η ιδεολογική ταυτότητα και η πολιτική στρατηγική, υπερψήφισε την πρόταση της ηγεσίας να απεμπολήσει τη δυνατότητα να εκλέγει εκείνο τα όργανα που θα υποχρεούνται να τηρούν και να εφαρμόζουν τις αποφάσεις του: τον πρόεδρο και την Κεντρική Επιτροπή. Η έμπρακτη αμφισβήτηση του κόμματος, εν προκειμένω, δεν οδηγεί σε απλή αλλαγή, αλλά στην ουσιαστική αναίρεσή του ως κόμματος της Αριστεράς, και στην υποκατάστασή του από ένα πασοκοειδές άθροισμα οπαδών.
Από πού προέκυψε, λοιπόν, αυτή η παντοδυναμία της συγκεκριμένης ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, που της επέτρεψε να αντιστρέψει άρδην τη φυσική ροή των πραγμάτων και να καταργήσει εκείνη το κόμμα, αντί το κόμμα να την αλλάξει ή έστω να την αμφισβητήσει; Διαθέτει μήπως κάποιες υπερφυσικές ικανότητες; Προφανώς όχι, αν και ο οπαδισμός ορισμένων, καθώς και το δέος με το οποίο κάποιοι αντιμετωπίζουν την ηγεσία, φαίνεται πως τείνει προς αυτή την πεποίθηση. Για μια ακόμη φορά, θα πρέπει να αναζητήσουμε την αιτία στη σφαίρα της ιδεολογίας –η οποία όμως, όπως πάντα, στηρίζεται σε μια πραγματική ιστορική βάση.
«Αλέξης Τσίπρας, ο εφιάλτης της Ευρώπης: Ο οδηγός που κινείται στο αντίθετο ρεύμα», ήταν η λεζάντα που συνόδευε ολοσέλιδη φωτογραφία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στο εξώφυλλο του γερμανικού περιοδικού «Spiegel», λίγο μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015. Ηταν η αρχή μιας εποποιίας πανευρωπαϊκών και παγκόσμιων διαστάσεων, στην οποία για περίπου εννέα μήνες η Ελλάδα έμελλε να βγει από το περιθώριο μιας ήσσονος πολιτικοοικονομικής σημασίας χώρας της νοτιοανατολικής Ευρώπης και να βρεθεί στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος, από φίλους και εχθρούς της Αριστεράς.
Τούτη η τεραστίων διαστάσεων διαμάχη, ακόμη και στην πιο ηρωική (από πλευράς Αριστεράς) πρώτη περίοδο, παιζόταν εξαρχής με όρους που υπαγόρευε ο αντίπαλος –ήτοι οι «θεσμοί». Μέσα στο γενικότερο πλαίσιο υπονόμευσης της εθνικής κυριαρχίας που υπαγορεύουν οι θεσμοί της Ευρωζώνη ήταν ούτως ή άλλως αναπόφευκτη η αυτονόμηση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ από το υπόλοιπο κόμμα ως προς τις πιο κρίσιμες αποφάσεις που αφορούσαν, εκείνη την ιστορική στιγμή, τη μοίρα του ελληνικού λαού. Η μάχη δινόταν σε επίπεδο ηγεσιών: ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ εναντίον Ντάισελμπλουμ, Μέρκελ, Σόιμπλε…
Τόσο κατά την περίοδο της αντίστασης όσο και μετά, κατά την περίοδο του συμβιβασμού και των διαπραγματεύσεων, η ηγεσία εκ των πραγμάτων έπαιρνε αποφάσεις κατά μόνας. Δεν θα προσφύγω σε ψυχολογικού τύπου ερμηνείες, όπως «καλόμαθε» ή «πήραν τα μυαλά της αέρα». Και τούτο, διότι πρόκειται για μια ιδεολογία που –με εξαίρεση την αναταραχή που κατέληξε στη διάσπαση του καλοκαιριού του 2015– είχε περάσει σε ολόκληρο το κόμμα. «Αφού η ηγεσία παλεύει με θεούς και δαίμονες, ας την αφήσουμε στην ησυχία της να κάνει τη δουλειά της, όπως εκείνη κρίνει σκόπιμο», ήταν το λίγο πολύ ασυνείδητο ιδεολόγημα που είχε επικρατήσει στη σκέψη της μεγάλης πλειονότητας των μελών και στελεχών, καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας.
Ετσι προέκυψε τούτη η πρωτοφανώς δυσανάλογη κατανομή ισχύος μεταξύ ηγεσίας και κόμματος. Η οποία όμως, στο επίπεδο της ιδεολογίας, εξακολουθεί να επικρατεί, τρία χρόνια μετά την προσγείωση στη σκληρή πραγματικότητα της απώλειας της κυβερνητικής εξουσίας. Οι αποφάσεις της ηγεσίας τώρα δεν αφορούν την –όποια– μοίρα του ελληνικού λαού. Αλλά το δύσμοιρο κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, το οποίο και οδηγούν στην (αυτο)κατάργησή του.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών