Macro

Κύρκος Δοξιάδης: Η ιδεολογική κρίση του κομματικού συστήματος

Ένα από τα χαρακτηριστικά των αληθινά μεγάλων συγκεντρώσεων είναι πως όση ώρα συμμετέχεις σε αυτές δεν μπορείς να καταλάβεις πόσο μεγάλες είναι. Το καταλαβαίνεις μετά, όταν αποχωρείς και αρχίζεις να απομακρύνεσαι, από το πόσο μακριά χρειάζεται να φτάσεις μέχρι να αρχίσεις να περπατάς άνετα, και ιδίως τις επόμενες ώρες και ημέρες, από τις εντυπωσιακές φωτογραφίες. Υπάρχει και ένα ακόμη κριτήριο, που απορρέει από τη στατιστική και τη θεωρία των πιθανοτήτων: από το αν βλέπεις ή όχι γνωστούς σου – εγώ όσες ώρες ήμουν εκεί (στο Σύνταγμα), συμπεριλαμβανομένης της ώρας της αποχώρησής μου, δεν είδα ούτε έναν.

Το τελευταίο, εκτός από πιθανολογική ένδειξη του μεγέθους της συγκέντρωσης, στη συγκεκριμένη περίπτωση μαρτυρεί και κάτι ακόμη: την τεράστια απόσταση που χωρίζει τα συλλαλητήρια της περασμένης Παρασκευής από τους φορείς της οργανωμένης Αριστεράς. Το πρωτοφανές ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού που διαδήλωσε την οργή και την αγανάκτησή του στη δεύτερη επέτειο των Τεμπών είναι πολλαπλάσιο των μελών των (όποιων) κομμάτων της Αριστεράς – πιθανότατα και των (τωρινών) ψηφοφόρων τους. Η εν λόγω απόσταση φάνηκε και στο περιεχόμενο των ομιλιών. Στην Αθήνα, που τις άκουσα όλες, είχες την αίσθηση πως οι ομιλητές/ήτριες (φοιτητές/ήτριες, συγγενείς των θυμάτων, σιδηροδρομικοί υπάλληλοι) συνειδητά απέφευγαν και την παραμικρή –έστω και έμμεση– επίκληση κομμάτων της Αριστεράς ή της αντιπολίτευσης γενικότερα.

Αυτό ήταν βέβαια ούτως ή άλλως αναμενόμενο – κανείς δεν θα ήθελε να κατηγορηθεί για απόπειρα κομματικοποίησης του συλλαλητηρίου. Υπήρχε όμως και κάτι άλλο: στις ομιλίες, αλλά και σε όσα συνθήματα άκουσα (ένα ήταν το κύριο: «Δολοφόνοι!»), εκτός από τον όρο «Αριστερά», έλειπε και ο όρος «Δεξιά». Ακουγόταν βέβαια η λέξη «κυβέρνηση», καθώς και το όνομα του πρωθυπουργού, αλλά χωρίς ιδεολογικό προσδιορισμό. Απουσίαζε λοιπόν η ιδεολογία από τα συλλαλητήρια;

Οχι. Οπως ορθά έχει ήδη ειπωθεί, δεν επρόκειτο για εκδηλώσεις πένθους, ούτε για «αντιπολιτικές» συγκεντρώσεις. Η οργή που εξέφραζαν τα πλήθη είχε άμεσα πολιτικό χαρακτήρα. Πέρα από το αίτημα να παραιτηθεί η κυβέρνηση ως πολιτικά υπεύθυνη, η απαίτηση να αποκαλυφθούν και να τιμωρηθούν οι ένοχοι δεν ήταν απλώς απαίτηση για απόδοση δικαιοσύνης, αλλά στόχευε στην καταγγελία ενός ολόκληρου συστήματος ανεξέλεγκτης πολιτικής και οικονομικής ισχύος. Υπάρχει και μια πιο άμεσα πολιτική διάσταση. Χωρίς να έχω υπ’ όψιν μου σχετική έρευνα, νομίζω πως μπορούμε άνετα να υποθέσουμε πως απουσίαζαν από τα συλλαλητήρια οι (τωρινοί) ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας. Ή αλλιώς, πως ένα τεράστιο ποσοστό όσων «έμειναν σπίτι τους» την Παρασκευή θα ψήφιζε Νέα Δημοκρατία.

Επιχειρώντας μια σχηματική αναλογία, θα λέγαμε λοιπόν ότι η εικόνα των μεγαλειωδών συγκεντρώσεων για τα Τέμπη, λαμβάνοντας υπ’ όψιν παρόντες και απόντες, ήταν μια γλαφυρή αντανάκλαση των πρόσφατων δημοσκοπήσεων. Τεράστιο ποσοστό θεωρεί την κυβέρνηση της Ν.Δ. υπεύθυνη και για το έγκλημα και για τη συγκάλυψη, ενώ η Ν.Δ. παραμένει σταθερά πρώτο κόμμα με μεγάλη διαφορά από όλα τα υπόλοιπα.

Υπάρχει στην Ελλάδα μια «κοινωνική Δεξιά», που εξασφαλίζει στο κύριο κόμμα της Δεξιάς μια σταθερά και διαχρονικά μεγάλη εκλογική στήριξη. Ο,τι και αν συμβεί, κοινωνικές ομάδες που η ταξική τους θέση δεν συμπλέει απαραίτητα με το μεγάλο κεφάλαιο, είναι πρόθυμες να στηρίξουν με την ψήφο τους το κόμμα της Δεξιάς – είτε μέσω πελατειακών διασυνδέσεων είτε εξαιτίας μιας μόνιμης ιδεολογικής ταύτισης με τον αντικομμουνισμό και το τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια».

Από την άλλη, οι κομματικές εκφράσεις της αντι-Δεξιάς, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, χαρακτηρίζονται από μια σχεδόν διαρκή κρίση αξιοπιστίας. Στο μυαλό του πολλού κόσμου, έχουν συγκροτηθεί και για τις δύο βασικές αντι-δεξιές δυνάμεις κάποιες καθοριστικής σημασίας, όπως φαίνεται, «αφηγήσεις απογοήτευσης». Ως προς την Κεντροαριστερά: από το σκάνδαλο Κοσκωτά στο σημιτικό ΠΑΣΟΚ που μας έβαλε στην ευρωζώνη, κατόπιν σε εκείνο του Γιώργου Παπανδρέου που μας έφερε το πρώτο Μνημόνιο, για να καταλήξουμε στο ΠΑΣΟΚ του Βαγγέλη Βενιζέλου που στήριξε την κυβέρνηση Σαμαρά και την εφαρμογή νέου Μνημονίου. Ως προς τη ριζοσπαστική Αριστερά: μετά την τριετία της ελπίδας και της αισιοδοξίας του ισχυρού αντιμνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ, είχαμε την εφαρμογή του τρίτου Μνημονίου. Και κατόπιν, σαν να μην έφτανε η εκλογική συντριβή του 2023, είχαμε την πλήρη γελοιοποίηση του κόμματος με την εκλογή Κασσελάκη στην προεδρία.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δύο μέρες μετά τα συλλαλητήρια, έκανε μια σχετική δήλωση στην οποία εκφραζόταν σαν να έγινε ΤΩΡΑ πρωθυπουργός. Προφανώς δεν μας θεωρεί τόσο ηλίθιους. Απλώς απολαμβάνει το προνόμιο ότι κυβερνά χωρίς ιδεολογικό αντίπαλο.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ