Είχα να ασχοληθώ στην αρθρογραφία μου με τον Στέφανο Κασσελάκη σχεδόν δυόμισι μήνες, ενώ πριν αποτελούσε σταθερό αναφερόμενο των άρθρων μου επί περίπου τεσσερισήμισι μήνες. Η συνεχής ενασχόληση τότε ήταν δικαιολογημένη. Ηταν το μοιραίο πρόσωπο που σηματοδότησε την καταστροφή του μεγάλου κόμματος της Αριστεράς –μια καταστροφή που με τη σειρά της πυροδότησε την αναπόφευκτη επανεκκίνηση από το μηδέν με τη δημιουργία νέου φορέα. Τώρα αισθάνομαι σχεδόν υποχρεωμένος να επανέλθω. Μπορεί να με χωρίζει πλέον αβυσσαλέο χάσμα -ιδεολογικό, πολιτικό, συναισθηματικό- από το θλιβερό απομεινάρι που ακόμη αποκαλείται «ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.», αλλά ο Στέφανος Κασσελάκης, παρ’ ότι δεν είναι βουλευτής ο ίδιος, εξακολουθεί να είναι ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και αυτή του η ιδιότητα δυστυχώς δεν είναι μόνο τυπική-θεσμική. Φαίνεται, μεταξύ άλλων, και στο γεγονός πως αναγκάζονται να ασχολούνται διαρκώς μαζί του και να τον προβάλλουν ακόμη και σοβαρά μέσα της Αριστεράς. Δεν μπορείς να έχεις αντιπολιτευτική στάση απέναντι στη Δεξιά και ταυτόχρονα να αγνοείς την αξιωματική αντιπολίτευση και τον αρχηγό της.
Από το πρώτο σχετικό άρθρο μου, μόλις είχε εμφανιστεί ως πιθανός υποψήφιος για την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ, είχα διατυπώσει την άποψη ότι πρόκειται για ένα δημιούργημα του κυρίαρχου κοινωνικο-πολιτικού καθεστώτος –δηλαδή του εγχώριου καπιταλισμού και των (εγχώριων και πιθανώς διεθνών) πολιτικών δυνάμεων που τον στηρίζουν. Επιμένω και τώρα σε αυτή την άποψη. Κατά την εξέλιξη της αναλυτικής μου προσέγγισης εντόπισα τον αληθινό στόχο της συγκεκριμένης στρατηγικής των κυρίαρχων κοινωνικο-πολιτικών δυνάμεων. Η άλωση της ηγεσίας του κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν αποσκοπούσε στη μετατροπή του εν λόγω κόμματος σε κεντροδεξιό φορέα ως εναλλακτική, ας πούμε, προς τη Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη. Τούτο θα ήταν και δομικά δύσκολο έως ανεπίτευκτο. Αλλά στην πλήρη ματαίωση του ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο ως αριστερού κόμματος, αλλά και ως κόμματος εξουσίας εν γένει –ως κόμματος ικανού να διεκδικήσει σοβαρά εκ νέου την κυβερνητική εξουσία. Η κατασκευή της πολιτικής περσόνας «Στέφανος Κασσελάκης» επομένως όφειλε να υπακούει σε ανάλογες προδιαγραφές.
Η γελοιοποίηση του πολιτικού αντιπάλου κατέχει σημαίνουσα θέση στην ιστορία των πολιτικών αντιπαραθέσεων. Μάλλον η πιο ακραία μορφή ήταν η υποχρεωτική κατάποση ρετσινόλαδου ως μέθοδος βασανιστηρίων που χρησιμοποιούσαν τα φασιστικά καθεστώτα του Μουσολίνι και του Μεταξά –κατά την οποία το θύμα, ταυτόχρονα με την αφόρητη σωματική κακοποίηση, υφίστατο και τον έσχατο εξευτελισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του. Μια ασύγκριτα ηπιότερη αλλά και ευρύτατα διαδεδομένη μορφή πολιτικής γελοιοποίησης είναι βέβαια η πολιτική γελοιογραφία. Πέρα από την απουσία σωματικής κακοποίησης, η βασική διαφορά έγκειται στο ότι, ενώ στην πρώτη περίπτωση η γελοιοποίηση περιορίζεται στους κλειστούς χώρους όπου συντελούνται στη νεωτερικότητα τα βασανιστήρια, στην περίπτωση της γελοιογραφίας η επίτευξη της καταρράκωσης της αξιοπρέπειας του αντιπάλου στηρίζεται στο ιδιαζόντως νεωτερικό πεδίο άσκησης πολιτικής, ήτοι στη σφαίρα της δημοσιότητας.
Στις συνθήκες της -συστηματικά υπονομευμένης έστω- κοινοβουλευτικής δημοκρατίας το δεξιό καθεστώς δεν διαθέτει βέβαια τη δυνατότητα του εξευτελισμού και της γελοιοποίησης των αντιπάλων του με τη μέθοδο των βασανιστηρίων. Διαθέτοντας όμως συντριπτική υπεροπλία στα μέσα μαζικής επικοινωνίας που το στηρίζουν, αναμενόμενο είναι να επικεντρώνεται σε επικοινωνιακές μεθόδους. Στη σύγχρονη εποχή, στην οποία υπερέχουν αδιαφιλονίκητα τα οπτικο-ακουστικά μέσα και η κινούμενη εικόνα, δεν αρκούν βέβαια οι πολιτικές γελοιογραφίες των δεξιών εφημερίδων. Το ελληνικό κοινωνικο-πολιτικό καθεστώς με την περίπτωση Κασσελάκη εφεύρε έναν νέο τρόπο γελοιοποίησης του αντιπάλου του, δηλαδή της Αριστεράς, που θα μπορούσαμε να τον αποκαλέσουμε «αρνητικό πολιτικό μάρκετινγκ». Τούτο συνίσταται κυρίως στη δημιουργία των επικοινωνιακών εκείνων συνθηκών διά των οποίων η ίδια η Αριστερά αυτογελοιοποιείται. Το ζητούμενο λοιπόν ήταν να κατασκευαστεί ένας «ηγέτης της Αριστεράς» ο οποίος θα κατέχει ένα βασικό προσόν: να τραβάει διαρκώς επάνω του τα φώτα της δημοσιότητας. ΜΟΝΟ αυτό το προσόν όμως. Ητοι να τραβάει διαρκώς τα φώτα της δημοσιότητας επάνω του όπως μια δημοφιλής τηλεπερσόνα ή ένας επιτυχημένος παίκτης σε ριάλιτι.
Από εκεί και πέρα τα πράγματα βαδίζουν «από μόνα τους» ούτως ειπείν. Μια τέτοια δημόσια περσόνα, που ταυτόχρονα κατέχει τη θέση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και που προσπαθεί να παίξει και αυτό τον ρόλο, είναι εγγυημένη συνταγή για την αυτογελοιοποίηση της Αριστεράς. Φανταστείτε κάποιον που κάνει στρατιωτική θητεία δεκατεσσάρων (14) ημερών ίσα ίσα για να εμφανιστεί στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου –όχι στην εξέδρα των επισήμων ως πολιτικός αρχηγός, αλλά ως φαντάρος που παρελαύνει. Και που εκείνες τις μέρες καλεί τον πρωθυπουργό να παραιτηθεί «με αξιοπρέπεια».
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι ομότιμος καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών