Παραδοσιακά, υπήρχαν δύο κυρίαρχες αναπαραστάσεις για την ευρέως εννοούμενη Αριστερά. Η πρώτη ήταν η Αριστερά του οραματισμού. Εκείνη που αντιλαμβανόταν τον εαυτό της ως φορέα επαναστατικών αξιών και ως εκφραστή κοινωνικών δυνάμεων, που με πρωτοπόρα την ίδια θα οδηγήσουν την ανθρωπότητα στο όραμα μιας αληθινά δίκαιης κοινωνίας, χωρίς ανισότητες και με γνήσια ελευθερία για όλους –στην παγκόσμια αταξική κοινωνία, σύμφωνα με την κλασική μαρξιστική σύλληψη. Η άλλη ήταν η Αριστερά του ρεαλισμού. Η Αριστερά που αυτοπροβαλλόταν ως εκείνη η πολιτική δύναμη που είναι ικανή, στο πλαίσιο του υπάρχοντος συστήματος, να επιλύει τα επιμέρους προβλήματα των κατώτερων και μεσαίων τάξεων -που σημαίνει να απαλύνει με μεταρρυθμιστικές πολιτικές τις δυσβάσταχτες συνθήκες διαβίωσης που τους επιβάλλει ο καπιταλισμός.
Τα κομμουνιστικά κόμματα και οι διάφορες εκδοχές της (προ νεοφιλελευθεροποίησης) σοσιαλδημοκρατίας ήταν προφανώς οι δύο κύριες εκφάνσεις των εν λόγω διακριτών αντιλήψεων περί Αριστεράς. Οχι ότι δεν υπήρχε ώσμωση μεταξύ των δύο. Κομμουνιστικά κόμματα ακολουθούσαν μεταρρυθμιστικές πολιτικές και σοσιαλδημοκρατικά ασπάζονταν σοσιαλιστικά οράματα.
Ούτως Ή άλλως όμως, πρόκειται για ιδεολογικές αναπαραστάσεις. Για το πώς αντιλαμβανόταν και πρόβαλλε τον εαυτό της η μία Αριστερά και η άλλη στο επίπεδο της ιδεολογίας. Στο πεδίο της πολιτικής πρακτικής, η σχέση τής εκάστοτε οργανωμένης Αριστεράς με τον κόσμο που ήθελε να έχει μαζί της προσδιοριζόταν κυρίως από παράγοντες κάπως πιο «πεζούς» ήτοι πιο υλικούς. Η (όποια) ηγεμονία της (όποιας) Αριστεράς στις κατώτερες και μεσαίες τάξεις ποτέ δεν ήταν «σκέτα» ιδεολογική. Καθίστατο εφικτή στον βαθμό που κατόρθωνε να πείθει τις λαϊκές μάζες ότι μπορεί πρακτικά να εκπροσωπήσει και να ικανοποιήσει τα συμφέροντά τους αλλά και τις ανάγκες τους.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Αριστερά του οραματισμού, η κομμουνιστική Αριστερά, είχε ισχυρή απήχηση στις μάζες υπό συνθήκες έκτακτης ανάγκης – ναζιστική κατοχή και σκληρές στρατιωτικές δικτατορίες: όταν η συνολική ανατροπή του υπάρχοντος καθεστώτος ήταν ζήτημα επιβίωσης, ιδίως για τις κατώτερες και μεσαίες τάξεις. Οι κομμουνιστές έπειθαν με τις πράξεις τους και με την αυταπάρνησή τους ότι μπορούν να οργανώσουν το λαϊκό κίνημα προς την κατεύθυνση μιας αποτελεσματικής αντίστασης, διαφυλάσσοντας ταυτόχρονα τον πολύ κόσμο από τη θανατηφόρα πείνα και εξαθλίωση. Σε τέτοιες υλικές συνθήκες, το όραμα μιας αληθινά δίκαιης και ελεύθερης κοινωνίας ήταν ικανό να εμπνέει και να εμψυχώνει τους λαϊκούς αγώνες. Από την άλλη, σε συνθήκες (σχετικής, έστω) κοινωνικής συνοχής, δημοκρατίας και ισχυρού κοινωνικού κράτους, η σοσιαλδημοκρατία (ενίοτε και τα «ευρωκομμουνιστικά» κόμματα), ως Αριστερά του ρεαλισμού, ήταν και πρακτικά πιο πειστική, διότι ήταν εκείνη η πολιτική δύναμη που καταξίωνε την ύπαρξή της επί τη βάσει μιας πρακτικής που εξασφάλιζε τα συμφέροντα των λαϊκών τάξεων στο πλαίσιο ακριβώς του κοινωνικού κράτους.
Με άλλα λόγια, και στη μια και στην άλλη περίπτωση, ανεξάρτητα, σ’ έναν βαθμό, από τις ιδεολογικές αναπαραστάσεις του εαυτού της, η Αριστερά έπειθε λύνοντας προβλήματα. Προβλήματα επιβίωσης και άμυνας εναντίον τυραννικών καθεστώτων στη μία περίπτωση, προβλήματα βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου και άμβλυνσης των συνεπειών που επιφέρουν οι κοινωνικές ανισότητες στην άλλη.
Στον σύγχρονο κόσμο, ιδίως στις «αναπτυγμένες» χώρες, η κατάσταση που επικρατεί δεν προσομοιάζει ούτε στη μια ούτε στην άλλη περίπτωση. Ούτε στυγνές στρατιωτικές τυραννίες ούτε δημοκρατίες με ισχυρό κοινωνικό κράτος. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως οι λαϊκές τάξεις δεν έχουν σοβαρά προβλήματα που επιζητούν λύση –κάθε άλλο. Φτωχοποίηση, γενικευμένη επισφάλεια στις εργασιακές σχέσεις, διευρυνόμενες ανισότητες στην εκπαίδευση, οικολογική καταστροφή, ολέθριες –υγειονομικές και οικονομικές– συνέπειες της ανικανότητας του συστήματος να αντιμετωπίσει επαρκώς την πανδημία, άνοδος της Ακροδεξιάς στη συστημική ή στην «αντισυστημική» της εκδοχή. Εμφανής κοινός παρονομαστής όλων των επιμέρους προβλημάτων: το ίδιο το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα.
Ο σύγχρονος, δηλαδή ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός δεν είναι ένα αναγκαίο στάδιο στην ιστορική πορεία της ανθρωπότητας που κάποτε «μοιραία» θα ξεπεραστεί. Είναι ένα τεράστιο πρόβλημα των σύγχρονων κοινωνιών, άμεσα υπεύθυνο για όλα τα επιμέρους σοβαρά προβλήματα, που επιζητεί επειγόντως τη λύση του –η οποία δεν μπορεί παρά να συνίσταται στην ανατροπή του. Η Αριστερά θα ξανακερδίσει τον κόσμο της, τις λαϊκές τάξεις, αν τις πείσει ότι δεν έρχεται απλώς για να «διαχειριστεί καλύτερα» τα επιμέρους προβλήματά τους, αλλά ότι είναι ικανή να τους λύσει ΤΟ πρόβλημα– που δεν είναι άλλο από τον καπιταλισμό. Η έμπρακτη διασύνδεση των ειδικότερων προβλημάτων με το γενικότερο που τα περικλείει θα της επιτρέπει να αυτοπροσδιορίζεται ως ταυτόχρονα ρεαλιστική και οραματική.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών