Συνεντεύξεις

Σοφία Βιδάλη: «Το έγκλημα στα Γλυκά Νερά αποδομεί όλα τα στερεότυπα της ελληνικής κοινωνίας»

Το έγκλημα στα Γλυκά Νερά έχει συγκλονίσει την κοινωνία από την αρχή της δημοσιοποίησής του και ακόμα περισσότερο μετά την ομολογία του δράστη. Θα μας κάνετε ένα πρώτο σχόλιο;

Το έγκλημα στα Γλυκά Νερά συνέπεσε με μια ευρύτερη συζήτηση που γινόταν το τελευταίο διάστημα για την εγκληματικότητα, καθώς είχαν προηγηθεί και κάποιες δολοφονίες με συμβόλαια θανάτου. Είμαστε σε μια φάση που, για διαφορετικούς λόγους και με διαφορετικούς τρόπους, έχουμε μια πιο έντονη παρουσία του σοβαρού εγκλήματος και ειδικά των ανθρωποκτονιών. Αυτό πρέπει να το δούμε πιο ουσιαστικά το προσεχές διάστημα. Δεν ξέρω αν υποδηλώνει μια αύξηση της εγκληματικότητας ή όχι, όπως και της ενδοοικογενειακής βίας, παρότι ακούγεται έντονα το τελευταίο διάστημα. Υπάρχει μεν ο παράγοντας της πανδημίας και της καραντίνας, αλλά δεν υπάρχει καμία ουσιαστική έρευνα για το ζήτημα. Το έγκλημα στα Γλυκά Νερά προφανώς είναι ένα ειδεχθές έγκλημα, το οποίο δεν αντιστοιχεί στα γενικά ποιοτικά χαρακτηριστικά του εγκλήματος στην Ελλάδα. Ωστόσο, αν τα πράγματα είναι όπως φαίνονται, δείχνει την ποιότητα των κοινωνικών σχέσεων και το πώς λύνονται τα προβλήματά που ανακύπτουν, αν αναλογιστούμε και άλλα τέτοια εγκλήματα. Πέραν τούτου, το πραγματικό κίνητρο του δράστη μάλλον είναι ακόμα υπό συζήτηση, με βάση τα δημοσιεύματα. Θα περίμενα, ωστόσο, την τελική κρίση των ανακριτικών αρχών, καθώς η έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη. Κατά τ’ άλλα εκτιμώ ότι έχει γίνει μια υπερβολική επικοινωνιακή διαχείριση του σε σχέση με τη διάπραξή του. Παρότι, δηλαδή, πρόκειται για ένα πολύ σοβαρό έγκλημα, δεν είναι δυνατόν να μονοπωλεί τις ειδήσεις εδώ και 40 μέρες.

 

Πράγματι, η δημοσιότητα της δολοφονίας έλαβε εξαρχής μεγάλες διαστάσεις, κατασκευάζοντας, μάλιστα, μια εικόνα περί ευτυχισμένης οικογένειας, που έζησε μια τραγωδία λόγω κάποιων μεταναστών κακοποιών, χωρίς κανένα στοιχείο για όλα αυτά. Τι καταδεικνύει αυτό;

Το έγκλημα αυτό –αν τα πράγματα είναι έτσι όπως δημοσιοποιούνται– έχει αποδομήσει όλα τα στερεότυπα της ελληνικής κοινωνίας τα τελευταία 20 χρόνια: για τον καλό γάμο, για το ποιος είναι ο εγκληματίας, για τα ζητήματα ασφάλειας, για τον ρόλο των προσφύγων και μεταναστών στην κοινωνία κτλ. Η διαχείρισή του έδειξε καθαρά πως υπάρχει μια προκατάληψη απέναντι σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, όπως και ότι η κοινωνία ακόμα επενδύει σε παραδοσιακές αντιλήψεις για τις σχέσεις των φύλων. Δεν είναι κατανοητό π.χ. γιατί θεωρούμε καλό και θεμιτό τον γάμο μιας έφηβης με κάποιον πολύ μεγαλύτερό της. Επίσης, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι όταν σημειώνονται τέτοιες δολοφονίες, υπάρχουν στοιχεία και πριν από αυτήν που καταδεικνύουν ότι κάτι δεν πάει καλά, αλλά η κοινωνία δεν έχει τα ανακλαστικά, ώστε να έχει ως κοινότητα μια αποτελεσματική παρέμβαση, ούτε υπάρχουν πρωτοβουλίες αυτά τα ζητήματα να αποτελούν αντικείμενο διαπαιδαγώγησης στο σχολείο, ώστε να υπάρχει πρόληψη. Αυτό πρέπει να είναι το αντικείμενο της δημόσιας συζήτησης και όχι το πότε έβγαλε ο δράστης το τσιπάκι από την κάμερα. Αυτό θα το αξιολογήσει η αστυνομία.

 

Αντί αυτών των ζητημάτων, όμως, η συζήτηση που βλέπουμε να γίνεται αφορά κυρίως στην αυστηροποίηση των ποινών. Ο υπουργός Δικαιοσύνης, κ. Τσιάρας, είχε μιλήσει, πριν την ομολογία, για αύξηση των ποινών για τα εγκλήματα που προκαλούν το κοινό αίσθημα. Θεωρείτε ότι υπήρξε και πολιτική εκμετάλλευση του γεγονότος από την κυβέρνηση;

Γενικά υπάρχει μια βιασύνη επίδειξης «έργου» στον τομέα της εγκληματικότητας και μια προσπάθεια αυστηροποίησης των ποινικών νόμων, της διαχείρισης των κρατουμένων κ.ο.κ. Αυτό είναι το ιδεολογικό υπόβαθρο και οι θέσεις της παρούσας κυβέρνησης, που αποτελούσαν εξάλλου μέρους και της προεκλογικής της ατζέντας κατά το μέρος που επικεντρώθηκε στην ασφάλεια ως ζήτημα του εγκλήματος του δρόμου, των αλλοδαπών κλπ. Αυτή, λοιπόν, η ατζέντα φαίνεται ότι εκτιμήθηκε πως επιβεβαιώνεται με αυτό το έγκλημα, όπως και με κάποια άλλα που έγιναν αυτή την περίοδο, και έτσι επιλέχθηκε να γίνουν διάφορες σχετικές δηλώσεις, επικηρύξεις κτλ. Βεβαίως έκαναν λάθος και δείχνει μία μονομέρεια στις αντιλήψεις των πολιτικά αρμοδίων προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση μόνο, και αυτό είναι ένας δείκτης αναξιοπιστίας, κατά τη γνώμη μου. Από εκεί και πέρα, για το ζήτημα των ποινών, δεν καταλαβαίνω γιατί θεωρούμε λίγο το να μείνει κάποιος 15 και 20 χρόνια στη φυλακή. Εδώ λέγαμε για το πόσο ψυχοφθόρος ήταν ο ημι-περιορισμός της καραντίνας και πώς οδήγησε, για παράδειγμα, στην αύξηση της χρήσης ουσιών. Καμία έρευνα πουθενά και ποτέ δεν έχει αποδείξει ότι η αύξηση των ποινών συνετέλεσε στη μείωση της εγκληματικότητας. Επομένως, η συζήτηση περί αύξησης των ποινών είναι προβληματική, μεταξύ άλλων και επειδή διαμορφώνει ένα κλίμα που ταυτίζει τη σοβαρότητα των κυβερνήσεων με την αυστηρότητα των ποινών (πράγμα άκρως παραπλανητικό), ενώ η πραγματικότητα είναι ότι αυξάνουμε τις ποινές γιατί είμαστε ανίκανοι στην αντιμετώπιση της εγκληματικότητας. Πρέπει, επίσης, να ξεκαθαρίσουμε αν ως πολιτική κοινωνία δίνουμε δεύτερη ευκαιρία στους στυγνούς εγκληματίες. Αν όχι, τότε αυτή η άποψη ταυτίζεται με την επαναφορά της θανατικής ποινής και είμαστε μακριά από τη δημοκρατία. Δημοκρατία δεν είναι μόνο να ψηφίζουμε, αλλά να κατανοούμε την αρνητική διάσταση που έχουν κάποιες κοινωνικές σχέσεις και να παρεμβαίνουμε, ώστε, αν δεν μπορούν να αποκατασταθούν, όπως σε περιπτώσεις ανθρωποκτονίας, να εξομαλύνονται.

 

Από την πλευρά της αστυνομίας, πώς κρίνετε τη δράση της; Μετά την ομολογία δηλώθηκε πως εξαρχής υποψιάζονταν τον σύζυγο, αλλά τελικά την ίδια στιγμή βασανιζόταν στην ΓΑΔΑ, προκειμένου να ομολογήσει, ένας μετανάστης.

Στο κομμάτι της εξιχνίασης φαίνεται ότι η αστυνομία κατάφερε μια επιτυχία, πλαισίωσε με στοιχεία την ομολογία, καθώς η ομολογία από μόνη της δεν φτάνει για να καταδικαστεί κάποιος. Επίσης, χειρίστηκε την υπόθεση με την απαραίτητη διακριτικότητα, προκειμένου να μην έχει απώλεια στοιχείων, και αξιοποίησε την τεχνολογία. Ταυτόχρονα, από άλλα γεγονότα επανακάμπτει το θέμα της παράνομης αστυνομικής βίας: ότι αποτελεί πλέον κοινοτοπία οι καταγγελίες σε βάρος της αστυνομίας για την κακομεταχείριση των συλληφθέντων κλπ, που σημαίνει ότι το θέμα έχει συστημικό χαρακτήρα: παράγεται και γίνεται δηλαδή ανεκτό μέσα από τη λειτουργία της αστυνομίας. Το ίδιο χρονικό διάστημα με την υπόθεση της δολοφονίας που συζητάμε, είχε υποβληθεί, άλλωστε, μήνυση στην ΓΑΔΑ για βασανισμό του Β. Μάγγου από αστυνομικούς, που δεν πήρε δημοσιότητα. Το αν αυτό το περιστατικό τώρα ήταν τυχαίο και πώς θα το διαχειρισθεί η ηγεσία της αστυνομίας, θα το δείξουν τα γεγονότα. Σίγουρα, όμως, τέτοιου είδους καταγγελίες είναι συχνές και δυστυχώς δεν βλέπουμε να ανοίγει η σχετική συζήτηση για τη συμπεριφορά των αστυνομικών απέναντι στους πολίτες. Θα πρέπει να δούμε κάποια στιγμή σοβαρά αυτό το ζήτημα και τι είναι προοδευτικό από πλευράς του κράτους Δικαίου για τον ρόλο της αστυνομίας. Αντί αυτού, όμως, στη δημόσια συζήτηση επικρατεί το ζήτημα της ασφάλειας και όλοι ασχολούνται με αυτό μόνο.

Πηγή: Η Εποχή