Σε δύο πρόσφατα άρθρα, του Βαγγέλη Γέττου («Ελληνικό: Ο επιτάφιος της κυβερνώσας ριζοσπαστικής Αριστεράς» – «tvxs», 26.3.2021) και του Δημήτρη Γιατζόγλου («Τίτλοι τέλους» – «Εφ.Συν.», 29.3.2021), με διαφορετικού τύπου επιχειρηματολογία στο καθένα, αλλά κατά ιδιαίτερα πειστικό τρόπο και στα δύο, αναδεικνύεται η άποψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως μετά την υπερψήφιση της σύμβασης του Ελληνικού, έπαψε πλέον να αποτελεί αποτελεσματική πολιτική δύναμη της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Δεν θα συνοψίσω εδώ τα άρθρα -θα τα αδικούσα-, παροτρύνω όμως όσους/ες δεν τα έχουν ήδη διαβάσει να το πράξουν. Διατηρώ απλώς ως αφετηρία των δικών μου προβληματισμών το εξαιρετικά απαισιόδοξο κοινό τους συμπέρασμα. (Βλ. και «Ποιον αφορά το “Ελληνικό”;» του Ειδικού συνεργάτη, «Εποχή», 27.3.2021, που δεν καταλήγει όμως σε ξεκάθαρα απαισιόδοξο συμπέρασμα.)
Το γεγονός της υπερψήφισης της σύμβασης του Ελληνικού από τον ΣΥΡΙΖΑ προσλαμβάνει όντως μια ιδιαίτερη σημασία, διότι έχει δύο διαστάσεις. Η πρώτη είναι η προφανής: πρόκειται για χειρονομία προσχώρησης στη λογική του ενδοτισμού στην ασυδοσία του μεγάλου κεφαλαίου στο όνομα της «προσέλκυσης των επενδύσεων». Η δεύτερη όμως ίσως είναι πιο σοβαρή.
Η απόφαση ελήφθη στον περιβόητο «πρωινό καφέ». Που αποδεικνύει με τον πιο αποκαρδιωτικά γλαφυρό τρόπο πως η συστηματική παραμέληση της εσωκομματικής δημοκρατίας και ο υποκειμενισμός που αναπόφευκτα συνοδεύει σημαντικές αποφάσεις οι οποίες λαμβάνονται σε στενό αρχηγικό κύκλο μοιραία κάποτε οδηγούν σε ολέθριες πολιτικές επιλογές.
Μια τεράστια μερίδα μελών και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ πλέον, που δεν περιορίζεται στους «53», μάλλον ούτε καν στο ευρύτατο φάσμα τάσεων και απόψεων που εκπροσωπούνται στην «Ομπρέλα», αντιμετωπίζει τώρα ένα υπαρξιακών διαστάσεων δίλημμα.
Οι περισσότεροι/ες από όσους/ες είχαμε παραμείνει στον ΣΥΡΙΖΑ μετά το καλοκαίρι του 2015 δεν το πράξαμε «ελαφρά τη καρδία». Ούτε όμως είχαμε μετανιώσει για αυτή μας την απόφαση. Δεν θα επαναλάβω εδώ τα χιλιοσυζητημένα επιχειρήματα των δύο πλευρών. Παραπέμπω απλώς στον τίτλο ενός από τα πιο πρόσφατα σχετικά άρθρα μου: «Εντός και εναντίον» («Εφ.Συν.», 2.6.2020), που με τη σειρά του αναφερόταν σε μια φράση από τον Απολογισμό του ΣΥΡΙΖΑ 2012-2019 (πρόταση Κ.Ε.).
Η αποστολή της σύγχρονης ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι να παραμένει εντός του κράτους που στηρίζει το νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό σύστημα προκειμένου να λειτουργεί αποτελεσματικά εναντίον τόσο του μεν όσο και του δε. Στο πλαίσιο αυτής της λογικής η ευκαιρία η οποία προέκυψε από την ιστορική συγκυρία που οδήγησε στην ανάδειξη μιας αριστερής πολιτικής δύναμης σε κόμμα εξουσίας δεν γίνεται να μείνει αναξιοποίητη.
Το ερώτημα που τίθεται είναι: πόσο «εντός» (του συστήματος και του κράτους); Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ του απλώς θεσμικά «εντός» αφ’ ενός και της αφομοίωσης από το σύστημα αφ’ ετέρου δεν είναι και τόσο λεπτή ώστε να κινδυνεύουμε να την περάσουμε χωρίς να το πάρουμε είδηση. Μια απόφαση υπέρ της εξυπηρέτησης των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου, χωρίς να υπάρχει το ελαφρυντικό κάποιου εξαναγκασμού, αποτελεί ένδειξη ότι τη γραμμή τη διαβήκαμε.
Το πρόβλημα τώρα. Η σημερινή κυβέρνηση δεν είναι σκέτα μία ακόμη κυβέρνηση που στηρίζει το καπιταλιστικό σύστημα. Είναι ένας πρωτοφανής συνδυασμός νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού, ακροδεξιών κατασταλτικών πρακτικών, δομικής διαφθοράς και κραυγαλέας ανικανότητας στην αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης.
Με πιθανή εξαίρεση το τελευταίο (που όμως σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στα άλλα τρία), κοινός παρονομαστής όλων αυτών των χαρακτηριστικών της σύγχρονης κυβερνώσας (Ακρο)Δεξιάς είναι η συνειδητή, συστηματική και στρατηγικά σχεδιασμένη απόπειρα οριστικής αφάνισης της Αριστεράς. Σε αυτές τις συνθήκες μια μεγάλη διάσπαση του μεγάλου κόμματος της Αριστεράς θα προσέφερε στη Δεξιά τη μισή (τουλάχιστον) δουλειά περαιωμένη. Τα κομμάτια που θα απέμεναν από μια τέτοια διάσπαση η Δεξιά δεν θα είχε παρά να τα αποτελειώσει.
Γιατί αποκαλώ «προσωπικό» τούτο το πρόβλημα; Διότι το δίλημμα εμφανίζεται τόσο δυσεπίλυτο που προσλαμβάνει τον χαρακτήρα μιας αδύνατης προσωπικής απόφασης. Και διότι τα πράγματα στο εσωκομματικό τοπίο μοιάζουν τόσο μη αναστρέψιμα που πολλοί/ές αντιμετωπίζουν το ζήτημα με όρους όντως προσωπικού διλήμματος να παραμείνουν ή όχι στο κόμμα.
Δεν (θέλω να) πιστεύω πως η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ συνειδητά εκμεταλλεύεται αυτή την αδυναμία απόφασης για διάσπαση προκειμένου να κάνει ό,τι της καπνίσει. Από την άλλη πλευρά, η πολιτική απραγία που αναπόφευκτα συνοδεύει μια τέτοιου είδους αναποφασιστικότητα δύσκολα θα οδηγήσει σε κάτι θετικό. Η ενεργητική συμμετοχή στις προσυνεδριακές διαδικασίες ίσως είναι μια λύση, που μπορεί και να διαψεύσει τον φόβο πολλών ότι το συνέδριο θα αποτελέσει απλώς το επισφράγισμα της αυτοκατάργησης της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Επιπλέον η εντεινόμενη δυσαρέσκεια του κόσμου με την κυβερνητική πολιτική ίσως «σπρώξει» τον ΣΥΡΙΖΑ να ξαναγίνει αυτό που κάποτε υπήρξε: μεγάλο κόμμα της αντίστασης και των κινημάτων.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών