Macro

Αστυ(α)νομία

Όπως σημειώνει ο S. Mitrani[1], η κρατούσα φιλελεύθερη προσέγγιση για την αστυνομία βασίζεται στην υπόθεση ότι το σώμα αυτό προστατεύει και εξυπηρετεί τον πληθυσμό και ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δημιουργήθηκε. Αυτή η «ορθόδοξη» άποψη δέχεται ότι στην ιστορική της εξέλιξη η αστυνομία χρησιμοποιήθηκε για διάφορους πολιτικούς σκοπούς και σκοπιμότητες των εκάστοτε κυρίαρχων τάξεων με αποτέλεσμα να αποξενωθεί από την κοινότητα και τους πολίτες και συχνά να βρεθεί αντιμέτωπη μαζί τους. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, δεν λείπουν φαινόμενα όπως η υπέρβαση των ορίων της αστυνομικής δράσης, η μεροληψία, η προκατάληψη και ο ρατσισμός, αλλά σε γενικές γραμμές η αστυνομία μπορεί να λειτουργήσει ως μια υπηρεσία χρήσιμη για όλους. Αυτή η αντίληψη οφείλεται σε μια «παρανόηση» σε ό,τι αφορά την προέλευση της αστυνομίας και την ανάγκη ύπαρξής της: η αστυνομία δεν δημιουργήθηκε για να προστατεύει και να εξυπηρετεί τον πληθυσμό στο σύνολό του, ούτε για να εμποδίζει την τέλεση εγκλημάτων ούτε για να προάγει τη δικαιοσύνη. Δημιουργήθηκε για να προστατεύει τον καπιταλισμό της μισθωτής εργασίας, που εμφανίστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, από την απειλή του «προϊόντος» που παρήγαγε αυτό το σύστημα, της εργατικής τάξης: Οι αρχές ίδρυσαν την αστυνομία ως αντίδραση στις απεργίες στην Αγγλία, στις ταραχές στη Βόρεια Αμερική και στην απειλή εξεγέρσεων των σκλάβων στον αμερικανικό Νότο. Άρα, όπως επισημαίνει ο D. Whitehouse,[2] η αστυνομία ήταν μια αντίδραση στα απείθαρχα πλήθη, όχι στο έγκλημα. Το σύγχρονο κράτος, ωστόσο, της έχει αναθέσει την επιβολή και παγίωση της κοινωνικής ειρήνης και τη δίωξη του εγκλήματος, καθιστώντας την ένα από τα όργανα ή τους θεσμούς του επίσημου (ή τυπικού) κοινωνικού ελέγχου ή του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης που λειτουργεί στο πλαίσιο της έννομης τάξης.

Ο όρος αστυνομία, που στον πολιτικό και τον δημόσιο λόγο σημαίνει την κύρια πηγή της ασφάλειας, χρησιμοποιήθηκε τον 18ο αιώνα για να υποδηλώσει την επιδεξιότητα του καθεστώτος στη διακυβέρνηση. Η αστυνομία ή το αστυνομικό σύστημα κατά τη νεωτερική εποχή, την εποχή της ανάδειξης του έθνους-κράτους και της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, του καπιταλισμού, της εκβιομηχάνισης και του εξορθολογισμού, συμβάλλει στην εξάλειψη των διαφορών και την επιβολή ομοιομορφίας (ομοιογενοποίηση) καθώς και στην επιτήρηση της σταδιακής εξοικείωσης διάφορων πληθυσμών στις απαιτήσεις της οικονομίας και της παραγωγής,[3] όπου αυταρχισμός και φιλελευθερισμός, καταστάσεις εξαίρεσης και κανονικότητα συνυπάρχουν και εναλλάσσονται.[4] Συνεπώς η αστυνομία, διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην κεφαλαιοκρατική συγκρότηση και αλλάζει πρόσωπα και προσωπεία ανάλογα με το γενικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργεί, τα επιμέρους χαρακτηριστικά και τις ανάγκες του τρόπου με τον οποίο οργανώνονται οι κοινωνικές σχέσεις, για τη διατήρηση και την αναπαραγωγή ενός συγκεκριμένου συστήματος πολιτικής κυριαρχίας.

Με την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού τις τελευταίες δεκαετίες και τις απαιτήσεις της καθεστηκυίας τάξης για έλεγχο και καταστολή της λαϊκής δυσαρέσκειας που προκαλείται από τη διεύρυνση των ανισοτήτων, τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, τη φτωχοποίηση και την περιθωριοποίηση μεγάλων ομάδων του πληθυσμού σε συνθήκες αναδιάρθρωσης της αγοράς. απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και  δικαιωμάτων, και διάλυσης της κοινωνικής ασφάλισης στο πλαίσιο του φαύλου κύκλου της (βίαιης) δημοσιονομικής λιτότητας και της κρίσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αναδεικνύονται ποικίλοι προβληματισμοί για τον χαρακτήρα, τον προσανατολισμό και την ένταση της αστυνομικής καταστολής και τίθεται το ζήτημα της μεταρρύθμισης της αστυνομίας σε προοδευτική κατεύθυνση.[5] Έτσι, εξετάζονται οι αλλαγές στις ρυθμίσεις και τις στρατηγικές δημόσιας αστυνόμευσης, ο αποκλεισμός πληθυσμών που ζουν στις πόλεις, οι νέες μορφές επιτήρησης στο αστικό περιβάλλον, οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις και η ασφαλειοποίηση και στρατιωτικοποίηση των αστικών χώρων.

Αν η αστυνομία θεωρείται απλώς ένας κατασταλτικός μηχανισμός στην υπηρεσία της άρχουσας τάξης που έχει ως αποστολή τη διατήρηση των ανισοτήτων και τη συγκράτηση των απειλητικών γι’ αυτήν ομάδων του πληθυσμού, όσοι τηρούν μια κριτική στάση και αντιπαρατίθενται με την τάξη αυτή (οφείλουν να) αμφισβητούν και (να) αντιμετωπίζουν με σταθερή καχυποψία και εχθρότητα την αστυνόμευση των νόμων και της ευρυθμίας της. Ωστόσο, για μεγάλη μερίδα, αν όχι για την πλειονότητα του κοινωνικού σώματος η αστυνομία είναι μια υπηρεσία που συμβάλλει στην εξασφάλιση της ομαλότητας στην καθημερινή ζωή τους, όπως αυτή διαμορφώνεται στην εποχή μας με όρους καπιταλιστικής παραγωγής και κατανάλωσης, και εγγυάται την ευταξία και τη δημόσια ασφάλεια. Στο πλαίσιο αυτό το ερώτημα «τι είναι και τι κάνει η αστυνομία»,[6] λαμβάνει διαστάσεις που υπερβαίνουν την αλλαγή της εικόνας της αστυνομίας από αποξενωμένο, εχθρικό μηχανισμό καταστολής σε οργανισμό παροχής κοινωνικών υπηρεσιών που οικοδομεί σχέσεις εμπιστοσύνης και συνεργασίας «δίπλα στον πολίτη και όχι απέναντί του», δηλαδή σε μια υπηρεσία με ανθρώπινο πρόσωπο που δρα για όφελος του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου και θέτει το θέμα της απόσπασης του αστυνομικού μηχανισμού από την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της αστικής τάξης.

Σε αντίθετη κατεύθυνση,  τα τελευταία χρόνια ειδικές και εξειδικευμένες δυνάμεις αστυνόμευσης εμφανίζονται σε συνθήκες κοινωνικής ανισότητας, ιεραρχίας και συγκέντρωσης εξουσίας στο κράτος. Οι δυνάμεις αυτές αναλαμβάνουν ρόλους (όχι αμερόληπτης προστασίας αλλά) ελέγχου της ταξικά διαιρεμένης, ανταγωνιστικής κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό έχει σημασία είναι να γνωρίζουμε υπέρ τίνος και σε βάρος τίνος αποβαίνει το αστυνομικό έργο, ποιους ευνοεί και ποιους βλάπτει, κατ’ επέκταση δε, ποιοι είναι εκείνοι οι οποίοι αποτελούν μέλη μιας κοινωνίας και ποιοι αποκλείονται από αυτήν[7] σε ένα παγκόσμιο οικονομικό σύστημα ικανό να εμπορεύεται την ασφάλεια σε εκείνους που το ίδιο «καθιστά» ανασφαλείς.[8] Είναι επίσης σημαντικό να διακρίνουμε,[9] μεταξύ αφενός μιας διαχειριστικής και τεχνοκρατικής προσέγγισης της αστυνομίας που στρέφεται στη μελέτη των οργανωσιακών και επιχειρησιακών αναγκών της και της αποτελεσματικότητάς της αφετέρου μιας κοινωνιολογίας της αστυνομίας που ασχολείται με τον ρόλο της αστυνομίας και την επαφή της με την κοινωνία και τους πολίτες. Η δεύτερη προσέγγιση εκφράζει την αμφισβήτηση της αστυνομίας σε συνθήκες κοινωνικής σύγκρουσης και τον προβληματισμό για τις «σκοτεινές πλευρές» της δράσης της (υπερβάλλων ζήλος, παράνομη βία, αυθαιρεσία, διαφθορά, επιλεκτικότητα, διακριτική μεταχείριση) κατά τρόπο που αποτελεί αφετηρία της συζήτησης για την αστυνόμευση με αντίδοτα τη νομιμότητα, τη διαφάνεια και τη λογοδοσία. Κεντρική θέση στη συζήτηση αυτή που αποτελεί μέρος μιας πλούσιας θεματικής (επιστημονική έρευνα για την αστυνομία, εννοιολογικά ζητήματα για την αστυνομία και την αστυνόμευση, αστυνομικές πρακτικές, καινοτομίες στο αστυνομικό έργο, νέες μορφές αστυνόμευσης, διεθνής αστυνομική συνεργασία κ.λπ.), καταλαμβάνουν η διακριτική ευχέρεια της αστυνομίας, η σημασία, οι εκδηλώσεις και ο έλεγχός της. Η επιτιθέμενη αστυνομία που βλέπουμε σε πολλά στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής, η προβολή και, ιδίως, η επίσημη διάψευση ή άρνηση πλήθους καταγγελιών ενώ πολλές από αυτές ανακοινώνεται ότι τελούν υπό διερεύνηση, καθιστούν αναγκαίες τη συνεχή ανάδειξη της αστυνομίας ως μέρος της «ανομίας» που η ίδια διαχειρίζεται κατασταλτικά και την οριοθέτηση της βίας που ασκεί μονοπωλιακά.

Ο Νίκος Κουλούρης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης

Πηγή: ΕΝΑ