Το 1992, όταν ένας ιδιωτικός ραδιοφωνικός σταθμός με είχε καλέσει να μιλήσω για την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, αναφέρθηκα στα λόγια μιας μαθήτριας Λυκείου που είχα ακούσει εκείνη τη μέρα από τον ίδιο σταθμό. Στην ερώτηση του δημοσιογράφου τι σήμαινε για εκείνην η επέτειος του Πολυτεχνείου, είχε απαντήσει: «Ηταν τότε που είχαν μπει στο Πολυτεχνείο οι Τούρκοι… οι Γερμανοί… οι Αμερικάνοι… δεν θυμάμαι…».
Η αναφορά μου δεν έγινε βέβαια για να γελάσουμε – με ενοχλούσε ο χαρακτήρας της εθνικής επετείου που έτεινε να προσλάβει ο θεσμός του εορτασμού εκείνα τα χρόνια. (Από σχετικό άρθρο του Δημήτρη Ψαρρά στην «Εφ.Συν.» του Σαββατοκύριακου, έμαθα ότι αυτή ακριβώς ήταν η πρόταση της εφημερίδας «Βραδυνή» το 1975: η 17η Νοεμβρίου να καθιερωθεί ως εθνική επέτειος, όπως είναι η 25η Μαρτίου και η 28η Οκτωβρίου – ανεπίσημα είχε περάσει, σ’ έναν βαθμό, η «γραμμή» της δεξιάς εφημερίδας.)
Τώρα σκέφτομαι ότι η παντελώς ανιστόρητη κοπέλα είχε ένα επιπλέον «ελαφρυντικό». Θα είχε γεννηθεί μετά το 1973 και ήδη από τα πολύ παιδικά της χρόνια, ένα τεράστιο κεφάλαιο στην ιστορία των κοινωνικο-πολιτικών αγώνων και του αριστερού κινήματος είχε κλείσει. Η δική της γενιά και όλες οι επόμενες μεγάλωσαν σε έναν κόσμο όπου τα μεγάλα πολιτικά διακυβεύματα της Αριστεράς είχαν πλέον απολέσει τον κατά κύριο λόγο εθνικό-επικρατειακό χαρακτήρα τους.
Με άλλα λόγια, σε παγκόσμιο επίπεδο, η μεγάλη ταξική και ευρύτερα κοινωνική και πολιτική διαμάχη δεν έπαιρνε πλέον τη μορφή διαπάλης ιμπεριαλισμού και αντιιμπεριαλισμού. Κατά συνέπεια, οι νεότερες γενιές, όταν ακούνε για αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες, που σημαίνει -μεταξύ άλλων- αγώνες εναντίον ισχυρών κρατών, φέρνουν στον νου τους πολεμικές καταστάσεις με την κυριολεκτική σημασία – ήτοι «κανονικούς» πολέμους μεταξύ εθνών, που ουδεμία αναγκαία σχέση έχουν με την Αριστερά και τους αγώνες του λαϊκού κινήματος.
Μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες, και από την εποχή του Εμφυλίου, η ντόπια άρχουσα τάξη και οι πολιτικές δυνάμεις που συντάσσονταν με δαύτην είχαν ως διεθνές στήριγμα την άμεση απειλή της ιμπεριαλιστικής επέμβασης είτε με στρατό είτε με οργάνωση στρατιωτικού πραξικοπήματος. Γενικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού στη νεοφιλελεύθερη φάση του είναι πως τείνει να αντικαθιστά τα πολιτικά εργαλεία άσκησης της εξουσίας του με οικονομικά. Τώρα το διεθνές στήριγμα των εγχώριων αστικών δυνάμεων είναι οι «θεσμοί».
Αν καθιερώναμε ένα σύγχρονο «Πολυτεχνείο» -π.χ. το «πραξικόπημα» στη σύνοδο κορυφής τη νύχτα 12 προς 13 Ιουλίου 2015-, η διαδήλωση που θα το διατηρούσε στη λαϊκή μνήμη δεν θα μπορούσε να κατευθύνεται στην πρεσβεία κάποιας χώρας, π.χ. της Γερμανίας, ούτε στα γραφεία της Ε.Ε. – ούτε το γερμανικό κράτος ούτε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέβαλε το τρίτο μνημόνιο. Θα έπρεπε να κατευθύνεται στα γραφεία κάποιας μεγάλης ξένης τράπεζας – σε ποιας απ’ όλες όμως;
Η άσκηση της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής εξουσίας είναι διάχυτη, που σημαίνει όχι εύκολα εντοπίσιμη με επικρατειακούς ή ευρύτερα χωρικούς όρους. Αυτό το χαρακτηριστικό εξηγεί και την αποτελεσματικότητά της. Δεν μπορείς εύκολα να στρέφεσαι «εναντίον» πιστωτικών ιδρυμάτων όπου έχουν καταθέσει τα λεφτά τους ή από όπου παίρνουν δάνεια πολίτες των κατώτερων και μεσαίων τάξεων. Η αντινεοφιλελεύθερη πρακτική της Αριστεράς επομένως δεν μπορεί παρά να είναι και πάλι πρώτιστα πολιτική – με άλλους όρους όμως από εκείνους της αντιιμπεριαλιστικής περιόδου. Η έμφαση δεν μπορεί παρά να είναι στο «πεζό» πεδίο της οικονομικής πολιτικής. Οχι και τόσο «πεζό» βέβαια αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι σήμερα η «οικονομική πολιτική» περιλαμβάνει και νομικές ρυθμίσεις που επιτρέπουν σε μεγαλοεπιχειρηματίες και τραπεζίτες το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος.
Ο ίδιος ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός όμως δημιουργεί τις συνθήκες για μια αριστερή πολιτική αντίσταση που δεν περιορίζεται στη σφαίρα της οικονομικής πολιτικής. Μπορεί να μη γίνονται πλέον τόσο συχνά στρατιωτικά πραξικοπήματα οργανωμένα από τη CIA – δεδομένου ότι «κανονίζουν» πλέον οι «θεσμοί» να ευθυγραμμίζονται οι κυβερνήσεις με τις επιθυμίες του μεγάλου κεφαλαίου. Ποτέ όμως μεταπολεμικά σε κοινοβουλευτικές χώρες δεν γινόταν τόσο συστηματική καταπάτηση των ατομικών δικαιωμάτων όσο τώρα – με πιθανή εξαίρεση τον κουτσουρεμένο «κοινοβουλευτισμό» της μετεμφυλιακής Ελλάδας, στον οποίο η κυβέρνηση της Ν.Δ. φαίνεται ότι σκοπεύει να μας επαναφέρει ολοταχώς.
Ταυτόχρονα, ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι εξακολουθούν βέβαια να γίνονται. Η διαφορά με τους παλαιότερους -Κορέα, Βιετνάμ- συνίσταται στο ότι δεν συγκροτείται ένα αντιιμπεριαλιστικό στρατόπεδο που αντιπαλεύει τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Τα κύματα της σύγχρονης προσφυγιάς είναι ο «αντιιμπεριαλισμός» των απελπισμένων που τα νεοφιλελεύθερα καπιταλιστικά καθεστώτα έχουν να αντιμετωπίσουν στα σύνορά τους και στο εσωτερικό των κοινωνιών τους.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών