Ο εορτασμός της 57ης επετείου της ανεξαρτησίας της Κύπρου σημαδεύτηκε από την πτήση δυο στρατιωτικών αεροπλάνων της ελληνικής αεροπορίας πάνω από την επετειακή στρατιωτική παρέλαση.
Ήταν μία άστοχη ενέργεια, η οποία έγινε αντικείμενο πολιτικής σύγκρουσης, καθώς ο γ.γ. του ΑΚΕΛ, Άνδρος Κυπριανού, ορθά έσπευσε να επισημάνει ότι η υπερπτήση των F-16 το μόνο που εξυπηρέτησε, ήταν να μαζέψει μερικές ακόμα ψήφους για τον πρόεδρο Αναστασιάδη.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες της ημερήσιας εφημερίδας «Καθημερινή της Κύπρου», οι αντιδράσεις προέρχονται όχι μόνο από την κυπριακή αριστερά, αλλά και κύκλους που βρίσκονται στις παρυφές των υποστηρικτών του προέδρου της Δημοκρατίας και έχουν επενδύσει στη λογική της οριστικής λύσης του κυπριακού ζητήματος.
Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι αντιδράσεις ήταν ακόμα οξύτερες, καθώς η υπερπτήση των ελληνικών F-16 είναι ένα πισωγύρισμα στη λογική της στρατιωτικής θωράκισης, που προσφέρει η «μητέρα πατρίδα», είναι ένα πρόκριμα στην επιστροφή του ενιαίου (δήθεν) αμυντικού δόγματος.
Άλλωστε, η πρόταση για επιστροφή στο ενιαίο αμυντικό δόγμα έχει τεθεί στην προεκλογική περίοδο από τον υποψήφιο του ακραίου εθνικιστικού χώρου και αρνητή της λύσης της δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας, Νίκο Παπαδόπουλο. Με αυτήν την έννοια, εμπλέκεται η υπερπτήση των ελληνικών στρατιωτικών αεροπλάνων στην προεκλογική περίοδο, καθώς δίνει τη δυνατότητα στον Νίκο Αναστασιάδη να ισχυρίζεται ότι αυτός είναι που υλοποιεί στην πράξη το δόγμα «η Ελλάδα είναι εδώ», εξασφαλίζοντας την προεκλογική πρόσβασή του στους ακραίους εθνικιστικούς κύκλους.
Το ατόπημα είναι πολύ σοβαρό και δεν μπορεί να αναλυθεί χωρίς να πάρουμε υπόψη τα δεδομένα που έχουν προκύψει μετά το ναυάγιο των συνομιλιών στο Κρανς Μοντάνα.
Σημαντικό ατόπημα
Στο σημείο αυτό έχει σημασία να αναφέρουμε ότι στην πρόσφατη έκθεση του γ.γ. του ΟΗΕ, κ. Γκουντιέρες προς τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, η ευθύνη για την αποτυχία εξεύρεσης λύσης διαμοιράζεται προς όλες τις πλευρές, ακυρώνοντας το αφήγημα της ελληνοκυπριακής ηγεσίας και του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, που ισχυρίζονταν ότι η ευθύνη οφείλεται αποκλειστικά στην τουρκική αδιαλλαξία.
Όλοι, άλλωστε, γνωρίζουν, και ο ίδιος ο γ.γ. αναφέρει, ότι στο Κρανς Μοντάνα χάθηκε μία μεγάλη ευκαιρία για οριστική επίλυση του κυπριακού προβλήματος και ότι φθάσαμε πολύ κοντά στην τελική λύση. Δεν έχουμε κανένα λόγο να μην θεωρήσουμε πραγματικούς τους ισχυρισμούς του μέλους της Πολιτικής Γραμματείας του ΑΚΕΛ και μέλους της ελληνοκυπριακής διαπραγματευτικής ομάδας, Τουμάζου Τσελεπή, που σε συνέντευξή του στον ρ/σ «Πολίτης» δήλωσε ότι ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών ουσιαστικά είχε φθάσει σε ακτίνα λύσης, που προέβλεπε σύντομο χρονοδιάγραμμα αποχώρησης όλων των στρατευμάτων, με εξαίρεση 650 τούρκων και 950 ελλήνων στρατιωτών και παραίτηση από τα παρεμβατικά δικαιώματα και τις εγγυήσεις.
Όπως είναι και δεδομένη η μομφή προς τον πρόεδρο της Κύπρου ότι απέφυγε να επιδείξει την επιβαλλόμενη ευελιξία, προτιμώντας να διατηρήσει, χάριν της επανεκλογής του, τους δεσμούς του με τον ακραίο εθνικισμό.
Το ολίσθημα είναι πολύ σημαντικό, καθώς σε μία περίπλοκη φάση, που επιβάλλεται η διατήρηση των, έστω και περιορισμένων, προοπτικών για σύντομη (τουλάχιστον έως τις προεδρικές εκλογές του Φεβρουαρίου) επανέναρξη των συνομιλιών –γεγονός που προϋποθέτει την αποφυγή κινήσεων που συμβάλλουν στην ενίσχυση της έντασης και της στρατιωτικοποίησης- η ελληνική πλευρά επιλέγει την παρουσία στρατιωτικών αεροπλάνων.
Ανεξάρτητο κράτος, χωρίς παρεμβάσεις
Σίγουρα η τουρκική πλευρά, ειδικά την περίοδο Ερντογάν, συχνά επιδίδεται σε παρόμοιες στρατιωτικές κινήσεις στην κατεχόμενη Κύπρο, και θα ήταν εξαιρετικά ταπεινωτικό για την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία, η συμπεριφορά του τουρκικού καθεστώτος να αποτελέσει δικαιολογία και μέτρο σύγκρισης. Όπως και θα ήταν απολύτως παράλογη η μετακύληση στη λογική της «μητέρας πατρίδας» και του ενιαίου αμυντικού δόγματος. Άλλωστε, ορθά επισημαίνεται στην έκθεση του γ.γ. του ΟΗΕ ότι η βασική αιτία που οδήγησε στην επαναπροσέγγιση και στην επίλυση σοβαρών και χρόνιων κωλυμάτων μεταξύ ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής πλευράς, ανεξάρτητα από το αρνητικό αποτέλεσμα, οφείλεται στο γεγονός ότι η διαδικασία των συνομιλιών ήταν κυρίως μία κυπριακή εσωτερική υπόθεση.
Το αίτημα όλων δημοκρατικών προοδευτικών δυνάμεων σχετικά με την επίλυση του κυπριακού αναφέρεται στη δημιουργία προϋποθέσεων συγκρότησης ενός κανονικού, ανεξάρτητου, σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους χωρίς ξένες στρατιωτικές δυνάμεις, παρεμβατικά δικαιώματα και εγγυήσεις.
Ειδικά για την αριστερά έχει ιδιαίτερη πολιτική και αξιακή σημασία να αποδειχθεί ότι είναι δυνατόν να συνυπάρξουν εντός ενός ομόσπονδου κράτους Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι.
Η ελληνική πλευρά στη διαδικασία των συνομιλιών προέβαλλε αυτό το αίτημα (σε ορισμένες φάσεις φθάνοντας μάλιστα στην ακραία λογική της πρόταξης και περιορίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη δυνατότητα διπλωματικής ευελιξίας), συνεπώς το ολίσθημα της 1ης Οκτώβρη μόνο ως ανακόλουθο και αντιφατικό στις θέσεις, το ρόλο της Ελλάδας και της κυβέρνησής της, μπορεί να εκληφθεί.
Απομένει, λοιπόν, να συνομολογήσουμε ότι οι χειρισμοί σε μείζονος σημασίας διεθνή ζητήματα, που σχετίζονται με την επίλυση του εθνικού ζητήματος και τις γεωστρατηγικές ισορροπίες στην ευαίσθητη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελούν πεδία άσκησης προσωπικών επιλογών. Αντίθετα, επιβάλλεται η χάραξη και η τήρηση της πολιτικής που θα εκκινεί από τις θέσεις και τις αξίες της δικής μας αριστεράς, για να συναντήσει τις ανησυχίες και δεδομένες αποφάσεις της διεθνούς κοινότητας.
Ο Μιχάλης Υδραίος είναι μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ.
Πηγή: Η Εποχή