Η φετεινή χρονιά κλείνει αφήνοντας πολλές εκκρεμότητες και σοβαρές ανησυχίες σχετικά με την επίλυση του κυπριακού. Αναδεικνύονται σοβαροί κίνδυνοι, αλλά οι ελπίδες, όπως και οι προσπάθειες και οι διεργασίες για μία οριστική λύση, παραμένουν ακόμη ενεργές. Αυτό που αναδεικνύεται με αποφασιστικό τρόπο, ειδικά μέσα στο 2018, είναι ο μετασχηματισμός του κυπριακού ζητήματος.
Δύο είναι οι αποφασιστικοί παράγοντες που επηρεάζουν το κυπριακό, καθιστώντας το υποσύνολο ενός σύνθετου και πολύπλοκου παζλ: αφενός, η ύπαρξη των κοιτασμάτων στην κυπριακή ΑΟΖ και η εμπλοκή πολυεθνικών κολοσσών (ΕxonΜobile, Τotal, BP, κλπ), αφετέρου, η γενικότερη ρευστότητα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου με ανοικτά τα θεμελιώδη ζητήματα της περιοχής και τις γεωστρατηγικές ισορροπίες (Συρία, κουρδικό, παλαιστινιακό , Ιράν).
Ο πυρήνας του Κυπριακού παραμένει, βέβαια, η εισβολή και η κατοχή του 1/3 των εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία και η ανάγκη συμβίωσης των δύο κοινοτήτων στα πλαίσια μίας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, όμως οι νέες εξελίξεις, μετατρέπουν το κυπριακό σε μία σύνθετη, πολυεπίπεδη, διπλωματική υπόθεση, όπου εμπλέκονται όχι μόνο οι ενδιαφερόμενες πλευρές, αλλά και περιφερειακοί παίκτες, ενώ το ενδιαφέρον των υπερδυνάμεων (Η.Π.Α, Ρωσία) αναθερμαίνεται και αναβαθμίζεται.
Ο ρόλος των Ηνωμένων Εθνών
Στην παρούσα συγκυρία, η ειδική απεσταλμένη του Γενικού Γραμματέα, Τζέιν Χολ Λούτ, επιδίδεται σε ένα μαραθώνιο επαφών στη Λευκωσία, την Αθήνα και την Άγκυρα. Χωρίς τις συνήθεις δημόσιες δηλώσεις και διαρροές, η ειδική απεσταλμένη προσπαθεί να καταγράψει τους περίφημους «όρους αναφοράς», ώστε να δοθεί η δυνατότητα σύγκλισης μίας διάσκεψης, χωρίς τον κίνδυνο ενός ναυαγίου, όπως συνέβη στο Μοντ Πελεράν και στο Κραντ Μοντάνα τον Ιανουάριο και τον Ιούλιο του 2017. Στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι και στις δύο περιπτώσεις οι διαφορές σε μεγάλο βαθμό είχαν καλυφθεί και μόνο η πολιτική ατολμία ή οι σχεδιασμοί όλων των πλευρών, αλλά και της δικής μας ειδικότερα, δεν έκαναν δυνατή την οριστική λύση(1). Οφείλουμε να επισημάνουμε το γεγονός ότι η παρούσα διαδικασία από την πλευρά του Γενικού Γραμματέα προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά μίας τελευταίας προσπάθειας.
Ο κίνδυνος της οριστικής διχοτόμησης
Με αυτή την έννοια, είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές οι παλινωδίες της ελληνοκυπριακής πλευράς και προσωπικά του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκου Αναστασιάδη, ο οποίος φαίνεται να συμμερίζεται τις απόψεις ενός τμήματος της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης που θεωρεί ότι αξιοποιώντας εργαλειακά την ύπαρξη των κοιτασμάτων, αλλά και την προσέγγιση με το Ισραήλ μπορούμε να υπερβούμε την ανάγκη επίλυσης του Κυπριακού, ακόμα και αν αυτό οδηγήσει σε οριστική διχοτόμηση. Η πιθανότητα του βελούδινου διαζυγίου, για την οποία έχουν γίνει και οι σχετικές βολιδοσκοπήσεις, προκαλεί σκληρές αντιδράσεις όχι μόνο στην κυπριακή αριστερά, αλλά και σε μεγάλα τμήματα του κεντροδεξιού χώρου και του Δημοκρατικού Συναγερμού, ειδικότερα με δεδομένη τη διαφοροποίηση του προέδρου του ΔΗ.ΣΥ, Νεοφύτου Αβέρωφ από προεδρικούς χειρισμούς.
Η κυπριακή αριστερά —δικαίως— διαμηνύει ότι μία πιθανή στροφή της κυπριακής πλευράς ισοδυναμεί με «εθνική προδοσία», ενώ σχετικά με την αξιοποίηση των κοιτασμάτων των υδρογονανθράκων τονίζεται ότι «η Κύπρος ως κυρίαρχο κράτος έχει κάθε δικαίωμα να προχωρήσει στην υλοποίηση του ενεργειακού της προγράμματος», αλλά «είναι αφέλεια να θεωρούμε ότι δίχως λύση στο Κυπριακό θα μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε τον φυσικό πλούτο»(2), εκφράζοντας με αυτόν το τρόπο την πολιτική ωριμότητα, τη ρεαλιστική και υπεύθυνση στάση της.
Αλλωστε, μία ματιά στο χάρτη της περιοχής και στο πως θα διαμορφωθεί η ΑΟΖ στην περίπτωση διχοτόμησης, όπου και το κράτος στη βόρεια πλευρά του νησιού θα δικαιούται τη δική του ΑΟΖ, αρκεί για να πιστοποιηθεί η επιπολαιότητα και η προχειρότητα με την οποία προσεγγίζουν οι συγκεκριμένοι κύκλοι την σημερινή πραγματικότητα.
Είναι το Ισραήλ προνομιακός συνομιλητής;
Σχετικά με την πιθανή προνομιακή σχέση με το Ισραήλ, που προτείνεται από συγκεκριμένους κύκλους, η ελληνική και η ελληνοκυπριακή πλευρά οφείλουν να λάβουν υπόψη τους ότι το συγκεκριμένο κράτος λειτουργεί περισσότερο ως παράγοντας αστάθειας στην περιοχή.
Προφανώς, οι κύκλοι Αθηνών και Λευκωσίας που επενδύουν στην αντιτουρκική συμπεριφορά του Ισραήλ, ακολουθώντας την κοντόφθαλμη και τελικά αδιέξοδη λογική «ο εχθρός του εχθρού μου, φίλος μου» αγνοούν την πολυπλοκότητα της συγκυρίας και την πιθανότητα ανατροπής των σημερινών δεδομένων.
Μία αποχώρηση των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ από τη Συρία, σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη των Κούρδων από τον αμερικανικό παράγοντα, θα αρκούσε ώστε να υπάρχει επαναπροσέγγιση Ουάσιγκτον και Αγκυρας και υπό προυποθέσεις θα μπορούσε —για να μην πούμε ότι θα ήταν βέβαιο— να συμπαρασύρει και το Ισραήλ στην εγκατάλειψη της αντιτουρκικής στάσης του.
Αυτό που χρειάζεται συνεπώς από τη δική μας πλευρά (ελληνική και ελληνοκυπριακή) είναι η εμμονή και η εξάντληση των προσπαθειών για τη δίκαιη λύση του κυπριακού ζητήματος στα πλαίσια των αποφάσεων του ΟΗΕ για μία ενωμένη, σύγχρονη, ευρωπαϊκή Κύπρο χωρίς στρατούς και εγγυήσεις.
Η εμπλοκή του ΝΑΤΟ
Υπ’ αυτή την έννοια, μόνο δυσάρεστη έκπληξη μπορούσε να δημιουργήσει η επιβεβαίωση της πληροφορίας ότι όντως ο πρώην έλληνας υπουργός Εξωτερικών βολιδοσκόπησε τον τούρκο ομόλογο του(3) για την πιθανότητα η επίλυση του κυπριακού να συνοδεύεται με νατοϊκές εγγυήσεις και με ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ.
Η οργισμένη αντίδραση της κυπριακής αριστεράς, αλλά και του λεγόμενου ενδιάμεσου χώρου, ήταν αναμενόμενη, όχι μόνο για ιστορικούς λόγους και για την εμπλοκή του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στην κυπριακή τραγωδία, αλλά και γιατί με αυτόν τον τρόπο ακυρώνεται η αποστρατικοποίηση του νησιού, σημαντικός βραχίονας της επίλυσης, και επανέρχεται το καθεστώς των εγγυήσεων, και ως εκ τούτου μόνο ως πρόταση-καρικατούρα μπορεί να εκληφθεί.
Οφείλουμε, δε, να σημειώσουμε, ότι αποτελεί μέγιστη αντίφαση, ο πρώην έλληνας υπουργός Εξωτερικών, ο οποίος έθεσε το θέμα της κατάργησης των εγγυήσεων και την άμεση αποχώρηση των στρατιωτικών δυνάμεων της Τουρκίας ως προαπαιτούμενο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων να διερευνά μερικούς μήνες μετά την πιθανή ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ και την αντικατάσταση των εγγυήσεων της Ζυρίχης με νατοϊκές εγγυήσεις.Σίγουρα, μια τέτοια προοπτική υπονομεύει την προοπτική της Κύπρου ως σύγχρονου ευρωπαικού κράτους.
Να ξεφύγουμε απ’ τους εθνικισμούς
Στις 20 Δεκεμβρίου 2018 τάφηκαν τα λείψανα 15 τουρκοκύπριων αγνοούμενων από τους 89 συνολικά που βρέθηκαν στον ομαδικό τάφο Μαραθά-Αλόας και που δολοφονήθηκαν στις 14 Αυγούστου 1974 από τους ακραίους εθνικιστές της ΕΟΚΑ Β. Οι μνήμες από τα εγκλήματα των ακροδεξιών και από τις δύο πλευρές είναι ακόμα εδώ για να μας θυμίζουν πόσο αδιέξοδες είναι πολιτικές δηλώσεις και πρακτικές που κλιμακώνουν την ένταση, που δεν επικεντρώνονται στην ανάγκη της αποκλιμάκωσης και στην οριστική επίλυση τόσο του κυπριακού όσο και των ελληνοτουρκικών με πνεύμα σύνεσης και στην κατεύθυνση της ειρηνικής διπλωματικής επίλυσης όλων των διαφορών.
Και εάν από την τουρκική πλευρά οι δηλώσεις τόσο του προέδρου Ερντογάν, όσο και κορυφαίων υπουργών του συνάδουν με το πνεύμα του νεο-οθωμανισμού και τις προτεραιότητες της εσωτερικής πολιτικής ζωής της γείτονος, οι δηλώσεις από την ελληνική πλευρά που επικεντρώνουν σε μία στρατιωτικού τύπου απάντηση, προφανώς, και δεν ανταποκρίνονται στην νέα πραγματικότητα της χώρας μας, όπου απαιτείται η μέγιστη σταθερότητα και ψυχραιμία στις εξωτερικές μας σχέσεις, ώστε η ελληνική κοινωνία να υπερβεί τις δυσκολίες της τελευταίας οκταετίας και να περπατήσει με σταθερά βήματα στο δρόμο της οικονομικής και κοινωνικής ανάκαμψης.
Σημειώσεις:
1. Συνέντευξη Τομάζου Τσελεπή ΕΠΟΧΗ 18 Νοέμβρη
2. Συνέντευξη τύπου του Γ.Γ του ΑΚΕΛ , Ανδρου Κυπριανού 25 Οκτωβρίου 2018
3. Συνέντευξη Ν.Κοτζιά στην εφημερίδα της Κύπρου «Ο Φιλελεύθερος» 23 Δεκεμβρίου 2018.
Ο Μιχάλης Υδραίος είναι μέλος ΚΕ ΣΥΡΙΖΑ
Πηγή: Η Εποχή