Can’t buy me love
Everybody tells me so
Can’t buy me love (The Beatles, 1964)
Σύμφωνα με τους στίχους ενός εκ των δημοφιλέστερων τραγουδιών των «Σκαθαριών», «κανείς δεν μπορεί να μου αγοράσει την αγάπη/can’t buy me love», ωστόσο είναι πράγματι αλήθεια αυτό μέσα στις συνθήκες του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού (financialized capitalism); Κι αν δεν ισχύει αυτό για την αγάπη, με την φροντίδα τί γίνεται; Η καθηγήτρια φιλοσοφίας στο Νew School της Νέας Υόρκης Νάνσυ Φρέιζερ, αν και ενδεχόμενα να εκτιμά την ανεπανάληπτη δημιουργικότητα των Σκαθαριών, έχει μάλλον διαφορετική γνώμη.
Όντας η φετινή προσκεκλημένη στην ετήσια διάλεξη του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς (7.12.2016, Ινστιτούτο Γκαίτε) η Νάνσυ Φρέιζερ μίλησε για την κρίση της φροντίδας ως μιας κύριας όψης των αντιφάσεων της διαδικασίας κοινωνικής αναπαραγωγής στο σύγχρονο καπιταλισμό. Η Φρέιζερ προσεγγίζει σήμερα το ζήτημα της οργάνωσης της φροντίδας ως κομβικό πόλο αναπαραγωγής του καπιταλισμού, έχοντας μελετήσει συστηματικά σε ολόκληρο το έργο της την ιστορική εξέλιξη της σχέσης των μηχανισμών κοινωνικής αναπαραγωγής με τις κυρίαρχες ανισότητες (ταξικές, έμφυλες, φυλετικές) στον καπιταλισμό.
Λαμβάνοντας υπόψη τη διάκριση μεταξύ αναδιανεμητικού και αναγνωριστικού χαρακτήρα των κοινωνικών διεκδικήσεων*, η οποία σχεδόν συνέχει ολόκληρο το έργο της, και αναδιατυπώνοντας εκ νέου την υπόθεση της «μερικότητας» και κατά συνέπεια του δυνάμει ενσωματώσιμου χαρακτήρα της «πολιτικής των ταυτοτήτων», η Φρέιζερ προσεγγίζει τις νέες μορφές κοινωνικής αναπαραγωγής –οι οποίες αναδύονται με φόντο την κρίση των θεσμικών δομών κοινωνικής πολιτικής/κοινωνικής φροντίδας- ως τους κύριους μηχανισμούς αναπαραγωγής δομικών ανισοτήτων (και σε αυτήν την περίπτωση ταξικών, έμφυλων και φυλετικών).
Ειδικότερα, η Φρέιζερ αναγνωρίζοντας την κοινωνική αναπαραγωγή ως το θεμέλιο της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης στον καπιταλισμό διακρίνει ιστορικά τρεις μεγάλες ενότητες στη σφαίρα της κοινωνικής αναπαραγωγής εντός του.
Η φροντίδα ως κοινωνική αναπαραγωγή
Πρώτον, την κοινωνική αναπαραγωγή στον ανταγωνιστικό καπιταλισμό του 19ου αιώνα, όπου σε συνδυασμό με την αποικιοκρατική επέκταση αυτό το καθεστώς άφηνε τους εργάτες να αναπαραχθούν με έναν τρόπον τινά αυτόνομο και συγκυριακό, καλλιεργώντας ταυτόχρονα το «αστικό φαντασιακό της «οικιακότητας» και εισάγοντας έτσι τη διάκριση μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας. Δεύτερον, την κοινωνική αναπαραγωγή στο πλαίσιο του κρατικά διαχειριζόμενου καπιταλισμού του 20ου αιώνα (state- managed capitalism) μέσω του μοντέλου του «οικογενειακού μισθού» –family wage- από την πρόσβαση στα οφέλη του οποίου αποκλείονταν αρκετές κοινωνικές κατηγορίες του πληθυσμού. Και τρίτον, την κοινωνική αναπαραγωγή στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού (financialized capitalism), όπου παράλληλα με την εισαγωγή του μοντέλου της οικογένειας «των δύο κουβαλητών/the two earner family», -και με συνέπεια την έμπρακτη αμφισβήτηση του έμφυλου καταμερισμού των ρόλων μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας- και τη διάλυση της θεσμικής κοινωνικής φροντίδας, δημιουργούνται νέοι άτυποι χώροι κοινωνικής αναπαραγωγής, όπου το βάρος της επωμίζονται άλλες κοινωνικές κατηγορίες, για παράδειγμα οι μετανάστες και οι μετανάστριες.
Και οι τρεις φάσεις που περιγράφει η Φρέιζερ διαπερνιούνται από το φαινόμενο της κρίσης της κοινωνικής αναπαραγωγής –η οποία είναι το θεμέλιο της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως. Ωστόσο οι στρατηγικές που αναπτύχθηκαν για την υπέρβαση της στις δύο πρώτες φάσεις φαίνεται πως υπήρξαν «επιτυχημένες» από τη σκοπιά της διατήρησης της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης –στρατηγικές οι οποίες βασίστηκαν, βέβαια, στην με διαφορετικούς τρόπους αναπαραγωγή κι ενίσχυση δομικών έμφυλων και φυλετικών ανισοτήτων**. Αντίθετα, η τρίτη φάση, σύμφωνα με την Φρέιζερ, σηματοδοτεί τη σοβαρότερη, και για την ώρα μη «αντιμετωπίσιμη», κρίση της κοινωνικής αναπαραγωγής.
Εξάλλου, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά στην εισήγηση της: «Ιστορικά αυτή η δουλειά της κοινωνικής αναπαραγωγής έχει κατηγοριοποιηθεί ως μία γυναικεία υποχρέωση, ωστόσο και οι άνδρες ανά περιόδους έχουν συμβάλλει σε αυτήν. Συμπεριλαμβάνοντας, τόσο τη συμβολική/συναισθηματική όσο και την οικονομική εργασία, και συχνά επιτελούμενη απλήρωτη, είναι απαραίτητη για την κοινωνία. Χωρίς αυτήν δεν μπορεί να υπάρχει, πολιτισμός, οικονομία και πολιτική οργάνωση. Καμία κοινωνία που συστηματικά την υπονομεύει, δεν μπορεί να επιβιώσει. Ωστόσο, φαίνεται πως σήμερα μια νέα μορφή καπιταλιστικής κοινωνίας κάνει ακριβώς αυτό. Το αποτέλεσμα, όπως θα εξηγήσω, είναι μία κεφαλαιώδης κρίση, όχι μόνο της φροντίδας, αλλά της κοινωνικής αναπαραγωγής ευρύτερα».
Φεμινισμός του όλου
Με άλλα λόγια, η Φρέιζερ ισχυρίζεται ότι η κύρια «αναβάθμιση» που λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού συντελείται στο πεδίο της κοινωνικής φροντίδας και κατά συνέπεια της κοινωνικής αναπαραγωγής και πιο συγκεκριμένα, λαμβάνει χώρα με τη μορφή της πλήρους εγκατάλειψης της κοινωνικής φροντίδας και άρα της έγνοιας για την κοινωνική αναπαραγωγή. Ξεπερνώντας, τη φορμαλιστική προσέγγιση των δύο προηγηθέντων φάσεων του καπιταλισμού ως μιας γραμμικής συναίνεσης μεταξύ κράτους, οικονομίας και κοινωνικών δρώντων, η Φρέιζερ αναδεικνύει μέσω αυτής της μεθοδολογίας τις καταβολές των σύγχρονων κυρίαρχων ταξικών, έμφυλων και φυλετικών ανισοτήτων.
Στο σημείο αυτό, η Φρέιζερ καταλήγει στην ανάγκη επανεφεύρεσης τρόπων διεκδίκησης που θα θέτουν ως κύριο στόχο τη συνολική ρήξη με τις κυρίαρχες μορφές οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ρύθμισης στον σύγχρονο καπιταλισμό και οι οποίες θα «οδηγούνται» από την αγωνία/έγνοια εξάλειψης όλων των μορφών ταξικής, έμφυλης και φυλετικής ανισότητας. Με αυτό τον τρόπο, επανεισάγει τρόπον τινά μια εκδοχή «φεμινισμού του όλου» στη βάση της αναγνώρισης των άρρηκτα συνδεόμενων μεταξύ τους πολλαπλών όψεων της σύγχρονης κοινωνικής ανισότητας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η προσέγγιση της αυτή συνδέεται με την προηγούμενη δουλειά της αναφορικά με τις θεωρητικές και πολιτικές συνέπειες της θεωρίας/πολιτικής των ταυτοτήτων ως ενίοτε μονοθεματικής.
Παρά τις διαφωνίες που μπορεί να εγείρει μία επιμέρους ή συνολικότερη παραγνώριση της συμβολής της θεωρίας και πολιτικής των ταυτοτήτων στην ανάδειξη των δύο άλλων κεντρικών αντιθέσεων, πέραν αυτής μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, δηλαδή της έμφυλης και της φυλετικής -επιμέρους διαφωνίες τις οποίες συμμερίζεται και η υποφαινόμενη- είναι αλήθεια πως το αίτημα για ένα «φεμινισμό του όλου» αναδεικνύεται ως κρίσιμο στις μέρας μας, μέσα σε συνθήκες όπου συχνά στο όνομα της ισότητας υλοποιούνται πολιτικές που την αμφισβητούν στην πράξη.
*Η διάκριση αναφέρεται στην «έκβαση» μιας κοινωνικής διεκδίκησης, δηλαδή αν οδηγεί στην αναγνώριση της διαφοράς/διάκρισης ή αν συμβάλλει έστω μερικώς στην κοινωνική αναδιανομή, Fraser, Nancy; Honneth, Axel (2003). Redistribution or recognition?: A political-philosophical exchange. London New York: Verso
**Είτε με τις γυναίκες ως κοινωνικής κατηγορίας αποκλεισμένες από την σφαίρα της (οικονομικής) παραγωγής, είτε εντάσσοντας τες ως «εργασιακή εφεδρεία».
Πηγές
Νancy Fraser, Crisis or care: On the Social- Reproductive Contradictions of Contemporary Capitalism (Σημειώσεις από την ετήσια διάλεξη του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, 7.12.2016).
Nancy Fraser, Rethinking Recognition, New Left Review, Mάιος- Ιούνιος 2000, https://newleftreview.org/II/3/nancy-fraser-rethinking-recognition
Η Αλίκη Κοσυφολόγου είναι Διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης
Πηγή: Η Εποχή