Τι σημαίνει η νομοθετική πρωτοβουλία για την αποτροπή συμμετοχής των καταδικασμένων νεοναζί στις εκλογές; Ποιες προϋποθέσεις πρέπει να τηρηθούν; Πρέπει να ληφθεί υπόψη η ιδεολογία τους ή τα αδικήματα μιας εγκληματικής οργάνωσης; Ποια πρέπει να είναι γενικότερα η θεσμική, κοινωνική και πολιτική αντιμετώπιση της ακροδεξιάς;
Τα ερωτήματα απασχολούσαν τις προηγούμενες μέρες, καθώς συζητιόταν η γνωστή κυβερνητική νομοθετική πρωτοβουλία και διατυπώνονταν ισχυρές αντιρρήσεις ή αντιπροτάσεις. Ο χρόνος της πρωτοβουλίας αυτής φυσικά είναι εξαιρετικά προβληματικός. Καμιά τροπολογία που επηρεάζει άμεσα το αποτέλεσμα των εκλογών, δεν μπορεί να έρχεται χωρίς να γεννά ενστάσεις εβδομάδες πριν από την προκήρυξη των εκλογών. Πρώτον, γιατί κανείς δεν πείθεται για τις αθώες κυβερνητικές προθέσεις που γέννησαν στο παρά 5 μια ρύθμιση στο όνομα της προστασίας της δημοκρατίας. Δεύτερον, γιατί γεννά φόβους ότι μπορεί να λειτουργήσει αντίστροφα, να δώσει δηλαδή επίφαση διωκόμενης αντισυστημικότητας στους καταδικασμένους νεοναζί. Η προσωποποίηση της πρωτοβουλίας στον δημόσιο διάλογο ως «τροπολογία Κασιδιάρη» τεκμηριώνει αυτόν τον κίνδυνο. Τη θυματοποίηση του θύτη.
Ο χρόνος που πέρασε και ο χώρος που δόθηκε στους έγκλειστους κατάδικους διευθυντές της εγκληματικής οργάνωσης ΧΑ από το 2020 ως σήμερα, δείχνει ότι ορισμένοι δεν διδάχτηκαν τίποτα από την τραυματική εμπειρία των ετών 2010-2013 και την αντίστοιχη τότε αδράνεια των αρχών που έδωσε χρόνο και χώρο στα τάγματα εφόδου. Ο Κασιδιάρης που σήμερα αποφασίζεται να αποκλειστεί νομοθετικά, είναι ο ίδιος που έκανε ανεμπόδιστος ραδιοφωνικές εκπομπές και οργάνωνε συγκεντρώσεις μέσα από τη φυλακή.
Η συζήτηση για τον εκλογικό αποκλεισμό έπρεπε να διεξαχθεί συντεταγμένα και σε άλλο περιβάλλον, αμέσως μετά την καταδικαστική απόφαση τον Οκτώβριο του 2020. Θυμίζουμε πως το δικαστήριο, μετά από μακρά και εξαντλητική διαδικασία, αποφάνθηκε ότι η κοινοβουλευτική Χρυσή Αυγή υπήρξε μανδύας της εγκληματικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή. Αυτή όφειλε να είναι η βάση κάθε θεσμικής αντιμετώπισης του ζητήματος της συμμετοχής τους στις εκλογές. Όχι η ιδεολογία. Εξάλλου, ασφαλής γνώμονας υπάρχει ήδη: είναι η αναστολή της κρατικής χρηματοδότησης, που αποφασίστηκε από τη Βουλή με μεγάλη πλειοψηφία μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και την άσκηση διώξεων κατά της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από το ΣτΕ, άρα έχει τα εχέγγυα της συνταγματικής νομιμότητας. Αυτό το τελευταίο είναι και το κρισιμότερο. Έχουμε αναλογιστεί τι θα σήμαινε μια ρύθμιση που θα καταρριπτόταν ως αντισυνταγματική; Έχουμε αναλογιστεί το βάρος μιας τέτοιας εξέλιξης;
Ακόμα και ανεξαρτήτως του χρόνου, το κύριο πρόβλημα είναι πως η πρόταση της κυβέρνησης διευρύνει υπερβολικά το φάσμα υποψηφίων που μπορεί να αποκλείεται από τις εκλογές. Οι κυβερνητικές διατυπώσεις περί «αναχώματος στους ολοκληρωτισμούς» παραπέμπουν στη θεωρία των δύο άκρων, θεωρία ανιστόρητη και δικαιολογητική εγκλημάτων με ρατσιστικό και φασιστικό πρόσημο. Κάθε αμφισημία ή ασάφεια στο σημείο αυτό θα αποτελεί δυνάμει παράγοντα εμπρηστικό για τη δημοκρατική νομιμότητα.
Εξάλλου, δεν είναι δουλειά της δικαστικής εξουσίας να κάνει πολιτικό face control σε υποψήφιους με βάση τα ιδεολογικά τους γνωρίσματα, δηλαδή να ασκεί προληπτικό έλεγχο ουσίας ως προς το ποιο κόμμα θα μετέχει στις εκλογές. Η ελληνική μεταπολιτευτική παράδοση και πρακτική είναι εναντίον της απαγόρευσης κομμάτων στη βάση του πολιτικού τους προγράμματος και της ιδεολογίας τους. Αυτή την παράδοση της ανεκτικής δημοκρατίας πρέπει να την διαφυλάξουμε ως ταυτοτικό γνώρισμα της ελληνικής δημοκρατίας. Η βάση μιας σχετικής νομοθετική ρύθμισης πρέπει να είναι η προηγούμενη καταδίκη μιας εγκληματικής οργάνωσης που επιδιώκει να παραστήσει το κόμμα.
Το πρόβλημα δεν λύνεται ούτε με την άλλη προταθείσα εκδοχή, αυτή της διάκρισης μεταξύ ναζιστικών και μη ναζιστικών εγκληματικών οργανώσεων, η οποία οδηγεί σε απομείωση της κρίσιμης διάκρισης μεταξύ φρονήματος (ιδεολογίας) και πράξης. Δεν πρέπει να κρίνονται φρονήματα, πρέπει να κρίνονται εγκληματικές συμπεριφορές και πράξεις. Αυτό εξάλλου αντανακλά και την ίδια την απόφαση στη δίκη της Χρυσής Αυγής: καταδικάστηκαν λόγω της εγκληματικής δράσης στο όνομα και με το κίνητρο της νεοναζιστικής ιδεολογίας, όχι για την απεχθή τους ιδεολογία αυτή καθ’ εαυτήν.
Για να είναι αποτελεσματική η ενίσχυση της άμυνας της δημοκρατίας απέναντι στους κινδύνους που κρύβουν νεοφασιστικές και ρατσιστικές κινήσεις, οφείλει να είναι συνολική: στους θεσμούς και την κοινωνία. Και πάντως, σε κάθε περίπτωση, η όψιμη φροντίδα της κυβέρνησης και του αρμόδιου υπουργού κ. Βορίδη για τη δημοκρατία που απειλείται εκ δεξιών, δύσκολα πείθει. Ιδίως την ώρα που εκδηλώνονται κινήσεις εναγκαλισμού με την ακροδεξιά εκλογική πελατεία του κ. Καρατζαφέρη. Και ιδίως την ώρα που πολιτικά στελέχη αρθρώνουν λόγο καθαρά ρατσιστικό και μισαλλόδοξο.
Εν κατακλείδι: ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Πόσω μάλλον όταν ο σκοπός δεν είναι πειστικά και αυτονόητα αγαθός.
Ο Κωστής Παπαϊωάννου είναι εκπαιδευτικός. Διευθύνει το Σημείο για τη Μελέτη και την Αντιμετώπιση της Ακροδεξιάς.