Αγαπάμε τους χώρους που συνδέονται με τη νεότητά μας, με τους έρωτες, τις εξερευνήσεις, τις πρώτες συναντήσεις με την τέχνη και τη συλλογικότητα, τις μέρες και τις νύχτες στους δρόμους.
Όμως δεν είναι από νοσταλγία που θέλουμε να ζήσουν το Ιντεάλ και το Άστορ.
Οι πόλεις αλλάζουν, κάποια τοπόσημα χάνονται ή εξελίσσονται. Γεννιούνται νέα. Οι μνήμες της νεότητας χάνονται με τις γενιές που γερνάνε και φεύγουν. Κόκκοι άμμου. Πάντα έτσι γινόταν, σιγά το νέο. Πάντα οι μεγαλύτεροι νοσταλγούσαν αυτό που έχαναν, καταστροφολογούσαν για τις αλλαγές.
Όμως δεν είναι για το χτες που θέλουμε να ζήσουν το Ιντεάλ και το Άστορ. Για το σήμερα και το αύριο μιλάμε. Δε δίνουμε μάχη οπισθοφυλακής, εμείς οι συντηρητικοί που αντιδρούμε τάχα στην πρόοδο και στις αλλαγές, όπως λένε οι θιασώτες της φούσκας και των «καζινοεπενδύσεων». Η μάχη δίνεται για να είναι η πόλη και αύριο πόλη. Είναι μάχη απέναντι στην ιλουστρασιόν δυστοπία.
“Πόλις” πάντα σήμαινε πολίτες στο δημόσιο χώρο, σήμαινε έξοδο και συνάντηση, στην αγορά των προϊόντων και των ιδεών. Σήμαινε αγώνα, διαπάλη και δημιουργία. Η πόλη προϋποθέτει ενσώματη παρουσία των πολιτών. Δεν υπάρχει αλλιώς.
Έγραφε ο Λουκιανός: “Πόλη εμείς δεν θεωρούμε τα οικοδομήματα, για παράδειγμα τα τείχη, τα ιερά και τους νεώσοικους. Αυτά αποτελούν ένα είδος σώματος, σταθερού και ακίνητου, για να δέχονται και να προστατεύουν τους πολίτες. Όλο το βάρος το δίνουμε στους πολίτες, γιατί αυτοί είναι που γεμίζουν την πόλη, σχεδιάζουν και εκτελούν το κάθε τι και την προστατεύουν, όπως περίπου δηλαδή είναι για καθένα από μας η ψυχή”.
Αστικός χώρος χωρίς πολίτες δεν νοείται. Γίνεται τόπος τράνζιτ, κυλιόμενος διάδρομος για τροχήλατους τουρίστες με βαλίτσες και ακουστικά ξενάγησης. Γίνεται κέλυφος πόλης, αποικιοποιημένος χώρος.
Αδειάζει το κέντρο, αλλάζει η χρήση του. Ένα ξαφνικό reboot που μπορεί να καταστρέψει ό,τι έχει αποθηκευτεί στη μνήμη. Συγκροτείται διά της βίας ένας χώρος αμνήμων και άψυχος στο κέντρο της πόλης μας. Χώρος κενός, χωρίς ύλη. Ένα vacuum: δε χωράνε οι παλιοί κάτοικοι γιατί δε μπορούν να πληρώνουν, δε χωράνε οι τόποι της συνύπαρξης γιατί δε φέρνουν χρήμα. Το κέντρο της πόλης χωρίς τους χώρους μας και τους ανθρώπους μας είναι η έρημος του πραγματικού. Πόλη στο βυθό. Ατλαντίδα.
Αν κανείς λοιπόν ρωτήσει, αντιδρούμε γι’ αυτό πείτε του. Όχι λόγω νοσταλγίας. Κι αν καταλάβει κατάλαβε.
Κωστής Παπαϊωάννου
Ανάρτησή του στο Facebook