Macro

Κωστής Καρπόζηλος: Ανομία στα πανεπιστήμια

Προσφάτως, η υπουργός Παιδείας δήλωσε ότι φοιτητές που εμπλέκονται σε «επεισόδια» θα διαγράφονται από τις σχολές τους. Ενιωσα ότι αυτό με αφορά. Οχι προφανώς για αυτό που είμαι σήμερα, αλλά για αυτό που ήμουν πριν από είκοσι πέντε χρόνια: ένας φοιτητής που συμμετείχε σε «επεισόδια». Και δεν είμαι ο μόνος. Το πανεπιστήμιο της γενιάς μου ήταν οργανικά ενταγμένο στο μοντέλο του μεταπολιτευτικού κύκλου, όπου οι καταλήψεις, οι συγκρούσεις γύρω από μια αφίσα, η καθημερινότητα στο «τραπεζάκι» συγκροτούσαν τη φοιτητική μας ζωή. Στα μάτια, βέβαια, των παλαιότερων το πανεπιστήμιο του 2000 είχε ήδη αλλάξει σε σχέση με τις ημέρες της Μεταπολίτευσης και ακόμη κι εμείς καταλαβαίναμε ότι ο ιστορικός αυτός κύκλος έκλεινε. Για αυτό και σήμερα, το 2025, ακούγοντας την υπουργό η πρώτη μου αντίδραση ήταν ότι αναφέρεται σε κάτι παρωχημένο.

Η μεγάλη οικονομική κρίση επισφράγισε το τέλος αυτής της εποχής. Το επίκεντρό της αφορά τη δοκιμασία του ρόλου των πανεπιστημίων ως μηχανισμού κοινωνικής κινητικότητας. Αυτή η εξέλιξη συμπαρέσυρε τις σταθερές της φοιτητικής ζωής. Πολλοί φοιτητές και φοιτήτριες νιώθουν ότι οι σπουδές τους δεν έχουν νόημα, εγκαταλείπουν ή δεν πάνε ποτέ στις σχολές τους, εργάζονται συστηματικά όχι για το χαρτζιλίκι, αλλά για να μπορούν να ζήσουν, περνούν από τα κτίρια του πανεπιστημίου ως επισκέπτες. Δεν ζουν με επίκεντρο το πανεπιστήμιο. Γιατί δεν πιστεύουν ότι αυτό θα βελτιώσει δραστικά τη ζωή τους. Αυτή η πεποίθηση έχει ως αποτέλεσμα την παρακμή και την απονέκρωση των παραδοσιακών μηχανισμών συλλογικής δράσης που σημάδεψαν το πανεπιστήμιο της Μεταπολίτευσης.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι νέοι άνθρωποι είναι αδιάφοροι για την πολιτική – αυτή είναι μια κοινοτοπία του δημόσιου λόγου, που απλώς μετράει τον βαθμό πολιτικοποίησης αναζητώντας την σε ένα παλαιότερο μοντέλο. Ο τρόπος άρθρωσης του πολιτικού έχει αλλάξει. Οι φοιτητές και οι φοιτήτριες γεμίζουν θέατρα, χώρους συναυλιών, φεστιβάλ και συζητήσεις στον δημόσιο χώρο με έντονο πολιτικό πρόσημο, δίχως αυτό να συνδέεται με την ένταξη σε κομματικές νεολαίες. Το φύλο, το σώμα, το τραύμα, η προσφυγιά και ο πόλεμος συγκροτούν πεδία ανάδυσης κοινωνικών κινημάτων και τροφοδοτούν μια τάση ριζοσπαστικοποίησης που διασαλεύει το –μεταφυσικό– ιδεώδες ενός αποστειρωμένου πανεπιστημίου, όπου οι πολιτικές και κοινωνικές αντιθέσεις θα σταματούν στον περίβολό του.

Δεν πρόκειται για μια ελληνική ιδιοτυπία. Το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών –εκεί που τα πανεπιστήμια κατηγορούνται ως χώροι εκκόλαψης ενός άφρονος ριζοσπαστισμού– μας επιτρέπει να σκεφτούμε πως μια αυταρχική αντίληψη συνδέει το ζήτημα της «ανομίας» με το περιεχόμενο της κριτικής αντιπαράθεσης με πολιτικές διακρίσεων και αποκλεισμού. Στη χώρα μας, η συζήτηση προς το παρόν περιορίζεται σε αναφορές για τη «βία» –ένα φαινόμενο που είναι περιθωριακό στην ακαδημαϊκή καθημερινότητα και πολύ πιο ορατό σε άλλες εκφάνσεις της καθημερινής ζωής μας– και τον αποτροπιασμό που προκαλούν οι σποραδικές καταλήψεις και τα συνθήματα στους τοίχους. Πιστεύω ότι η ρητορική αυτή φανερώνει έναν ιδιόμορφο εγκλωβισμό στο φάντασμα της Μεταπολίτευσης. Και αν ήταν μόνον αυτό ίσως δεν θα ήταν και πρόβλημα. Φοβάμαι όμως ότι μαρτυρεί ταυτόχρονα την πρόθεση καταστολής των νέων εκφράσεων πολιτικής δράσης και του συγκρουσιακού φορτίου που αυτές φέρουν, δηλαδή τον συγχρονισμό με την τραμπική αντίληψη για τον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης στον ακαδημαϊκό χώρο.

Είναι ενδιαφέρον ότι η συζήτηση για τα πανεπιστήμια σπάνια εξετάζει τους υλικούς όρους ζωής των ανθρώπων που υποτίθεται ότι αφορά – τους φοιτητές και τις φοιτήτριες. Τις μέρες αυτές όποιος έχει επαφή με τις πανεπιστημιακές αίθουσες ακούει τη φράση «θα φύγω για σεζόν». Χιλιάδες νέοι άνθρωποι, που σπουδάζουν ή μόλις έχουν αποφοιτήσει, εργάζονται στη βιομηχανία του τουρισμού. Το δικό τους πρόβλημα με την «ανομία» είναι διαφορετικό από αυτό που κυριαρχεί στον δημόσιο λόγο. Δεν σχετίζεται με το άσυλο, την αφίσα ή την κατάληψη. Αφορά τις δέκα ώρες δουλειάς, το ένσημο που δεν κολλήθηκε, τον εργοδότη που δεν τήρησε την υπόσχεσή του. Αλλά αυτή είναι μια καθημερινή συνθήκη ανομίας, που δεν έχει καμία σχέση με τους φανφαρονισμούς για το ένδοξο φοιτητικό κίνημα ή τα πρωθυπουργικά βιντεάκια για τη βρωμιά σε ένα αυτοδιαχειριζόμενο κυλικείο. Παραμένει αόρατη. Είναι, όμως, η κατεξοχήν ενοποιητική εμπειρία της φοιτητικής ζωής στο σήμερα.