Macro

Κατέ Καζάντη: Πανελλαδικές: Νεφέλης άρ’ άλλως είχομεν πόνους πέρι;

Αν τα πανεπιστήμια υπήρχαν κάποτε στο σύνολό τους ως φυτώρια γνώσης και επανάστασης, επιτελούσαν ρόλο κοινωνικό και εξεγερτικό, εξασφαλίζοντας παράλληλα «καλύτερη ζωή» στους/ις απόφοιτους/ες, σήμερα τούτη η συνθήκη έχει ήδη εκπέσει: η διαδικασία της μετάδοσης της γνώσης, γνώσης συχνά εξειδικευμένης, με αδιανόητη μονομέρεια, προετοιμάζει τα άτομα μόνο και μόνο για την ένταξή τους στο πλέγμα των σχέσεων παραγωγής.

Έτσι, η ευκολότερη διείσδυση, λόγω συγκεκριμένης εκπαίδευσης, στην αγορά εργασίας, είναι αυτό που καθορίζει τη σημαντικότητα μιας πανεπιστημιακής σχολής. Τα πτυχία των ΑΕΙ πλέον, παρ’ ότι αποτελέσματα πνευματικής εργασίας, εκλαμβάνονται και χρησιμοποιούνται ως αποπνευματικοποιημένα εργαλεία που υποβοηθούν το αυριανό σώμα των εργατών/τριών να τοποθετηθεί στη σφαίρα της παραγωγής. Ζητούμενο, σε κάθε περίπτωση, είναι η «καλή δουλειά» και ο «καλός μισθός». Όχι η μόρφωση, όχι τουλάχιστον εκείνη που διαμορφώνει κοινωνική συνείδηση.

Και αν το, πάλαι ποτέ, πρόταγμα των Παπανούτσου – Παπανδρέου ήταν, κατά το λεγόμενο, ν’ αλλάξουν οι Έλληνες τη φόρμα του εργάτη με την τήβεννο του ακαδημαϊκού, να αρθούν, δηλαδή, ως ένα βαθμό, οι κοινωνικές ανισότητες, τούτο το πρόταγμα εγκαταλείφθηκε σύντομα. Μαζί, φυσικά, με την εγκατάλειψη της δημόσιας παιδείας στη μοίρα που της επεφύλασσε ο νεοφιλελευθερισμός.

Επειδή, λοιπόν, μαζική εκπαίδευση δεν σημαίνει και αταξική εκπαίδευση, η καπιταλιστική βαρβαρότητα, δεκαετίες τώρα, νομιμοποιεί και ενισχύει την ταξική δόμηση: τα παιδιά των «εχόντων» έχουν το συγκριτικό πλεονέκτημα και στην αναπαραγωγή της μόρφωσης –γονείς με πτυχία ΑΕΙ- αλλά και στην αναπαραγωγή της συσσώρευσης του χρήματος -«καλές» δουλειές.

Αν συνυπολογίσουμε πως το σχολείο αποτελεί, κατά Αλτουσέρ, έναν από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, αναπαράγει και επιβάλλει την κυρίαρχη ιδεολογία, μπορούμε να υποθέσουμε πως η πολιτική βούληση για την άμβλυνση, έστω κατ’ ελάχιστον, των κοινωνικών ανισοτήτων, μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος, δεν υπάρχει.

Απεναντίας: το σχολείο, σε κάθε βαθμίδα, παραμένει «ένας θεσμοθετημένος τελεστής ταξινομήσεων που αποτελεί και το ίδιο ένα αντικειμενοποιημένο σύστημα ταξινόμησης, το οποίο αναπαράγει σε μετασχηματισμένη μορφή τις ιεραρχίες του κοινωνικού κόσμου», λέει ο Πιερ Μπουρντιέ. «Η κουλτούρα, την οποία υποτίθεται πως εγγυάται ο τίτλος σπουδών, είναι μία από τις θεμελιακές συνιστώσες εκείνου που φτιάχνει τον ολοκληρωμένο άνθρωπο στον κυρίαρχο ορισμό του. Οπότε πλέον η στέρηση γίνεται αντιληπτή ως ουσιώδης ακρωτηριασμός, που πλήττει το πρόσωπο στην ταυτότητά του και στην αξιοπρέπειά του». Ο άνθρωπος δηλαδή δε νοείται ως «αξιοπρεπής» δίχως τα συνοδευτικά εκπαιδευτικά προϊόντα τα οποία το σύστημα φροντίζει να πουλάει –ιδιωτικά πανεπιστήμια, πληρωμένα μεταπτυχιακά κ.ο.κ

Η συσσώρευση του πολιτισμικού κεφαλαίου, που δεν συνοδεύεται απαραίτητα από μεγάλο πλούτο, καθώς και η αυθόρμητη διάθεση της αναπαραγωγής του, κάνει τον κατά Μπουρντιέ «ακρωτηριασμό» υπόθεση και στόχο ζωής: στα μικροαστικά/μεσοαστικά στρώματα, η γονεϊκή πίεση αυξάνεται και μαζί το άγχος των εφήβων. Στα εργατικά στρώματα, το γονεϊκό φαντασιακό, ενίοτε, αυτολογοκρίνεται: η δαπάνη για σπουδές τις καθιστά απαγορευτικές. Η δε κουλτούρα απαξίωσης του δημόσιου σχολείου κάνει και εκείνα ακριβώς τα στρώματα που το χρειάζονται περισσότερο, να το απαξιώνουν. Ο «υδραυλικός από το Περιστέρι» έχει ήδη πειστεί πως η τήβεννος για τα τέκνα του περνάει μέσα από τα «φράγκα».

Στην ιεράρχηση των ΑΕΙ, οι θεωρητικές σπουδές, κατά το κοινώς λεγόμενο, «πιάνουν πάτο». Οι βαθμοί πρόσβασης έχουν από καιρό πέσει στο ναδίρ. Φιλοσοφία, θεολογία, κοινωνιολογία, ιστορία κ.λπ. κατάντησαν καταφύγιο των «αποτυχημένων». Δεν νοείται η επιλογή τους, αφού η αγορά δεν τις χρειάζεται. Έχει ήδη φροντίσει να τις απαξιώσει, κρίνοντάς τες, εκτός από περιττές, και επικίνδυνες: οι εκκινούμενες από αυτές διαφορετικές θεωρήσεις του κόσμου, φέρουν και την αμφισβήτηση του συστήματος.

Τι είναι λοιπόν οι Πανελλαδικές; Υπήρξαν, επί της σύντομης διακυβέρνησης της αριστεράς, ένας τρόπος κατάταξης στα ΑΕΙ χωρίς την περιβόητη βάση του «10». Κατάντησαν, επί δεξιάς, ένας ταξικός κόφτης, που, μαζί με τον Ν συν 2, σπρώχνει τη φοιτητιώσα νεολαία στους «φίλους» ιδιώτες.

Το ζήτημα, βέβαια, του ταξικού χαρακτήρα της εκπαίδευσης ποτέ και πουθενά δεν έχει επιλυθεί, αφού η εκπαίδευση αποτελεί μία μόνο πτυχή του συστήματος, το οποίο -επιθυμεί να- προετοιμάζει «άριστους γενίτσαρους» και όχι σκεπτόμενους αμφισβητίες. Αν η λεγόμενη «υψηλή εκπαίδευση» μπορεί να μεταβάλει τον (μελλοντικό) κακοπληρωμένο εργάτη σε λιγότερο κακοπληρωμένο, οι αλυσίδες παραμένουν.

Μάταιες λοιπόν οι υψηλές βαθμολογίες; Ναι, αν υπακούουν, απερίσκεπτα, στο κέλευσμα της αγοράς. «Κεραμεούν και φαύλον», για να θυμηθούμε τον Αλεξανδρινό, το παρακαλετό της, που ενίοτε «αγυρτικώς εξαπατά» πετώντας σε ωσάν την τρίχα απ’ το ζυμάρι.

Στο τέλος, κερδίζουν μοναχά εκείνες κι εκείνοι που υπακούουν στη διάνοια και τη διάνοια υπηρετούν, ακόμα κι αν το σύστημα τούς κατατάσσει στους λιγότερο «αρίστους». Και εκείνες κι εκείνοι που αντιγυρίζουν στην κοινωνία τον -κοινωνικά παραγόμενο εξάλλου- μορφωτικό πλούτο, σθεναρά αλληλέγγυες και αλληλέγγυοι στον λαό.

* «Νεφέλης άρ’ άλλως είχομεν πόνους πέρι;» (Ώστε για μια νεφέλη τραβήξαμε του κάκου τόσα βάσανα), Ευριπίδης, Ελένη

Η ΕΠΟΧΗ