Οι αναστηλώσεις διαχρονικά έχουν αποτελέσει αντικείμενο κριτικής αλλά και αυτοκριτικής σε κάποιες περιπτώσεις. Σήμερα στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης βρίσκεται ένα ζήτημα που δεν είναι αμιγώς αναστηλωτικό, αλλά αφορά το τοπίο του πλέον εμβληματικού μνημείου της χώρας και ενός από τα σημαντικότερα παγκοσμίως. Της Ακρόπολης.
Αφετηρία υπήρξε η αντικατάσταση του παλιού αναβατορίου αναπήρων και εμποδιζόμενων επισκεπτών που είχε τοποθετηθεί το 2004. Επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το έργο της αντικατάστασης δρομολογήθηκε ως δημόσιο. Υπό τον συντονισμό τής πολιτικής ηγεσίας, οι υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού βρήκαν την πλέον κατάλληλη και τεχνικά εφικτή λύση και ο νέος ανελκυστήρας πλαγιάς μεταβλητής κλίσης εντάχθηκε στον προγραμματισμό του υπουργείου. Η σύγκριση με τη δεκαετή αδιαφορία που προηγήθηκε καταδεικνύει το μέγεθος της προόδου που επιτεύχθηκε μέσα σε σύντομο χρόνο.
Μετά τις εκλογές η νέα κυβέρνηση σταμάτησε αυτό το δρομολογημένο δημόσιο έργο επιλέγοντας να το χαρίσει σε ιδιώτη χορηγό. Την ίδια στιγμή μείωσε τον προϋπολογισμό του υπουργείου Πολιτισμού κατά 14 εκατ. και το εθνικό σκέλος τού Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων κατά 9 εκατ.
Η χορηγία δεν ήρθε για να γίνουν περισσότερα στον τομέα του πολιτισμού, αλλά ως ένα αστραφτερό περιτύλιγμα για να αποκρύψει το γεγονός ότι θα γίνουν λιγότερα. Κυρίως, όμως, η τεράστια συμβολική αξία αυτού του κορυφαίου μνημείου αλλά και η κοινωνική ευαισθησία για τα ζητήματα αναπήρων εργαλειοποιήθηκαν προκειμένου να υπηρετηθεί το ψευδεπίγραφο κυβερνητικό αφήγημα ότι το Δημόσιο δεν μπορεί να κάνει τίποτα χωρίς τους ιδιώτες. Ούτε καν για τους ανάπηρους και την Ακρόπολη.
Με αφορμή τον ανελκυστήρα ξεκίνησαν οι εκτεταμένες διαστρώσεις με σκυρόδεμα που αρχικά παρουσιάστηκαν ως έργο προσβασιμότητας αναπήρων. Πλέον είναι σαφές ότι δεν έχουν να κάνουν με τους ανάπηρους επισκέπτες. Πρόκειται για τη διαμόρφωση των τελικών επιφανειών της Ακρόπολης με βάση προ εικοσαετίας θεωρητικές προτάσεις για την αποκατάσταση ιδεατών αρχαίων επιπέδων.
Το συγκεκριμένο ζήτημα ήταν προγραμματισμένο να αντιμετωπιστεί μετά το 2025 και την ολοκλήρωση των αναστηλωτικών προγραμμάτων ύστερα από εξαντλητική διεπιστημονική προετοιμασία και ωρίμανση. Για λόγους πολιτικής εκμετάλλευσης, που έχουν να κάνουν με ένα άλλο κυβερνητικό αφήγημα, αυτό της δήθεν αποτελεσματικότητας, ήρθε εσπευσμένα πέντε χρόνια μπροστά. Καθώς, όμως, τα αναστηλωτικά προγράμματα συνεχίζονται, έγιναν μονόδρομος «βαριές» λύσεις που αντέχουν μεγάλα φορτία και χρήση εργοταξίου.
Πρόκειται για μια παρέμβαση που υπερβαίνει κατά πολύ την αρχή του «ελάχιστου αναγκαίου». Το τοπίο ενός μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς αλλάζει άρδην, χωρίς καμία διαβούλευση για την εξέταση άλλων τεχνικών λύσεων και διαφορετικών προσεγγίσεων, χωρίς καμία έστω παρουσίαση πριν προχωρήσει η υλοποίηση. Αυτός ο απόλυτος αιφνιδιασμός βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τη μακρά παράδοση για τα έργα της Ακρόπολης.
Τα ζητήματα της συνολικής σύνθεσης και της αισθητικής της παρέμβασης παρακάμφθηκαν. Το αποτέλεσμα έχει προκαλέσει την κριτική πλήθους ειδικών και την έντονη αντίδραση της κοινής γνώμης ότι το έργο δεν βρίσκεται σε αρμονία με τα μνημεία και τον αρχαιολογικό χώρο, ότι πρόκειται για ένα «σκληρό» τεχνικό έργο χωρίς καμία «τέχνη». Είναι ψηλά και ο πήχης που έχει βάλει το μαγικό πέρασμα της «μαστοριάς» του Δ. Πικιώνη με τον εμπνευσμένο σχεδιασμό, τη μακρόχρονη ωρίμανση, τον αβίαστο τρόπο υλοποίησης.
Οι επιστήμονες της Ακρόπολης μόνο να κερδίσουν έχουν αν αντιληφθούν το ρίσκο στο οποίο τους έχουν εκθέσει η ιδιοκτησιακή νοοτροπία της κυβέρνησης και η καθυπόταξη αυτού του οικουμενικού μνημείου στις πολιτικές της σκοπιμότητες. Μόνο κερδισμένοι θα είναι αν αφουγκραστούν την ουσία της κριτικής που γίνεται ανταποδίδοντας τη βαθιά εκτίμηση που υπάρχει για το μοναδικό αναστηλωτικό έργο τους όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Να σταματήσουν οι διαμορφώσεις στην Ακρόπολη και με νηφαλιότητα να αναζητηθούν εκείνα τα όρια και τα σημεία ισορροπίας που θα έχουν τη μέγιστη δυνατή διεπιστημονική συναίνεση για το τι πρέπει να γίνει διασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό και την κοινωνική καταξίωση.
Ο Κώστας Στρατής είναι πρώην υφυπουργός Πολιτισμού
Πηγή: Η Αυγή