Είναι αλήθεια πως η ύφεση της ελληνικής οικονομίας στο δ’ τρίμηνο 2020 και στο έτος συνολικά ήταν μικρότερη της επισήμως αναμενόμενης κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες περίπου (-8,2% έναντι εκτίμησης -10,5% του Προϋπολογισμού). Και αυτό οφείλεται στα εν πολλοίς προσωρινά μέτρα στήριξης που έλαβε η κυβέρνηση, όσο και στην αναθεώρηση των επιδόσεων των προηγούμενων τριμήνων από την ΕΛΣΤΑΤ.
Γι’ αυτό και ο υπουργός Οικονομικών κ. Σταϊκούρας, ως έμπειρος πολιτικός που είναι, φρόντισε να τονίσει πως τα αποτελέσματα αυτά είναι προσωρινές εκτιμήσεις που αναμφίβολα θα αναθεωρηθούν με τα αποτελέσματα του επόμενου τριμήνου.
Ωστόσο, ο κ. Σταϊκούρας, μη μπορώντας να αποστασιοποιηθεί από την πολιτική του ιδιότητα, δεν απέφυγε τον πειρασμό να εξωραΐσει την εικόνα της κατάστασης και πορείας της ελληνικής οικονομίας, αποδίδοντας εύσημα ορθότητας στην ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική.
Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε πως το 4ο τρίμηνο σε σχέση με το 3ο, η ελληνική οικονομία μάλλον παρουσιάζει την καλύτερη επίδοση στην Ευρώπη, πως τα δημοσιονομικά μέτρα τα οποία έχουν ληφθεί είναι πολύ περισσότερα από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο (σύμφωνα με μελέτες) και πως τα μέτρα πέτυχαν γιατί περιόρισαν τα «λουκέτα», τη διόγκωση της ανεργίας και την ύφεση, ενώ η αύξηση των αποταμιεύσεων κατά 20 δισ. υπόσχεται αύξηση της κατανάλωσης προσεχώς.
Ας δούμε, λοιπόν, πόσο ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα όλα αυτά και εάν πιστοποιούν την ορθότητα της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής:
1. Είναι αληθές πως τα μέτρα περιόρισαν το βάθος της ύφεσης, όπως το έκαναν παντού στην Ε.Ε. και όπου αλλού ελήφθησαν παρεμφερή μέτρα. Ομως, τα μέτρα είναι προσωρινά, φέτος μειώνονται και όταν αποσυρθούν οριστικά μέσα στη διάρκεια των επόμενων μηνών, θα φανούν τόσο η αύξηση των επιχειρηματικών λουκέτων και της ανεργίας όσο και η εκ νέου εκτίναξη του ιδιωτικού χρέους και των «κόκκινων» δανείων.
2. Το να λέγεται πως «η ελληνική οικονομία, αν και κλυδωνίστηκε ισχυρά, άντεξε» υποδηλώνει (α) πως υπάρχει κάποιο όριο πέραν του οποίου η οικονομία δεν αντέχει, το οποίο όμως επιμελώς δεν δηλώνεται, (β) πως αφήσαμε την κρίση πίσω μας και επιστρέφουμε βαθμηδόν στην κανονικότητα, όταν η αβεβαιότητα για την παγκόσμια οικονομία είναι στα ύψη ασχέτως της όποιας ανάκαμψης σημειωθεί το 2021, (γ) πως αυτό που ενδιαφέρει είναι η οικονομία να αντέχει κι ας βουλιάζει στην αναδουλειά, τη φτώχεια και τα χρέη η κοινωνία.
3. Το επιχείρημα ότι η ύφεση το 2020 ήταν μικρότερη της επίσημης πρόβλεψης κι ότι πιστοποιεί την ορθότητα της ακολουθούμενης πολιτικής είναι τουλάχιστον αστείο. Με την ίδια λογική, αν είχε προβλεφθεί δύο φορές χειρότερη ύφεση, τώρα θα έπρεπε το οικονομικό επιτελείο να πανηγυρίζει χοροπηδώντας… πάνω στα χαλάσματα της πραγματικής ύφεσης. Η ιστορία με τον Χότζα είναι αρκετά διδακτική σχετικά…
4. Η εκτίμηση για αναπτυξιακή πρωτιά της Ελλάδας στην Ε.Ε. το 4ο τρίμηνο (σε σχέση με το 3ο) είναι απλά εσφαλμένη: με αύξηση ΑΕΠ κατά 2,7% η Ελλάδα ισοβάθμησε με την Κροατία στην 3η θέση, πίσω από τη Μάλτα (3,8%) και τη Ρουμανία (5,3%).
5. Αντίστοιχα, η αξιολόγηση της ορθότητας της οικονομικής πολιτικής μπορεί να γίνει μόνο συγκρίνοντας με τις επιδόσεις των άλλων χωρών-μελών της Ε.Ε. και ιδιαίτερα όσων ήταν σε μνημόνια όπως η Ελλάδα.
Οταν, λοιπόν, την περασμένη δεκαετία 2010-2019 η ελληνική οικονομία έχει σωρευτικά απώλεια 20,8 ποσοστιαίων μονάδων (π.μ.) του ΑΕΠ της, ενώ η ευρωζώνη αυξάνει το ΑΕΠ της κατά 13,8 π.μ. και η Ε.Ε.-27 το αυξάνει κατά 15,7 π.μ., τότε είναι λογικό να προσδοκά κανείς μια πολύ πιο δυναμική ανάκαμψη και πρωτιά της ελληνικής οικονομίας, εν μέσω πανδημίας, σύμφωνα με την προβεβλημένη λογική του «συμπιεσμένου ελατηρίου»…
6. Αντ’ αυτής, όμως, έχουμε μια οριακή μόνον αύξηση του λόγου επενδύσεων παγίου κεφαλαίου/ΑΕΠ στην Ελλάδα (0,3 π.μ.) την τελευταία εξαετία, έναντι αύξησης 2,5 π.μ. στην ευρωζώνη, 4 π.μ. στην Πορτογαλία και 9,3 π.μ. στην Ιρλανδία (βλ. γράφημα).
7. Επίσης, αν και η πιο υπερχρεωμένη χώρα της Ευρώπης, η Ελλάδα σημειώνει τη μεγαλύτερη αύξηση του λόγου δημοσίου χρέους/ΑΕΠ στη διάρκεια του τελευταίου έτους τόσο έναντι της Ε.Ε. συνολικά όσο και έναντι των «μνημονιακών» χωρών-μελών της (βλ. πίνακα).
8. Ακόμη, είναι ιδιαιτέρως σημαντικό κοινωνικά το πόσο πιο αδύναμη είναι η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης στην Ελλάδα: το δίμηνο Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2020 ο όγκος λιανικού εμπορίου στη χώρα μας μειώθηκε ετησίως κατά μέσον όρο 9%, όταν στην ευρωζώνη η μείωση περιορίστηκε στο 0,5%. Και αυτό συνέβη μολονότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα είναι αρνητικός (-2% περίπου), όταν στην Ε.Ε. είναι 0,5% θετικός.
9. Η εκτίμηση ότι η αύξηση των αποταμιεύσεων θα διοχετευτεί στην αυριανή κατανάλωση είναι μάλλον αυθαίρετη. Γιατί αυτό θα εξαρτηθεί από την αβεβαιότητα που τότε θα επικρατεί, σε σχέση τόσο με την πανδημία όσο και με τη στάθμη των εισοδημάτων, ενώ θα εκκρεμούν η αποπληρωμή των χρεών που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας και η ρύθμιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις τράπεζες.
10. Τέλος, δεν γνωρίζω σε ποιες μελέτες αναφέρεται ο κ. Σταϊκούρας, όμως σύμφωνα με δύο διαγράμματα πρόσφατου οικονομικού δελτίου της ΕΚΤ (ECB Economic Bulletin, Issue 1/2021), τα δημοσιονομικά μέτρα και οι εγγυήσεις στήριξης της οικονομίας που έλαβε η κυβέρνηση το 2020 κινούνται ελαφρώς κάτω (και όχι πάνω) από τον σταθμισμένο μέσο όρο της ευρωζώνης.
Κατόπιν όλων αυτών των επισημάνσεων, πόσο αλήθεια ορθή και επιτυχής μπορεί να θεωρείται η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, κύριε υπουργέ;
Κώστας Καλλωνιάτης
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών