Macro

Νίκος Γραικός: Και πεπεισμένος είμαι, και παλεύω. Ξερόλας δεν είμαι

Νίκος Γραικός «Ερωτήματα. Μια ζωή γεμάτη ερωτηματικά και θαυμαστικά», εκδόσεις Συρτάρι, 2020

 

Το πρώτο ερώτημα που θέτει από τη μεριά του ο αναγνώστης στον εαυτό του, διαβάζοντας τα ερωτήματα του Νίκου Γραικού, είναι πού θα κατέτασσε ένα τέτοιο βιβλίο. Μοιάζει ως προς τη δομή με συλλογή διηγημάτων, αφού παρατίθενται ολιγοσέλιδα κείμενα στη σειρά, με ένα διαφορετικό θέμα κάθε φορά που τίθεται υπό μορφή ερωτήματος. Δεν πρόκειται όμως για κάτι τέτοιο, αφού ο τρόπος γραφής και το συνολικό περιεχόμενο δεν προδιαθέτει σε αποσπασματική αφήγηση, ούτε ανάγνωση. Μπορεί κανείς να διαβάσει τα κείμενα ανακατεμένα, δεν έχει όμως νόημα να διαβάσει ένα τώρα και ένα τρεις μέρες μετά, θα χάσει όλο το κλίμα του βιβλίου που είναι το μείζον. Θα μπορούσε να θεωρηθεί, λίγο τραβηγμένα, και συλλογή αδημοσίευτων χρονογραφημάτων, αφού έχουν και μια τέτοια πτυχή. Υπάρχει ένας αέρας χρονογραφήματος, με πολύ ισχυρό προσωπικό ύφος. Θα μπορούσαν όμως να διαβαστούν απλώς ως ενιαίο όλο –και αυτό βέβαια είναι το καλύτερο–, ως αφήγημα, χωρίς άλλη διευκρίνιση. Ως λογοτεχνία σε κάθε περίπτωση, αφού υπάρχουν τουλάχιστον δύο βασικά στοιχεία που προς τα εκεί κατατείνουν.

 

Το ένα είναι ότι τίθενται ερωτήματα χωρίς να προδικάζονται απαντήσεις, κάτι που κάνει κατά κόρον η λογοτεχνία ενώ δεν το κάνει, τουλάχιστον δεν είναι αυτός ο διακηρυγμένος σκοπός της, η δημοσιογραφία. Το δεύτερο είναι ότι υπάρχει άμεση εμπλοκή ενός πρωταγωνιστή, ενός «ήρωα», καλύτερα ενός λογοτεχνικού χαρακτήρα. Δεν έχει σημασία αν αυτός ο λογοτεχνικός χαρακτήρας είναι δεδηλωμένα ο συγγραφέας, και αυτό είναι στοιχείο που επαναλαμβάνεται πολλές φορές στη λογοτεχνία. Η ματιά είναι εσωτερική, είναι ματιά εμπλεκόμενου στη δράση και όχι παρατηρητή της. Και ας είναι, η δράση, ένα μοίρασμα με τον αναγνώστη κοινών εμπειριών, ιδιωτικών στιγμών αλλά και ιδεών, και δημόσιων ζητημάτων. Η λογοτεχνία, πλέον, άλλωστε, δεν έχει στεγανά.

Ας παραθέσουμε μερικούς τίτλους – ερωτήματα: Τα ζώα τα φοβάμαι ή τα αγαπώ; Πότε έσπασε το σχοινί; Γεννιέσαι ή γίνεσαι; Το αίμα νερό δεν γίνεται; Η φιλία είναι πόνος ή χαρά; Στην πόλη δεν υπάρχει φύση; Το φαγητό μας καθορίζει; Να γίνουμε ποιητές ή να ζήσουμε ποιητικά; Είμαστε πιστοί ή πολίτες; Η ευτυχία είναι υποχρεωτική; Ετικέτες παντού ετικέτες; Είναι τυχαίο που ξυπνάω νωρίς; Υπάρχουν όμορφοι και άσχημοι άνθρωποι; Ταξιδεύεις; Είμαστε ένθεα όντα; Ο θάνατος μπορεί να γίνει γαλήνιος;

Υπάρχουν και δυο-τρία μέρη που δεν έχουν τυπικά τη μορφή ερωτήματος: όπως το «Σαρκίο, σώμα, κορμί», που είναι βέβαια από μόνο του ένα ερώτημα ούτως ή άλλως ή το εισαγωγικό «Το βιεννέζικο σαλονάκι» που, χωρίς να βάζει ερωτηματικό, θέτει το ερώτημα της παιδικής μνήμης και στάσης, και της ενηλικίωσης.

 

Μια πραγματικά επιδραστική γραφή

Ο Νίκος Γραικός μιλάει λοιπόν για όλα σε αυτό το βιβλίο. Για την παιδική ηλικία και το παιδί που κρύβει μέσα του, για την ερωτική σχέση του με τη δουλειά του ως δασκάλου ελληνικών σε ξένους, στο Παρίσι κυρίως αλλά και στα ελληνικά νησιά το καλοκαίρι, για τα καλοκαίρια του στην Αλόννησο, για τη διπλή ταυτότητα, ελληνική και γαλλική, για τη σχέση του με τους πεθαμένους γονείς του, για τις πνευματικές συγγένειες και τα διάφορα είδη φιλίας, για τον έρωτα, τις δυσκολίες ενός ομοφυλόφιλου ανθρώπου, αλλά και τη συμφιλίωσή του με αυτές, για την οικολογία που χωρίς άλλη πολιτική συνείδηση καταντά, κατά το γνωστό σύνθημα, κηπουρική, για την αγάπη του για το μαγείρεμα, την ελληνική και τη γαλλική κουζίνα, τους κανόνες καλής συμπεριφοράς και αν πρέπει ή όχι να τους τηρούμε, για τον τομέα του πολιτισμού στην πολιτική ζωή, για το 2015, Ιανουάριο και Ιούλιο, όπου το δημοψήφισμα και τις συνέπειές του το παρουσιάζει βιωματικά, γι’ αυτό και ιδιαίτερα συγκινητικά, για τις ετικέτες που βάζουν πολλοί εύκολα στους άλλους, με βάση μια πολιτική τοποθέτηση. Και βέβαια για την αγάπη, για τον θάνατο, την αγωνία του τι μένει από τον καθένα μας μετά το τέλος.

Ο λόγος του είναι χειμαρρώδης. Όσοι έχουν γνωρίσει τον Νίκο Γραικό, σε κάποια δημόσια εκδήλωση ή και από τη συμμετοχή του ακόμα μόνο στις ευρωεκλογές, στο ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ, θα ξέρουν ότι ο λόγος του είναι χειμαρρώδης, διακρίνεται από ευγλωττία, πάθος και ακρίβεια ταυτόχρονα. Όπως ο ίδιος παραδέχεται στο βιβλίο, είχε επίγνωση πάντα αυτής του της ικανότητας αλλά θεωρούσε ότι στο γραπτό λόγο τα κατάφερνε λιγότερο καλά. Γι’ αυτό και απέφευγε την έκδοση βιβλίου. Ωστόσο κατάφερε να βρει τον δρόμο της γραφής με ένα πρώτο λογοτεχνικό κείμενο, σε συλλογικό τόμο, την περίοδο της πανδημίας. Ένας φίλος του βιβλιοπώλης του έγραψε ότι είδε στο κείμενο την ταύτιση συγγραφέα – έργου, την ευθύτητα και τη λυρικότητα του προφορικού του λόγου. Οπότε εμπιστεύτηκε αυτό το δρόμο, το δρόμο «της προφορικότητας του γραπτού λόγου», που οδηγεί σε μια πραγματικά επιδραστική γραφή.

 

Παρατηρήσεις για τη ζωή

Μέσα στο κείμενο οι παρατηρήσεις που κάνει για τη ζωή, τη γνώση, τον έρωτα, τον πολιτισμό, τον δημόσιο χώρο είναι εκατοντάδες και πολύ ενδιαφέρουσες. Είτε μιλάει για τον Κουασιμόδο, την καμένη Νοτρ Νταμ και τις φωλιές γερακιών που υπήρχαν εκεί, είτε μιλάει για το νεοσυντηρητισμό των σημερινών κοινωνιών, είτε για τα μαθήματά του στη «Φωνή-Γραφή» που χρησιμοποιούν και θεατρικές μεθόδους προκειμένου να εμπλέξουν συναισθηματικά τον μαθητή με τη γλώσσα. «Σας ευχαριστώ που μου μάθατε να μιλώ ακαταλαβίστικα, αλαμπουρνέζικα και τσάτρα πάτρα», του είπε ένας μαθητής του. Και εκείνος σκέφτηκε: «Δηλαδή τέλεια ελληνικά. Η καλύτερη επιβράβευση μιας σχεδόν σαραντάχρονης προσπάθειας».

Σε σχέση με την πολιτική του στάση, αλλά και τις αντιπαραθέσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, λέει: «αγαπώ τους σοβαρούς ανθρώπους που ξέρουν να διαφωνούν με σεβασμό. Η πολιτική αντιπαράθεση με σεξιστική φρασεολογία είναι εμετική. Η πολιτική αντιπαράθεση με χτυπήματα κάτω από τη μέση, ειδικά όταν προέρχονται από δήθεν προοδευτικούς ανθρώπους, είναι απαράδεκτη. Πάντα πίστευα ότι δεν υπάρχουν αριστεροί και δεξιοί, υπάρχουν αριστερές και δεξιές απόψεις». Όσο για το «τα ξέρω όλα και έχω δίκιο», λέει πως δεν είναι ένδειξη παιδείας. «Η εποχή της Πράβντα και της απόλυτης αλήθειας έχει περάσει προ πολλού. Και πεπεισμένος είμαι και παλεύω. Ξερόλας δεν είμαι».

 

Τεράστια αγκαλιά

Το βιβλίο ξεχειλίζει από πάθος και τρυφερότητα. Είτε μιλάει για πολιτικά θέματα, είτε για τη ζωή με τον σύντροφό του, είναι γραμμένο, όπως και ο ίδιος άλλωστε λέει, ως «η τεράστια αγκαλιά που δεν κατάφερα να προσφέρω στους φίλους».

Το μεγαλύτερο ωστόσο προτέρημα αυτού του βιβλίου, είναι ίσως ότι παραμένει εκκρεμές. Όπως εκκρεμής είναι η προσωπική του ταυτότητα, η ελληνογαλλική, έτσι μοιάζει να είναι και η ταυτότητα του ιδανικού του αναγνώστη. Είναι σαν να απευθύνεται σε έναν υποψιασμένο Έλληνα, λέγοντάς του γαλλικά μυστικά, και σε έναν υποψιασμένο Γάλλο, για τα ελληνικά μυστικά. Και όλα αυτά να συγκροτούν ένα σώμα κειμένων ικανών να παλαντζάρουν ή να αιωρούνται, σε αυτή την ωραία, ασταθή αλλά και διαρκή ισορροπία στην οποία συνίστανται οι ζωές μας.

Μανώλης Πιμπλής

Πηγή: Η Εποχή