Ο καπιταλισμός σπέρνει τον όλεθρο στον κόσμο όπου ζούμε. Η κλιματική αλλαγή απειλεί να κάνει αγνώριστο τον πλανήτη, πνίγοντας παραθαλάσσιους οικισμούς, εντείνοντας ξηρασίες και καύσωνες, επιτείνοντας ακραία καιρικά φαινόμενα.
Και φυσικά, οι φτωχότεροι άνθρωποι του κόσμου υφίστανται τις πιο βλαβερές συνέπειες. Η υπεραλίευση έχει οδηγήσει την αλιεία στα πρόθυρα της κατάρρευσης· οι πηγές φρέσκου νερού σπανίζουν σε περιοχές που φιλοξενούν τον μισό παγκόσμιο πληθυσμό· η βιομηχανική γεωργία με εντατική χρήση λιπασμάτων έχει εξαντλήσει τις θρεπτικές ουσίες από τη γεωργική γη· τα δάση ισοπεδώνονται με εκπληκτικούς ρυθμούς για να δώσουν χώρο σε βιομηχανικές καλλιέργειες και αγροκτήματα βοοειδών· οι ρυθμοί εξαφάνισης ειδών συγκρίνονται με εκείνους των προϊστορικών Αποκαλύψεων που προκαλούνταν από μετεωρίτες.
Όλα αυτά δεν είναι ζητήματα που αντιμετωπίζονται απλά αλλάζοντας μια λάμπα. Η ανθρώπινη δραστηριότητα έχει μετασχηματίσει ολόκληρο τον πλανήτη με τρόπους που πλέον απειλούν τον τρόπο που κατοικούμε σ’ αυτόν ‒ και κάποιους από μας πολύ περισσότερο απ’ ό,τι άλλους.
Αν όμως επισημάνεις ότι δεν είναι αφηρημένα η ανθρωπότητα, αλλά ο καπιταλισμός αυτός που θα έπρεπε να θεωρηθεί υπεύθυνος, θα ακούσεις μια γνωστή ανταπάντηση: ο σοσιαλισμός είναι εξίσου κακός για το περιβάλλον! Η παραγωγή στη Σοβιετική Ένωση κινήθηκε, επίσης, με βάση τα ορυκτά καύσιμα, την υποβάθμιση της γεωργικής γης, τα μολυσμένα ποτάμια, τις αποψιλωμένες απέραντες εκτάσεις.
Είναι αλήθεια ότι οι περιβαλλοντικές επιδόσεις της ΕΣΣΔ δεν εμπνέουν μεγάλη εμπιστοσύνη. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο καπιταλισμός μπορεί να λύσει τα περιβαλλοντικά μας προβλήματα, όπως διακηρύσσουν οι λαμπεροί πράσινοι επιχειρηματίες, ή ότι η σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία πρέπει να εγκαταλειφθεί ολωσδιόλου, όπως μερικοί βαθιά πράσινοι υποστηρίζουν.
Ο καπιταλισμός μπορεί σίγουρα να επιβιώσει μέσα σε διαρκώς επιδεινούμενες περιβαλλοντικές συνθήκες, τουλάχιστον για ένα διάστημα ‒ αλλά θα επιβιώσει κάτω από συνθήκες αυξανόμενου οικο-απαρτχάιντ, με ασφάλεια και άνεση για τους πλούσιους και αυξανόμενες ελλείψεις για τους υπόλοιπους.
Ωστόσο, το όνειρο του σοσιαλισμού του 20ού αιώνα, αυτό της μεγιστοποίησης της παραγωγής με στόχο την αφθονία και την ισότητα, μοιάζει όλο και πιο άπιαστο. Οι μαρξιστές θεώρησαν ότι ο κομμουνισμός θα προκύψει μέσα σε μετα-καπιταλιστικές συνθήκες υπεραφθονίας: τη στιγμή που οι καπιταλιστικές μηχανές δούλευαν στο φουλ, θα μπορούσαν να κατασχεθούν και να τεθούν προς όφελος όλων.
Όμως αυτές οι μηχανές δεν μπορούν πλέον να λειτουργούν με ορυκτά καύσιμα, και ο σύγχρονος καταναλωτικός καπιταλισμός δεν είναι η αφθονία που είχαμε στο μυαλό μας. Πρέπει όχι μόνο να πάρουμε στα χέρια μας τα μέσα παραγωγής, αλλά και να τα μετασχηματίσουμε.
Χρειαζόμαστε, επίσης, ένα όραμα για το μέλλον διαφορετικό από αυτό που προβάλλει τελευταία η Αριστερά. Ο πιο πρόσφατος περιβαλλοντικός αριστερισμός τείνει προς μια αναρχική σκοπιά που αντιμετωπίζει με δυσπιστία την παραγωγή μεγάλης κλίμακας και τη συγκέντρωση εξουσίας ‒ είτε είναι ιδιωτική, είτε δημόσια. Αυτό δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη ‒ γιατί τα περιβαλλοντικά προβλήματα είναι συγκεκριμένα σε κάθε τόπο και συχνά ζητούν άμεσες τοπικές λύσεις μικρής κλίμακας.
Όμως η κλιματική αλλαγή και άλλες περιβαλλοντικές κρίσεις που προκύπτουν από τα παγκόσμια συστήματα παραγωγής και κατανάλωσης, είναι συστημικά ζητήματα της πολιτικής οικονομίας. Η αντιμετώπισή τους απαιτεί κάτι περισσότερο από νησίδες εναλλακτικών πρακτικών. Και τα περιβαλλοντικά προβλήματα δεν σέβονται τα πολιτικά σύνορα: η οικολογική αλληλεξάρτηση είναι μια άλλη υπενθύμιση ότι η βιωσιμότητα θα έρθει μόνο μέσα από την παγκόσμια αλληλεγγύη.
Σε ποιο μέλλον θα πρέπει να προσβλέπει ο σοσιαλισμός του 21ου αιώνα; Πώς μπορούμε να επιτύχουμε μια δίκαιη κοινωνία, χωρίς να στηριζόμαστε στα ορυκτά καύσιμα ή να επιδεινώνουμε άλλες μορφές περιβαλλοντικής καταστροφής;
Αναζητώντας απάντηση, οι σοσιαλιστές πρέπει να κοιτάξουμε σε σοσιαλιστικές-φεμινιστικές παραδόσεις που καταπιάνονται με την εργασία που κάνει τη ζωή αξιοβίωτη. Οι σοσιαλίστριες φεμινίστριες έχουν από καιρό επιστήσει την προσοχή στην εργασία της κοινωνικής αναπαραγωγής –τις αναγκαίες δραστηριότητες για την αναπλήρωση της δύναμης των μισθωτών εργατών‒ τόσο σε ατομικό όσο και σε διαγενεακό επιπεδο, όπως είναι η εκπαίδευση, η φροντίδα των παιδιών, οι δουλειές του σπιτιού και η προετοιμασία του φαγητού.
Οι αγώνες για την κοινωνική αναπαραγωγή έχουν επικεντρωθεί στις απαιτήσεις και τις δυνατότητες της ζωής έξω από το εργοστάσιο, και έχουν πολλά να μας διδάξουν για την οργάνωση νέων τρόπων ζωής. Πρέπει επίσης να αποδώσουμε αξία στο έργο της οικολογικής αναπαραγωγής ‒ να αναγνωρίσουμε ότι η δραστηριότητα των οικοσυστημάτων κρατά τη γη βιώσιμη για την ανθρώπινη ζωή, και να τα φροντίσουμε αναλόγως.
Ενώ ορισμένοι σοσιαλιστές προσβλέπουν σε μια υπεραφθονία των πάντων για όλους, οι περιβαλλοντιστές τείνουν να θεωρούν την υπερκατανάλωση το κύριο αίτιο της υποβάθμισης του περιβάλλοντος. Αλλά δεν είναι κάθε κατανάλωση ίδια.
Ο καπιταλισμός βασίζεται σε φθηνές εισροές, τόσο ως προς την εργασία όσο και ως προς τις φυσικές πρώτες ύλες, προκειμένου να παράξει τα φτηνά αγαθά του. Κατά συνέπεια, το σύστημα πιέζει σταθερά προς τα κάτω τόσο τα εργασιακά όσο και τα περιβαλλοντικά κόστη και πρότυπα.
Τα φθηνά προϊόντα δεν είναι απαραίτητα κακά, δεν πρέπει ωστόσο να παράγονται σε βάρος των εργαζομένων και των οικοσυστημάτων. Ο στόχος μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας δεν είναι να πατάξει τη λαϊκή κατανάλωση, αλλά να δημιουργήσει μια κοινωνία που να δίνει έμφαση στην ποιότητα της ζωής έναντι της ποσότητας των πραγμάτων.
Πρέπει να βρούμε τρόπους να ζήσουμε με πολυτέλεια αλλά χωρίς υπερβολή, αισθητικά μάλλον παρά ασκητικά. Αντί για έναν ατέρμονο κύκλο εργασίας και κατανάλωσης, η ζωή σε ένα σοσιαλιστικό μέλλον χαμηλών εκπομπών άνθρακα θα προσανατολίζεται γύρω από τις δραστηριότητες που κάνουν τη ζωή όμορφη και γεμάτη, αλλά απαιτούν λιγότερο εντατική κατανάλωση πόρων: με ανάγνωση βιβλίων, διδασκαλία, μάθηση, μουσική, παραστάσεις, χορό, σπορ, βόλτες στο πάρκο, πεζοπορία, ξοδεύοντας χρόνο με τους άλλους.
Η παροχή δημόσιων αγαθών επιτρέπει να απολαμβάνουμε κοινές για όλους πολυτέλειες, περιορίζοντας τις σπάταλες μορφές ιδιωτικής κατανάλωσης.
Αυτό σημαίνει δημόσια στέγαση προσιτή για όλους, δωρεάν και εκτεταμένα συστήματα μεταφορών, τόσο εντός όσο και μεταξύ των πόλεων έτσι ώστε οι άνθρωποι μπορούν να μετακινούνται χωρίς να κατέχουν αυτοκίνητο, ευρύχωρα πάρκα και κήπους που προσφέρουν ανάπαυλα από την καθημερινότητα, υποστήριξη των τεχνών και του πολιτισμού σε μια ποικιλία μορφών και άφθονους χώρους για χρήσεις δημόσιας εκπαίδευσης και ψυχαγωγίας, όπως βιβλιοθήκες, γήπεδα μπάσκετ, και θέατρα.
Οι πόλεις συχνά θεωρούνται βασικό μέρος ενός πράσινου μέλλοντος, εξαιτίας της ενεργειακά αποδοτικής πυκνότητάς τους. Όμως οι πράσινες πόλεις δεν απαιτούν μόνο πολεοδόμηση και ψηλά κτίρια. Ο σοσιαλισμός πρέπει να διεκδικήσει εκ νέου την πόλη ως χώρο αγώνα και αλληλεγγύης για την επιδίωξη των αναγκών και των επιθυμιών ‒ για την παροχή δημόσιων πόρων ως μέσο για τη χειραφέτηση και την άνθηση, και να επιμείνει σε δημόσιους χώρους, που θα προσφέρουν ομορφιά και απόλαυση.
Οι καπιταλιστές υπόσχονται ότι η τεχνολογία θα λύσει τα περιβαλλοντικά προβλήματα. Οι τεχνολογικές λύσεις δεν αποτελούν πανάκεια, αλλά δεν μπορούμε να παραδώσουμε την τεχνολογία στο επιχειρηματικό κεφάλαιο· ουτοπικά σοσιαλιστικά σχέδια έχουν εδώ και καιρό φανταστεί έναν καλύτερο κόσμο δημιουργημένο από τον συνδυασμό των ανθρώπινων ικανοτήτων, της φύσης και της τεχνολογίας. Και μια σειρά από σημερινές τεχνολογίες, από τις καθαρές πηγές ενέργειας ως τη βιοτεχνολογία, υπόσχονται να αποτελέσουν μέρος ενός πιο βιώσιμου μέλλοντος.
Όσο όμως ελέγχονται ιδιωτικά, παράγονται μόνο όταν είναι κερδοφόρες, και παραμένουν προσβάσιμες μόνο σε εκείνους που μπορούν να πληρώσουν, το δυναμικό τους θα αξιοποιηθεί μόνο στο βαθμό που εξυπηρετεί τους καπιταλιστές. Μια σοσιαλιστική κοινωνία θα υποστήριζε την έρευνα για προβλήματα των οποίων οι λύσεις δεν είναι κερδοφόρες και θα διασφάλιζε την αξιοποίηση για κοινό όφελος των τεχνολογιών που θα προέκυπταν.
Η ενέργεια, ειδικότερα, είναι κεντρικής σημασίας – η χρήση ενέργειας ευθύνεται για το ήμισυ του συνόλου των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και υποστηρίζει τη σύγχρονη ζωή σε κάθε επίπεδο. Οι τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, και ειδικότερα της ηλιακής ενέργειας, υπόσχονται να αποτελέσουν άφθονες πηγές καθαρής ενέργειας.
Ωστόσο, ενώ η ηλιακή ενέργεια συχνά θεωρείται ως εγγενώς μικρής κλίμακας και δημοκρατική, ιδιωτικές εταιρείες στήνουν γιγαντιαία ηλιακά πάρκα, καθιστώντας τον εαυτό τους δίαυλο για ένα καθαρό ενεργειακό μέλλον. Εν τω μεταξύ, η απορρύθμιση και η ιδιωτικοποίηση των επιχειρήσεων ηλεκτρισμού κοινής ωφελείας στη νεοφιλελεύθερη εποχή έχει παραλύσει την ικανότητα του κοινού να χτίσει μια νέα διασυνδεδεμένη ηλεκτρική υποδομή που θα καταστήσει δυνατή μια μεγάλη μετάβαση προς την καθαρή ενέργεια.
Μια σοσιαλιστική κοινωνία θα μπορούσε να επιλέξει τις πηγές ενέργειας που θα χρησιμοποιεί και πόσο γρήγορα θα πρέπει να γίνει η μετάβαση, στη βάση της γνώσης για τα οφέλη στο περιβάλλον και την υγεία και των κοινωνικών αναγκών, και όχι των περιθωρίων κέρδους. Θα μπορούσε να παράγει καθαρή ενέργεια σε μεγάλη κλίμακα και να οικοδομήσει την απαραίτητη υποδομή ώστε να είναι διαθέσιμη και προσιτή για όλους.
Ταυτόχρονα, οι νέες τεχνολογίες δεν αποτελούν από μόνες τους πρόοδο – ας αφήσουμε στην άκρη τους αυτοαναφορικούς ισχυρισμούς των εταιρειών τεχνολογίας. Οι νέες ιατρικές ηλεκτρονικές συσκευές, για παράδειγμα, δεν μεταφράζονται πάντα σε καλύτερη φροντίδα, τα iPads δεν φέρνουν βελτίωση της εκπαίδευσης ‒ στην πραγματικότητα, πολύ συχνά κάνουν το αντίθετο.
Μια σοσιαλιστική κοινωνία θα λάμβανε αποφάσεις σχετικά με την παραγωγή και την εφαρμογή νέων τεχνολογιών, βασισμένη σε δημοκρατικά επιλεγμένους στόχους, αντί να παράγει και να καταναλώνει σπάταλα, προκειμένου να κρατήσει διάφορες βιομηχανίες κερδοφόρες. Θα μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε ότι όλοι έχουν πρόσβαση σε καθαρό, φθηνό ηλεκτρικό ρεύμα, για παράδειγμα, πριν αφιερώσουμε πόρους για τη δημιουργία ηλεκτρονικών παιχνιδιών για τους πλούσιους.
Σ’ έναν βιώσιμο σοσιαλισμό, θα εξακολουθούσαν να υπάρχουν εξορυκτικές δραστηριότητες, μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας μεγάλης κλίμακας, και βιομηχανικά εργοστάσια. Κάποια από αυτά θα είναι αντιαισθητικά, κάποια από αυτά θα διαταράσσουν τα τοπικά οικοσυστήματα.
Αλλά, αντί του ντάμπινγκ των ζημιών της σύγχρονης παραγωγής στους ανθρώπους με τη μικρότερη δύναμη να αντισταθούν ‒όπως οι εργαζόμενοι, οι φυλετικές μειονότητες και οι ιθαγενείς‒ θα παίρνουμε συνειδητές αποφάσεις για το ποιες ζημιές θα αποδεχτούμε, πού και πώς, ιεραρχώντας τις οπτικές και τις ανάγκες εκείνων που εδώ και καιρό έχουν υποφέρει από αυτές.
Θα μπορούσαμε να αντιμετωπίζουμε τα τοπία ως κάτι περισσότερο από άδειες εκτάσεις και να αναγνωρίσουμε ότι η παρουσία της βιομηχανίας δεν πρέπει να σημαίνει καταστροφή. Θα μπορούσαμε να καταβάλουμε τα κόστη ελαχιστοποίησης των περιβαλλοντικών ζημιών και όχι να «κόβουμε δρόμο» για να κερδίσουμε στον ανταγωνισμό.
Ο καπιταλισμός άρχισε με την περίφραξη δημόσιων και κοινών πόρων για ιδιωτικό όφελος και την εκδίωξη των προηγούμενων χρηστών τους. Η συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής θα πρέπει να περιλαμβάνει την κοινή ιδιοκτησία της γης, των θαλασσών και της ατμόσφαιρας. Αυτό θα σήμαινε όχι μόνο την κοινή χρήση των πόρων που παράγουν αυτοί οι χώροι, αλλά και την από κοινού απόφαση για το πώς θα χρησιμοποιούνται.
Μια σοσιαλιστική κοινωνία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την επιστημονική γνώση έτσι ώστε να διαχειρίζεται και να ρυθμίζει με οικολογικό τρόπο τη χρήση αυτών των χώρων, αντί να υποχωρεί στις ιδιοτροπίες της βιομηχανίας: Για παράδειγμα, θα ακούγαμε το 98% των επιστημόνων που λένε ότι η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή είναι πραγματικότητα, και όχι τα ψέματα του λόμπι των ορυκτών καυσίμων.
Στο σοσιαλισμό, θα παίρναμε αποφάσεις για τη χρήση των πόρων δημοκρατικά, με γνώμονα τις ανθρώπινες ανάγκες και αξίες και όχι τη μεγιστοποίηση του κέρδους. Ένας οικολογικά βιώσιμος σοσιαλισμός δεν αφορά τη διατήρηση μιας εξιδανικευμένης έννοιας της παρθένας, ανέγγιχτης φύσης.
Αφορά αντίθετα την επιλογή του κόσμου που δημιουργούμε και ζούμε, και την αναγνώριση ότι μοιραζόμαστε αυτό τον κόσμο και με άλλα είδη εκτός από τους ανθρώπους. Ένας κόσμος αξιοβίωτος είναι ένας κόσμος όπου ο καθένας μπορεί να έχει μια καλή ζωή, αντί απλά να παλεύει για τα προς το ζην.
Αυτός ο κόσμος θα χρειάζεται δάση, αλλά και εργοστάσια, καταφύγια άγριας φύσης, αλλά και πόλεις. Στόχος μας θα είναι να προσφέρουμε στους ανθρώπους μια καλή δουλειά, αλλά και να δουλεύουμε λιγότερο· θα σκεφτόμαστε ποιες δουλειές είναι πραγματικά χρήσιμες αντί να δημιουργούμε θέσεις εργασίας μόνο και μόνο για να έχουν οι άνθρωποι απασχόληση.
Θα επιλέξουμε να κρατήσουμε κάποιους χώρους ελεύθερους από οποιαδήποτε προφανή ανθρώπινη χρήση, τόσο για να προστατεύσουμε εκεί την άγρια ζωή, όσο και, παράλληλα, να δώσουμε στους ανθρώπους τη δυνατότητα να δραπετεύουν από τη ζωή της πόλης και να περνούν το χρόνο τους σε αποκατεστημένα οικοσυστήματα. Θα έχουμε στόχο να παράγουμε αρκετά ώστε καθένας να ζει μια ζωή πλούσια και γεμάτη, παρά να ελπίζει σε μια «καλή ζαριά» για τη συσσώρευση ιδιωτικού πλούτου.
Με τις ανάγκες μας καλυμμένες, θα μπορέσουμε να συνειδητοποιήσουμε τις ανθρώπινες δυνατότητές μας, στο πλαίσιο χαλαρών κοινωνικών σχέσεων τόσο με τους ανθρώπους όσο και με τα άλλα είδη, όπου από κανέναν δεν θα λείπουν ούτε τα αγαθά, ούτε ο χρόνος για να κάνει αυτά που επιθυμεί.
Η Alyssa Battistoni είναι συντάκτρια του περιοδικού Jacobin και υποψήφια διδάκτορας πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Γέιλ.
Μετάφραση: Commonality
Πηγή: Jacobin