Οχι. Η Αμερική δεν βάφτηκε ποτέ «κόκκινη». Ποτέ μέχρι τώρα. Και η εκλογή Τραμπ είναι αμφίβολο εάν μπορεί να κινητοποιήσει ανθρώπους με το πάθος, την επιμονή και την αφοσίωση των ριζοσπαστών του 19ου και του 20ού αιώνα.
Ωστόσο υπήρξε μια εποχή που οι επαναστάτες στις ΗΠΑ ατένιζαν το μέλλον σίγουροι ότι το βάθος του ουρανού θα ήταν τελικά «κόκκινο».
Τη διάσταση αυτή άλλωστε επιβεβαιώνει και η ένταση του αντικομμουνισμού που αναπτύχθηκε, πολύ πριν από τον Ψυχρό Πόλεμο, ήδη από το 1920.
Ειδικότερα μετά το Κραχ του 1929, σε μια εποχή ριζικού κλυδωνισμού, οι νέες κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές ισορροπίες είχαν το ανεξίτηλο στίγμα της αμερικανικής Αριστεράς και της πολιτικής του Λαϊκού Μετώπου.
Οι περίπου 3.000 Αμερικανοί πολίτες που έσπευσαν το 1936 στα χαρακώματα της Ισπανίας, και μεταξύ τους διάσημοι διανοούμενοι όπως ο Τζον Ντος Πάσος ή ο Ερνεστ Χέμινγουεϊ, δεν είναι παρά μία μόνο ένδειξη αυτής της πραγματικότητας.
Στο κέντρο της, βρίσκονταν οι υπερατλαντικοί μετανάστες και οι μετανάστριες της πρώτης και της δεύτερης γενιάς (Ιταλοί, Σκανδιναβοί, Σλάβοι, Ούγγροι, Γερμανοί, Πολωνοί, Ρώσοι, Ουκρανοί κ.ά.) που, από τις αρχές του 20ού αιώνα έως και τη δεκαετία του ’50, οργάνωσαν την καθημερινότητά τους στις ΗΠΑ μέσα από τις ιδέες, τις αντιλήψεις και τις νοοτροπίες του σοσιαλιστικού και του κομμουνιστικού κινήματος.
Ανάμεσά τους, ο κόσμος της ελληνικής και ελληνοαμερικανικής Αριστεράς που δρούσε παράλληλα και ανταγωνιστικά με τις θεσμικές, εθνοτοπικές ή πατριωτικές οργανώσεις και που ώς τώρα είχε παραμείνει ανεξερεύνητος.
Αυτοί οι μέχρι σήμερα «αόρατοι άνθρωποι» αναδεικνύονται στην «Κόκκινη Αμερική»: ένα συναρπαστικό έργο κοινωνικής Ιστορίας του Κωστή Καρπόζηλου, το οποίο θα κυκλοφορήσει σε ένα δεκαήμερο από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Είναι οι ανθρακωρύχοι του Κολοράντο, οι ατσαλάδες της Βαλτιμόρης, οι πιατάδες του Σινσινάτι, οι βιομηχανικοί εργάτες του Ντιτρόιτ, οι εργάτες της γουναρομαρκέτας του Μανχάταν, οι συντάκτες και οι συντάκτριες των ελληνόφωνων εφημερίδων, οι οποίες από το 1918 ώς το 1956 εξέφραζαν το διανοητικό, κοινωνικό και πολιτικό φορτίο της Αριστεράς στις ΗΠΑ, οι Ελληνες και Ελληνοαμερικανοί εγγεγραμμένοι/ες στις οργανώσεις ή στα συνδικάτα – εσελεπιστές (από τα αρχικά του Socialist Labor Party), τροτσκιστές, αναρχικοί, κομμουνιστές ή ριζοσπάστες – μέχρι και τα μέλη της χορωδίας εκείνων των εργατικών συνδέσμων που επέμεναν να τραγουδούν επαναστατικούς ύμνους…
Οι πρώτοι και οι πρώτες είχαν φτάσει στις ΗΠΑ την περίοδο 1892-1924, με το μεγαλύτερο έως τότε κύμα πληθυσμιακής μετακίνησης της νεότερης ιστορίας.
Οπως αναφέρει ο σχετικός στίχος στη βάση του Αγάλματος της Ελευθερίας, ήταν οι ευπρόσδεκτοι «κολασμένοι» του Παλαιού Κόσμου που κουβαλούσαν το όραμα ενός Νέου Κόσμου, κι ας μην είχαν γαλουχηθεί με επαναστατικές ιδέες.
Σήμερα που είμαστε μάρτυρες μιας επίσης τεράστιας μετακίνησης πληθυσμών, βλέπουμε τους σύγχρονους καταφρονεμένους, τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, μέσα από το πρίσμα της ευαισθησίας, της συμπόνιας και της αλληλεγγύης ή μη.
Ομως η «Κόκκινη Αμερική» μας υπενθυμίζει μια διαφορετική οπτική: εκείνη που προσεγγίζει τους «κολασμένους» ως πρωταγωνιστές και όχι ως θύματα της Ιστορίας.
Ο συγγραφέας ξεκινά την αφήγησή του από τον κατεστραμμένο μεταναστευτικό καταυλισμό των ανθρακωρύχων του Λάντλοου μετά την πολύνεκρη σφαγή των απεργών στα ορυχεία του Ροκφέλερ, όπου στις 20 Απριλίου του 1914 δολοφονήθηκε από την εθνοφρουρά ο Ηλίας Σπαντιδάκης ή Λούις Τίκας, μέλος της απεργιακής ηγεσίας.
Αλλά αναδεικνύει και τη μεγάλη χοροεσπερίδα της εφημερίδας «Εμπρός» στη Νέα Υόρκη, όπου ο κόσμος του ελληνικού κομμουνισμού τραγουδούσε τον διεθνή εργατικό ύμνο στις 30 Οκτωβρίου 1926, αλλά και χόρευε τσάρλεστον ώς το πρωί.
Λίγα χρόνια μετά, η λέσχη των Ελλήνων τροτσκιστών της Νέας Υόρκης φιλοξενούσε τον Μεξικανό ζωγράφο Ντιέγκο Ριβέρα συζητώντας για την επαναστατική τέχνη.
Ο Καρπόζηλος εστιάζει επίσης στο πολυτελές εστιατόριο του Ουόλντορφ Αστόρια και τους θαμώνες του, που είδαν ξαφνικά, στις 24 Ιανουαρίου 1934, εκατό ελληνικής και κυπριακής καταγωγής εργαζόμενους να βγαίνουν από τις κουζίνες και να ενώνονται με άλλους 500 υπαλλήλους, για να περικυκλώσουν την είσοδο του ξενοδοχείου και να διαδηλώσουν μαζί με άλλους 30.000 εργαζόμενους των αλυσίδων επισιτισμού για την εφαρμογή των υποσχέσεων του Νιου Ντιλ.
Επισημαίνει όμως και τη συγκέντρωση με 3.000 ανθρώπους που έγινε στις 30 Ιανουαρίου 1944 στη Νέα Υόρκη, για την υποστήριξη του ΕΑΜ, γεγονός που αντανακλά την καταξίωση των Ελλήνων κομμουνιστών, οι οποίοι τότε ακόμα βρίσκονταν στο επίκεντρο της καθημερινότητας των μεταναστευτικών κοινοτήτων.
Τέτοιες ολοζώντανες εικόνες υπάρχουν δεκάδες σε τούτο το βιβλίο. Κι έτσι βλέπουμε ανάγλυφα τη διαδικασία μέσα από την οποία η εμπρόθετη δράση των «μικρών» ανθρώπων και η σταδιακή ανάδυση του «ταξισυνείδητου εργάτη» (ελληνοαμερικανική εκδοχή του working-class conscious), που αντιλαμβάνεται τον ιστορικό προορισμό της τάξης στην οποία ανήκει, διαμόρφωσαν ή και μετασχημάτισαν τη «μεγάλη» εικόνα της ελληνικής παρουσίας στις ΗΠΑ.
Η πολιτικοποίηση με άλλα λόγια των μεταναστών και των μεταναστριών στην Αριστερά και εντέλει η υπαγωγή της εθνοτικής καταγωγής τους στα συμφέροντα της αμερικανικής εργατικής τάξης λειτούργησαν ως μια διακριτή εκδοχή του εξαμερικανισμού τους.
Προσδοκίες και διαψεύσεις
Παρακολουθώντας αυτόν τον κόσμο, ο συγγραφέας της «Κόκκινης Αμερικής» στέκεται σε τρεις στιγμές προσδοκίας για τις δυνατότητες της ανθρώπινης χειραφέτησης -γύρω από το 1917, το 1929 και το 1944- που συνομιλούν με τρεις στιγμές διαψεύσεων.
Ετσι, το βιβλίο του δεν εστιάζει μονοσήμαντα στην ελληνοαμερικανική ιστορία, αλλά, με αυτήν ως αφετηρία, προσφέρει μiα δυναμική αφήγηση γύρω από τη διαμόρφωση και την πορεία της αμερικανικής Αριστεράς μέσα στον χρόνο.
Βλέπουμε λοιπόν ότι:
◼ Τις παραμονές του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου και μετά τη Ρωσική Επανάσταση, κορυφώνονται οι απεργιακές κινητοποιήσεις και οι ριζοσπάστες μετανάστες αναδεικνύονται στο δυνάμει υποκείμενο της κοινωνικής μεταβολής, μέχρι που αρχίζουν να αντιμετωπίζονται ως εισαγωγείς ανατρεπτικών ιδεών.
Ηδη σε σύνολο σχεδόν 80.000 σοσιαλιστών, οι περίπου 30.000 ανήκαν στις δέκα κύριες μεταναστευτικές ομοσπονδίες που είχαν ενταχθεί στο Σοσιαλιστικό Κόμμα των ΗΠΑ.
◼ Μετά το χρηματιστηριακό κραχ, όταν οι προσωρινοί εργάτες έχουν γίνει πια μόνιμοι κάτοικοι των ΗΠΑ, η πολύμορφη ελληνοαμερικανική Αριστερά του Νιου Ντιλ προσπαθεί να ανασυγκροτήσει το εργατικό κίνημα, δημιουργεί επιτροπές ανέργων και επικοινωνεί με τις νέες μορφές ριζοσπαστικοποίησης που τροποποιούν τη μεταναστευτική καθημερινότητα.
Εκεί οι ανώνυμοι εργάτες τού χτες μετατρέπονται σε πρωταγωνιστές της ανάδυσης ενός μαχητικού κινήματος στην καρδιά της αμερικανικής οικονομίας.
◼ Στη δεκαετία του ’40, ελληνοαμερικανικές επιτροπές στηρίζουν τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στην Ευρώπη, προσδοκώντας ένα κοινό σχέδιο Ρούσβελτ και Στάλιν και έναν μεταπολεμικό κόσμο που θα πάντρευε το Νιου Ντιλ με τη σοσιαλιστικά σχεδιασμένη οικονομία.
Ωστόσο υπό την επίδραση των γεγονότων του Δεκέμβρη του 1944 στις ΗΠΑ, η μεταναστευτική κοινότητα αναπροσανατολίζεται πολιτικά γύρω από τις ιδέες και τις πρακτικές του αντικομμουνισμού, σε συντονισμό και με τον νέο παγκόσμιο ρόλο των ΗΠΑ.
◼ Ετσι, η δεκαετία του ’50 και ο Ψυχρός Πόλεμος θα σηματοδοτήσουν την παρακμή των μορφών συλλογικής οργάνωσης του παρελθόντος και τον θρίαμβο του αμερικανικού καπιταλισμού που θα ξεπεράσει τις κρίσεις του και θα διαψεύσει τις προσδοκίες εκείνων που πίστεψαν στη νομοτελειακή κατάρρευσή του.
Διευθυντής από πέρσι των δυναμικών Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ), με σπουδές και ερευνητική- διδακτική δραστηριότητα στην Ελλάδα, στις ΗΠΑ και στη Βρετανία, ο Καρπόζηλος σχολιάζει χαρακτηριστικά στην εισαγωγή του: «Το βιβλίο αυτό μπορεί να διαβαστεί ως η ιστορία μιας αποτυχίας. Ταυτόχρονα όμως, οι προσδοκίες, οι εκπληρώσεις και οι διαψεύσεις του επαναστατικού οράματος μπορούν να διαβαστούν ως ένα σχόλιο πάνω στο ιστορικό απρόβλεπτο με το οποίο ερχόμαστε καθημερινά αντιμέτωποι».
Οι Ελληνες και οι Ελληνοαμερικανοί των «Reds»
Εξι «μικρά» πρόσωπα που έγραψαν τη «μεγάλη» Ιστορία
Η «Κόκκινη Αμερική. Ελληνες μετανάστες και το όραμα ενός Νέου Κόσμου 1900-1950» είναι καρπός μιας δεκάχρονης ενδελεχούς έρευνας που ήδη γέννησε μια διδακτορική διατριβή και το σενάριο του περίφημου ντοκιμαντέρ «Ταξισυνειδησία: η άγνωστη ιστορία του ελληνοαμερικανικού ριζοσπαστισμού» (σε σκηνοθεσία του Κώστα Βάκκα).
Το μυστικό αυτού του βιβλίου είναι το τεράστιο εύρος των πηγών του, η σύνθεσή τους και η απίστευτη ζωντάνια των περιγραφών που φωτίζουν την αλληλοδιαπλοκή της μεγάλης με τη μικρή Ιστορία στις παραμικρότερες λεπτομέρειές της.
Ετσι, από τις σελίδες του αναδύεται και μια πλειάδα χαρακτήρων όλων των αποχρώσεων.
Από τους πλέον αντιπροσωπευτικούς, οι:
◽ Θεανώ Παπάζογλου-Μάργαρη:
Η Κωνσταντινουπολίτισσα μετανάστρια που έφτασε στις ΗΠΑ έπειτα από τη Μικρασιατική Καταστροφή και έγινε μια στρατευμένη κομμουνίστρια που συνδύαζε τη ρωσική επαναστατική έξαρση με το αμερικανικό πρακτικό πνεύμα.
Μέλος της ηγετικής ομάδας του εργατικού θεάτρου, αρθρογραφούσε στην ελληνόφωνη κομμουνιστική εφημερίδα «Εμπρός» στην οποία κρατούσε τη γυναικεία στήλη απ’ όπου έδινε συμβουλές μαγειρικής και συμπεριφοράς.
«◽ Λούης Τίκας (Ηλίας Σπαντιδάκης):
Ο ταπεινός μετανάστης από την Κρήτη που έγινε σύμβολο του αμερικανικού εργατικού κινήματος. Ξεχώρισε στις αρχές του 20ού αιώνα, την εποχή που οι νεοφερμένοι μετανάστες πρωτοσυνάντησαν τη βιομηχανική βία και τις ιδέες της συνδικαλιστικής οργάνωσης.
◽ «Κόκκινος Στηβ» (Στέφανος Κατόβης):
↳ «Είμαστε έτοιμοι να πάρουμε τη θέση του συντρόφου Κατόβη». Η δολοφονία του Ελληνοαμερικανού εργάτη το 1930 υπογράμμισε την ένταση του κοινωνικού ζητήματος ύστερα από το χρηματιστηριακό κραχ του 1929 . Στην ένθετη φωτογραφία, «Κομμουνισμός και Χριστιανισμός»: αυτό ήταν το αγαπημένο βιβλίο των «ταξισυνείδητων» στη δεκαετία του 1920
Ο ανακηρυγμένος μάρτυρας της εργατικής τάξης, η σορός του οποίου εκτέθηκε για τέσσερις ημέρες σε προσκύνημα, τον Ιανουάριο του 1930, στη Γιούνιον Σκουέαρ της Νέας Υόρκης, κάτω από ένα πορτρέτο του Λένιν.
Γεννημένος στον Τύρναβο, ο Κατόβης είχε δραστηριοποιηθεί στα συνδικάτα του αμερικανικού Κομμουνιστικού Κόμματος και τον πυροβόλησε ένας αστυνομικός θέλοντας να διαλύσει μια μικρή συγκέντρωση εργατών γύρω του.
Η δολοφονία του συνέπεσε με τις μαζικές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας για τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας, που σηματοδότησαν την είσοδο των ΗΠΑ σε μια εποχή αστάθειας και κοινωνικής έντασης μετά το Κραχ.
Στις 6 Μαρτίου 1930 ένα εκατομμύριο άνθρωποι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του Κ.Κ. και βγήκαν στους δρόμους να διαδηλώσουν.
◽ Constantine (Connie) Poulos:
Ο Ελληνοαμερικανός δημοσιογράφος από το Λιν της Μασαχουσέτης, που συνομίλησε με τους «κόκκινους» και συμβολίζει τους ηττημένους φιλελεύθερους της μεταπολεμικής μετάβασης.
Ηταν ο πρώτος ανταποκριτής ξένου Τύπου που μπήκε στην απελευθερωμένη Αθήνα και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην τεκμηρίωση των γεγονότων της μοιραίας 3ης Δεκέμβρη 1944, αφού έζησε δίπλα στον Ουκρανοαμερικανό φωτογράφο Ντμίτρι Κέσελ τη στιγμή των πυροβολισμών ενάντια στη διαδήλωση του ΕΑΜ.
Υποστήριξε με πάθος την ΕΑΜική υπόθεση και το δικαίωμα των αντιστασιακών κινημάτων να καθορίσουν το περιεχόμενο της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης και υπέστη τις συνέπειες του Μακαρθισμού.
◽ Angela Calomiris:
Μια συνηθισμένη Ελληνοαμερικανίδα που στράφηκε προς τον αντικομμουνισμό κατά τη δεκαετία του ’40.
Κόρη γουνεργάτη στη Νέα Υόρκη που είχε μείνει άνεργος στα χρόνια της Μεγάλης Υφεσης, συμμετείχε σε μια αριστερή συλλογικότητα φωτογράφων, όμως το 1942 στρατολογήθηκε από δύο πράκτορες του FBI.
Εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα, έγινε ένα αφοσιωμένο μεσαίο στέλεχος, απέκτησε πρόσβαση σε καταλόγους μελών και συμπαθούντων και το 1949 εμφανίστηκε στην Επιτροπή του ΜακΚάρθι ως μάρτυρας κατηγορίας των συντρόφων της.
Η κατάθεσή της υπήρξε καθοριστική για την καταδίκη ηγετικών στελεχών του αμερικανικού Κ.Κ. σε ένα επεισόδιο που σήμανε την αρχή του τέλους για τον αμερικανικό κομμουνισμό.
◽ Pete Harrison (Πάνος Χαρισιάδης):
Το κομματικό στέλεχος της ελληνοαμερικανικής Αριστεράς που μετανάστευσε το 1916 και ριζοσπαστικοποιήθηκε στις ΗΠΑ εκπληρώνοντας την αντίληψη του κομματικού εξαμερικανισμού.
Η απέλασή του το 1953 συμπυκνώνει τη δαιμονοποίηση των ξενογεννημένων στα χρόνια των αντικομμουνιστικών διώξεων.
Ομως γι’ αυτόν δεν υπήρχε χώρος στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, οπότε ζήτησε άσυλο στην Πολωνία κι από τη Νέα Υόρκη βρέθηκε στο κολχόζ της Νέας Ζωής.
Κωστής Καρπόζηλος
«Το πετυχημένο σύνθημα του Τραμπ και τα θύματα»
Η ματιά του Κωστή Καρπόζηλου κινείται αδιάκοπα ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ελλάδα, παρατηρώντας τα νήματα που συνδέουν τις εξελίξεις στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Η ιστορική του έρευνα και η προσωπική του οπτική διαπλέκονται με τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Οπως το μέλλον των πληθυσμιακών μετακινήσεων, το αίτημα του αντιφασισμού, η αναζήτηση μιας διεξόδου από τα στενά όρια του παρόντος.
Ταυτόχρονα, η «Κόκκινη Αμερική» φωτίζει μια εποχή που μοιάζει εξαιρετικά παρωχημένη, αλλά με έναν τρόπο επανέρχεται διαρκώς μπροστά μας.
• Συμφωνείτε με την άποψη ότι η «Κόκκινη Αμερική» έκανε ξανά την εμφάνισή της στην εκστρατεία του Μπέρνι Σάντερς για το χρίσμα των Δημοκρατικών;
Νομίζω ότι μία από τις σημαντικότερες διαστάσεις της σύγχρονης ατμόσφαιρας αδιεξόδου είναι η επιστροφή του κοινωνικού ζητήματος στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Η δυναμική της εκστρατείας του Σάντερς υπογραμμίζει όχι μόνο τις ιστορικές παραδόσεις της αμερικανικής Αριστεράς, αλλά και την ανάδυση ενός νέου ενδιαφέροντος για την πρόταση της κοινωνικής ισότητας. Αυτό είναι σημαντικό.
Ας κρατήσουμε όμως το εξής: αυτό που απουσιάζει σήμερα είναι η αυτοπεποίθηση ότι η πορεία της ιστορικής εξέλιξης θα οδηγήσει νομοτελειακά σε έναν νέο τρόπο κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης, στον σοσιαλισμό.
Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά της «Κόκκινης Αμερικής» του 19ου και του 20ού αιώνα από τα σύγχρονα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα.
• Από την άλλη, η εκλογή του Τραμπ τι αναδεικνύει;
Από τη μία τις αντίστοιχες ιστορικές συνέχειες του φυλετισμού, του αντικομμουνισμού και του συντηρητισμού.
Από την άλλη, την ελκτική δύναμη της υπόσχεσης επιστροφής στο φαινομενικά ειδυλλιακό παρελθόν των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η ανάδειξη του Τραμπ βασίστηκε σε ένα πετυχημένο σύνθημα που συνδύαζε τη νοσταλγία με το μέλλον: «Να κάνουμε την Αμερική μεγάλη, ξανά».
Προφανώς σε αυτό το «ξανά» κάποιοι και κάποιες θα βρεθούν, ξανά, στο περιθώριο της αμερικανικής ζωής: πρώτα απ’ όλους οι μετανάστες και οι μετανάστριες.
• Στην εισαγωγή του βιβλίου σας γράφετε «για μια ιστορία αποτυχίας». Τι έχουμε να μάθουμε από τέτοιες ιστορίες;
Οχι πολλά. Κάτι διαφορετικό πρέπει να αναζητήσουμε στο παρελθόν· όχι την ανασυγκρότηση ή την αναπαλαίωσή του (που είναι άλλωστε εξαιρετικά αμφίβολη και μάλλον αδύνατη), αλλά την ενίσχυση της σκέψης μας γύρω από τους τρόπους με τους οποίους ο 20ός αιώνας υπήρξε μια ατέλειωτη διαδοχή προσδοκιών και διαψεύσεων γύρω από τη δυνατότητα της ανθρώπινης χειραφέτησης, μια διαδοχή που καθορίζει, σε μεγάλο βαθμό, τις σημερινές μας πραγματικότητες.
Η ιστορική έρευνα μπορεί να χρησιμεύσει για να αναλογιστούμε το πώς σε συγκεκριμένες στιγμές οι κοινωνίες οραματίστηκαν το μέλλον τους, τον ρόλο των πρωτοποριών στη σκιαγράφησή του, τους μετασχηματισμούς της πολιτικής φαντασίας.
Δεν θα βρούμε εκεί κάποιον κρυμμένο μηχανισμό ο οποίος, με τη σειρά του, θα ξεκλειδώσει μπροστά μας τα επόμενα στάδια της ιστορικής εξέλιξης. Το αντίθετο.
Η μελέτη του παρελθόντος θα μας βοηθήσει ίσως να εκτιμήσουμε το απρόβλεπτο της ιστορικής εξέλιξης, καθώς οι προσδοκίες που βασίστηκαν σε βεβαιότητες διαψεύστηκαν με τρόπο που κανένας δεν θα μπορούσε να έχει φανταστεί.
Μικέλα Χαρτουλάρη
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών