Μέχρι τον ερχόμενο Ιούνιο πρέπει να έχει αποφασιστεί ο νέος Κοινοτικός Προϋπολογισμός για το διάστημα 2021-2027. Θα έχει σημαντικές περικοπές λόγω της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου που δημιουργεί έλλειμα περίπου 14 δισ. ευρώ ετησίως, ένα από τα επιχειρήματα των Βρετανών υπέρ του Brexit. Όπως συμβαίνει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις –μην ξεχνάμε ότι ο κάθε προϋπολογισμός αντανακλά τον ταξικό, πολιτικό και γεωγραφικό συσχετισμό των δυνάμεων που τον συντάσσουν– οι αντιθέσεις μεταξύ των χωρών και μεταξύ των μερίδων των ευρωπαϊκών κεφαλαίων θα είναι μεγάλες. Το σχέδιο που έχει παρουσιάσει μέχρι σήμερα η Κομισιόν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προτείνει σημαντικές περικοπές στο Ταμείο Συνοχής, αλλά και άλλες βαθύτερες περικοπές στα Διαρθρωτικά Ταμεία ύψους 124 δισ. ευρώ. Υπάρχουν κάποιες προτάσεις για εισαγωγή του φόρου Τόμπιν (στις χρηματιστηριακές συναλλαγές) και ενός περιβαλλοντικού φόρου, αλλά έχω αμφιβολίες αν και πόσο θα υλοποιηθούν. Από την άλλη πλευρά, η Επιτροπή προτείνει αύξηση στον αμυντικό προϋπολογισμό, περίπου 150 δισ., για τη «θωράκιση των εξωτερικών συνόρων», με αγορά νέων εξοπλισμών και προσωπικό 100.000 ατόμων (!), μια άμεση χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και των χωρών που τα παράγουν και μια επιβεβαίωση για την στρατιωτικοποίηση της Ευρώπης.
Προδιαγεγραμμένη η διανομή μεταξύ χαμένων και κερδισμένων
Τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, η εύπορη Ευρωπαϊκή Ένωση έδινε κατά μέσο όρο το σκανδαλωδώς χαμηλό 08-1,1% του ΑΕΠ της στον Κοινοτικό προϋπολογισμό και από αυτόν αντλούσαν πόρους όλα τα Ταμεία και οι κάθε λογής δράσεις της ΕΕ. Στη νέα περίοδο τα χρήματα θα είναι λιγότερα και η πόλωση είναι γνωστή και προβλέψιμη: οι χώρες και οι περιφέρειες που έχουν μεγάλη καθαρή συνεισφορά ζητούν τον περιορισμό του ενώ οι χώρες και οι περιφέρειες που έχουν καθαρό όφελος ζητούν την αύξηση ή τη διατήρηση των ενισχύσεων. Πράγματι κάποιες χώρες, όπως η Γερμανία, η Βρετανία, η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Αυστρία αλλά και η Ιταλία είναι τα κράτη-χορηγοί του Κοινοτικού Προϋπολογισμού. Στα κράτη που απολαμβάνουν καθαρές εισφορές περιλαμβάνονται κυρίως η Πολωνία και ακολουθούν με διαφορά η Ρουμανία, η Ελλάδα, η Ουγγαρία, η Τσεχία, η Ισπανία, η Βουλγαρία, η Πορτογαλία κ.α. Αυτό όμως που δεν λαμβάνεται υπόψη είναι τα κέρδη που αποκομίζουν τα κράτη-μέλη μέσω των επιχειρήσεων τους και των διακρατικών συμφωνιών (βλ. εξοπλισμούς) από τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή αγορά και στην ΟΝΕ που είναι αντιστρόφως ανάλογη από τη συνεισφορά τους.
Σύμφωνα με έρευνα της ειδησεογραφικής ιστοσελίδας Politico, η Γερμανία την περίοδο 2014-2016 είχε συνεισφορά 13,6 δισ. ετησίως, όμως μόνο το 2014 οι γερμανικές επιχειρήσεις και μέσω αυτών το σύνολο της κοινωνίας, επωφελήθηκαν από τη συμμετοχή τους στην ενιαία αγορά, κατά προσέγγιση, με 118 δισ. ευρώ. Επιπλέον, από την κρίση του ευρώ μέχρι το 2017, σύμφωνα με τη γερμανική εφημερίδα Handelsblatt (12.1.18), η αποκαλούμενη «ευρωπαϊκή αλληλεγγύη» εξοικονόμησε 290 δισ. ευρώ από τόκους για το γερμανικό δημόσιο μέσω των δανείων στις χώρες του Νότου. Η Γαλλία ενώ είχε καθαρή συνεισφορά 7,4 δισ. την περίοδο 2014-2016, επωφελήθηκε από την ενιαία αγορά το 2014 60 δισ., το Ηνωμένο Βασίλειο με συνεισφορά 7,6 δισ. είχε όφελος 85 δισ., η Ολλανδία με συνεισφορά 2.8 δισ. επωφελήθηκε 45 δισ. ευρώ, κ.ο.κ, με τις υπόλοιπες χώρες-δότες να ακολουθούν με μικρότερα ποσά. Τα στοιχεία αυτά θα συνυπολογιστούν στις διαπραγματεύσεις; Φοβάμαι πως όχι, και η διανομή μεταξύ κερδισμένων και χαμένων είναι προδιαγεγραμμένη.
Άνιση γεωγραφική ανάπτυξη
Δυστυχώς, η ευρύτερη νεοφιλελεύθερη συναίνεση που κυριαρχεί στην ΕΕ, η νέα Οικονομική Διακυβέρνηση που ισχύει από το 2012 και η στρατηγική των «πολλών ταχυτήτων» που αποφασίστηκε το Μάρτιο 2017 στη Ρώμη, όλα συγκλίνουν όχι μόνο σε ένα άδικο και άνισο προϋπολογισμό, αλλά και σε κάτι βαθύτερο και πιο επικίνδυνο: στη θεσμοθέτηση της άνισης γεωγραφικής ανάπτυξης. Εξηγούμαι.
Όπως είναι γνωστό, η γεωγραφική οικονομική και κοινωνική ανισότητα άλλοτε συμβάλει και άλλοτε μπλοκάρει στην καπιταλιστική συσσώρευση. Αλλά δεν περιορίζεται μόνο στις ανάγκες του κεφαλαίου. Συνδυάζεται με την άνιση ιδεολογική ισχύ που κατασκευάζει τον «Άλλον» ως κατώτερο· με την άνιση πολιτική ισχύ των ελίτ και των θεσμών που επιβάλλουν βιοπολιτική διακυβέρνηση «εξαίρεσης» από απόσταση· με τις άνισες συνθήκες πλούτου, απασχόλησης, παιδείας και υγείας· και, τέλος, με τα άνισα δικαιικά πλαίσια που καθορίζουν ποιοι πολίτες και ποιες περιοχές μετρούν ως υποκείμενα δικαίου.
Οι ευρωπαϊκές πολιτικές και οι οικονομικές ελίτ παραβλέπουν εκουσίως αυτά τα γεγονότα. Προχώρησαν έχοντας υποθέσει ότι η άνιση γεωγραφική ανάπτυξη και οι εντάσεις που θα προκύπταν από τη μεγέθυνση λόγω της ενοποίησης θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν από τα διαρθρωτικά ταμεία και τις ειδικευμένες πολιτικές. Για κάποιο διάστημα, αυτή η υπόθεση αποδείχθηκε λειτουργική για το κεφάλαιο και σχετικά αποδεκτή από τις κοινωνίες σε μεμονωμένες περιφέρειες και κράτη μέλη. Ωστόσο, οι μείζονες μεταβολές στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η άνοδος της Κίνας, ο βαθύς μετασχηματισμός του καπιταλισμού στην κατεύθυνση της χρηματιστικοποίησης και των προσοδοθηρικών δραστηριοτήτων και η κρίση που άρχισε το 2008-2010 έδρασαν ως καταλύτες για να δείξουν, για ακόμη μία φορά, το εγγενές αδιέξοδο αυτών των υποθέσεων. Η λανθασμένη αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης αποδείχθηκε ανίκανη να διαχειριστεί την κρίση του ευρώ και να διατηρήσει τη νομισματική ένωση. Ενώ πρόκειται για πολιτικό και γεωγραφικό ζήτημα, οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι προωθούν τη λιτότητα ως αντίδοτο στην ύφεση. Έτσι, ο καπιταλισμός αφέθηκε ελεύθερος να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα: να αναπαράγει τον εαυτό του μέσω κρίσεων και «δημιουργικών» καταστροφών.
Η στρατηγική των «πολλών ταχυτήτων»
Σε όλη την περίοδο της κρίσης στην Ευρωζώνη και μέχρι σήμερα ισχύουν συγκεκριμένες Κοινοτικές περιφερειακές πολιτικές. Το Σύμφωνο της Λισαβώνας είχε ήδη περιορίσει τις οικονομικές ενισχύσεις των Ταμείων Συνοχής προς όφελος του ανταγωνισμού. Η Στρατηγική της Ευρώπης 2020 στηρίζεται στο τρίπτυχο «έξυπνη, βιώσιμη μεγέθυνση (growth) χωρίς αποκλεισμούς». Όμως το βασικό πρόβλημα σε όλες τις παραπάνω πολιτικές –οι οποίες, μην ξεχνάμε, αποτελούν τμήμα του έτσι κι αλλιώς ισχνού προϋπολογισμού – είναι η θεμελιώδης αντίφαση μεταξύ της υποχρεωτικής εφαρμογής πολιτικών λιτότητας με παράλληλη επιδίωξη χωρο-κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης. Ο ακρογωνιαίος λίθος κάθε δημοκρατικής περιφερειακής πολιτικής είναι η χωρο-κοινωνική αναδιανομή με στόχο τον περιορισμό των ανισοτήτων και των αδικιών στο χώρο και μεταξύ κοινωνικών ομάδων. Αλλά αυτό είναι θεωρητικά αντιφατικό και πρακτικά ανεφάρμοστο με την επιβολή πολιτικών λιτότητας που προϋποθέτει η νέα Οικονομική Διακυβέρνηση.
Στις παραπάνω δομικές δυσκολίες έρχονται να προστεθούν οι περιορισμοί του νέου Κοινοτικού Προϋπολογισμού και η στρατηγική των «πολλών ταχυτήτων». Το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι η άρρητη μεν αλλά de facto, θεσμοθέτηση της άνισης γεωγραφικής ανάπτυξης. Ο κυνισμός των πολιτικών ελίτ τις τυφλώνει στο γεγονός ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν κινείται σε πολλαπλές ταχύτητες αλλά βρίσκεται σε στασιμότητα ή, ακόμα χειρότερα, πηγαίνει με την όπισθεν. Αδιαφορούν για το γεγονός ότι έτσι συντηρούνται οι υπάρχουσες μεγάλες περιφερειακές ανισότητες ενώ δημιουργούνται νέες, γιατί είναι οχυρωμένες πίσω από το επιχείρημα/δόγμα: φταίνε οι καθυστερημένες περιφέρειες και μόνο αυτές που δεν ήταν αρκετά ανταγωνιστικές και ανθεκτικές. Αναπαράγεται έτσι η φτώχεια, κυριαρχούν η επισφάλεια και ο φόβος και διαλύονται οι παλιές εντάξεις σε συλλογικότητες, σε συνδικάτα, κόμματα, τοπικές πρωτοβουλίες. Τότε οι καταφρονημένοι/ες και οι περιθωριοποιημένοι/ες στρέφονται στις εκλογές και στα δημοψηφίσματα σε εθνικιστικές, ξενοφοβικές, αντισυστιμικές δυνάμεις ή σε αποχωρήσεις τύπου Brexit.
Ποιοι και ποιες θα σταματήσουν αυτό τον κατήφορο, πως, πότε; Ερωτήματα που δεν έχουν εύκολες απαντήσεις γιατί αν κάποιος/α μου πει «η αριστερά μπορεί» θα τον ρωτήσω ποια αριστερά και πώς, γιατί τώρα πια έχουμε εμπειρίες και στον τόπο μας. Θέλει λοιπόν ριζοσπαστική, κινηματική και θεσμική δουλειά για να αντικρούσουμε το τριπλό κίνδυνο του νεοφιλελευθερισμού / λιτότητας / χωρο-κοινωνικής ανισότητας που τρέφει την ακροδεξιά και τους εθνικισμούς. Για να ξαναστήσουμε «πολιτικές της ελπίδας» και να αποφύγουμε την «εποχή των τεράτων», που έλεγε ο μεγάλος Ιταλός.
Κωστής Χατζημιχάλης
Πηγή: Η Εποχή