Την Τετάρτη, 20 Νοεμβρίου, ημέρα πανελλαδικής απεργίας (τόσο σπάνιες πια που οι ημερομηνίες τους πρέπει να χαράσσονται στο ημερολόγιο της μνήμης ως μεγάλοι σταθμοί), διασχίζοντας το κέντρο της Αθήνας μετά το πέρας της αξιοπρεπούς απεργιακής διαδήλωσης, έπεσε το μάτι μου στο οδόστρωμα, σε μία από τις πολλές χάρτινες διακηρύξεις κριτικής συμμετοχής στην απεργία: ένα μικρό τρικάκι, 14 χ 10, άσπρο χαρτί, μαύρο γράμμα. Εκεί, στη διασταύρωση Πανεπιστημίου και Εδουάρδου Λω (μνημονιακού επιτηρητή της Ελλάδας επί Τρικούπη πριν κηρύξει την πτώχευση), από ένα πλήθος πεταμένα φλαϊεράκια, τσαλαπατημένα και ταλαιπωρημένα, μάζεψα ένα.
«Τα Chatbot δεν απεργούν», διεκήρυσσε στη μία όψη του. «Οταν ακούς ψηφιοποίηση, ξέθαψε το τσεκούρι σου», έγραφε στην άλλη. Υπογραφή: «OUTsiders, ενάντια στη (νέα) κανονικότητα». Είναι μια αντιεξουσιαστική συλλογικότητα που συγκροτήθηκε το 2021 με πρόθεση να «συνθέσει τις αρνήσεις στη διαρκή κατάσταση έκτακτης ανάγκης». «Δεν υπάρχει μία απάντηση σε όλα αυτά, υπάρχουν πολλές, δε θα τις ψάξουμε ούτε σε ειδικούς, ούτε σε “ηγέτες”, ούτε στα media. Θα τις βρούμε στο δρόμο», λένε στην ιστοσελίδα τους. Παράξενο που κι εγώ βρήκα κυριολεκτικά στον δρόμο, πάνω στην άσφαλτο, μία από τις απαντήσεις. «Τα Chatbot δεν απεργούν».
Η διακήρυξη υπογραμμίζει με έναν τρόπο τη ματαιότητα ή αναποτελεσματικότητα μιας απεργίας, με την έννοια της φυσικής απουσίας από τον χώρο και τον χρόνο εργασίας. Η οποία ακόμη κι αν έχει μεγάλη επιτυχία, ακόμη κι αν γίνει με καθολική συμμετοχή σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, δεν επιφέρει καθολικό πάγωμα της παραγωγικής δραστηριότητας, μπλοκάρισμα της αγοράς, αναστολή των συναλλαγών, ή φρενάρισμα της κρατικής και ιδιωτικής γραφειοκρατίας που συμπληρώνει την εφοδιαστική αλυσίδα μέχρι τον τελευταίο κρίκο της, δηλαδή το ράφι του καταστήματος ή την πόρτα του καταναλωτή που τη χτυπά ο/η κούριερ με το παραγγελθέν αγαθό.
Τα Chatbot πράγματι δεν απεργούν, κι αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι η ανάθεση όλο και μεγαλύτερου μέρους της παραγωγικής και συναλλακτικής δραστηριότητες σε αυτές τις άυλες, ψηφιακές, αλγοριθμικές ρεπλίκες της ανθρώπινης διάνοιας, που μαθαίνουν από μας και μιμούνται όλες τις ανθρώπινες δεξιότητες από τότε που ο άνθρωπος σηκώθηκε σε όρθια στάση, άρα έγινε άνθρωπος, εκτός από τις πολλές άλλες παρενέργειες και ανατροπές που προκαλούν στις εργασιακές σχέσεις του τελευταίου αιώνα, αλλάζουν δραματικά και τους όρους της πάλης των τάξεων. Ναι, ναι υπάρχει αυτή, μη βγάζετε φλύκταινες σε αυτή την παλιομοδίτικη έννοια, είναι παρούσα στην καθημερινότητά μας με τους πιο ανυποψίαστους και ανεπαίσθητους τρόπους που μπορούμε ή δεν μπορούμε να φανταστούμε. Αλλά τα Chatbot, τα ρομπότ κι όλες οι εκδοχές τεχνητής νοημοσύνης που δοκιμάζονται στην παραγωγή, στις αγορές, στη διοίκηση, κάνουν αυτή την επιπλέον ζημιά: απογειώνουν την ανισότητα στα μέσα πάλης και αντιπαράθεσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Η πάλη των τάξεων γίνεται ένας σικέ αγώνας, με τη μισθωτή εργασία χαμένη από χέρι, πριν καν ανέβει στο ρινγκ.
Στον αναλογικό, βιομηχανικό και εμπορευματικό καπιταλισμό τα πράγματα για τον ατομικό και τον συλλογικό εργοδότη ήταν πιο περίπλοκα και δαπανηρά. Για να σπάσει τον απεργιακό τσαμπουκά των μισθωτών, όταν και όποτε αυτοί κατάφερναν να βρουν το σθένος και να ξεπεράσουν τον φόβο για να διεκδικήσουν τα απλούστερα, αύξηση μισθού, λιγότερες ώρες δουλειάς, ανθρώπινες συνθήκες, ο εργοδότης έπρεπε να μισθώσει «στρατό» απεργοσπαστών ή να βάλει το κράτος να κάνει τη βασική δουλειά του, να καταστείλει την «πάλη των τάξεων», με την αστυνομία, τον στρατό, τα δικαστήρια, φυσικά και τη νομοθεσία που έκανε (και εξακολουθεί και κάνει, όπως διά των νόμων Χατζηδάκη ή Αδώνιδος) από δύσκολη έως αδύνατη την οργάνωση μιας απεργίας.
Τώρα, τη δουλειά του απεργοσπάστη, του ρουφιάνου, του φατουρατζή, της αστυνομίας, του στρατού, του δικαστή την κάνουν τα chatbot και τα ρομπότ, που πράγματι δεν απεργούν ποτέ, τουλάχιστον στις δουλειές που έχουν εκπαιδευτεί μέχρι στιγμής να κάνουν, γιατί σε μερικά πράγματα ο άνθρωπος με σάρκα και οστά υποθέτουμε ότι είναι και θα είναι αναντικατάστατος, όπως για παράδειγμα στον σχεδιασμό των ίδιων των ψηφιακών υποκατάστατών του. Κι αυτό είναι η επόμενη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει ο παγκόσμιος πληθυσμός των μισθωτών σκλάβων (έστω και στην εκδοχή των «συνεργατών» της πλατφόρμας): το πώς θα εξουδετερώσει ή θα αποδυναμώσει στοιχειωδώς την ασύλληπτη, εκ πρώτης όψεως, υπεροχή του κεφαλαίου στα μέσα πάλης. Γιατί, είπαμε, τα chatbot δεν απεργούν. Ως εκ τούτου η παρότρυνση των OUTsiders της Αθήνας, «ξέθαψε το τσεκούρι σου!», παραπέμπει σε έναν λουδιτισμό της παλιάς, αναλογικής εποχής, που είναι αμφίβολο αν και πόσο αποτελεσματικός θα είναι. Πώς να καταστρέψει κανείς με τσεκούρι ένα άυλο chatbot που κατοικεί σε ένα υπολογιστικό νέφος στην Καλιφόρνια ή στη Σανγκάη;
Εκτός κι αν τα chatbot και τα ρομπότ μπορούν να μάθουν ακόμη κι αυτό: Να απεργούν. Κι όπως επεσήμανε εύστοχα ο Ηλίας Καραβόλιας («Ενα πείραμα ρομποτικής ταξικής συνείδησης», «Εφ.Συν.» 23/11/2024) σχολιάζοντας την πρώτη απεργία ρομπότ στην Κίνα, το κεφάλαιο μέσω των αλγορίθμων τους καταφέρνει να ελέγξει ακόμη και την «παραγωγή» ταξικής συνείδησης σε μια ψηφιακή εκδοχή. Για να καταστήσει τελικά την πάλη των τάξεων μια θεαματική προσομοίωση, κάτι σαν βιντεοπαιχνίδι, στο οποίο οι υλικοί, σάρκινοι άνθρωποι θα έχουν απλώς το δικαίωμα να χάνουν.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι: Κι αν οι χαμένοι από χέρι μισθωτοί σκλάβοι έχουν την εναλλακτική να αντιμετωπίσουν τον ταξικό εχθρό τους με τα δικά του μέσα; Αν μπορούν να συγκροτήσουν τον δικό τους στρατό από chatbot, δασκαλεμένα να χαλάνε την ψηφιακή κανονικότητα, να εξουδετερώνουν τους ψηφιακούς απεργοσπάστες, να παγώνουν την παραγωγή, να βραχυκυκλώνουν τις συναλλαγές, να προκαλούν μπλακ άουτ στις αγορές; Δεν μπορεί όλοι οι χάκερ και τα τεχνοφρικιά της υφηλίου να είναι εξαγορασμένα από τις πολυεθνικές των αλγορίθμων. Ολο και κάποιοι θα είναι ξέμπαρκοι, με το ψηφιακό τσεκούρι τους παρά πόδα.
Βλέπετε, ανυψώνονται οι φράχτες, βελτιώνονται κι οι άλτες. Ετσι δεν είναι;
ΚΙΜΠΙ